Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ´ - 2 Re - Kings IV 8


font
GREEK BIBLEBIBBIA TINTORI
1 Και ελαλησεν ο Ελισσαιε προς την γυναικα, της οποιας ανεζωοποιησε τον υιον, λεγων, Σηκωθητι και υπαγε, συ και ο οικος σου, και παροικησον οπου αν δυνηθης να παροικησης? διοτι ο Κυριος εκαλεσε την πειναν, και θελει μαλιστα επελθει επι την γην επτα ετη.1 Eliseo, rivoltosi alla donna di cui aveva risuscitato il figlio, le disse: « Levati e vattene colla tua famiglia a stare dovunque troverai, perchè il Signore ha chiamata la fame, ed essa verrà sulla terra per sette anni ».
2 Και σηκωθεισα η γυνη, εκαμε κατα τον λογον του ανθρωπου του Θεου? και υπηγεν αυτη και ο οικος αυτης, και παρωκησεν εν τη γη των Φιλισταιων επτα ετη.2 La donna si mosse, e, facendo secondo la parola dell'uomo di Dio, andò colla sua famiglia a stare per molto tempo nella terra dei Filistei.
3 Μετα δε το τελος των επτα ετων, επεστρεψεν η γυνη εκ της γης των Φιλισταιων? και εξηλθε να βοηση προς τον βασιλεα περι της οικιας αυτης και περι των αγρων αυτης.3 Finiti i sette anni, la donna tornò dal paese dei Filistei e andò dal re a reclamare la sua casa e le sue terre.
4 Και ελαλησεν ο βασιλευς προς τον Γιεζει, τον υπηρετην του ανθρωπου του Θεου, λεγων, Διηγηθητι μοι, παρακαλω, παντα τα μεγαλεια τα οποια εκαμεν ο Ελισσαιε.4 In quel momento il re parlava con Giezi servo dell'uomo di Dio, e gli diceva: « Raccontami tutte le maraviglie che ha fatte Eliseo ».
5 Και ενω διηγειτο προς τον βασιλεα πως ανεζωοποιησε τον νεκρον, ιδου, η γυνη, της οποιας τον υιον ειχεν αναζωοποιησει, εβοησε προς τον βασιλεα περι της οικιας αυτης και περι των αγρων αυτης. Και ειπεν ο Γιεζει, Κυριε μου βασιλευ, αυτη ειναι η γυνη και ουτος ο υιος αυτης, τον οποιον ανεζωοποιησεν ο Ελισσαιε.5 Proprio mentre Giezi raccontava al re la risurrezione d'un morto, comparve, a reclamare la sua casa e le sue terre, la donna, il figlio della quale era stato risuscitato. Giezi disse: « Questa, o re mio signore, è quella donna, e questo il figlio risuscitato da Eliseo ».
6 Και ηρωτησεν ο βασιλευς την γυναικα, και αυτη διηγηθη το πραγμα προς αυτον. Τοτε εδωκεν εις αυτην ο βασιλευς ευνουχον, λεγων, Επιστρεψον παντα τα πραγματα αυτης και παντα τα προιοντα των αγρων αυτης, αφ' ης ημερας αφηκε την γην μεχρι του νυν.6 Il re interrogò la donna, che ne fece il racconto. Poi il re le diede un eunuco, dicendo: « Restituiscile tutto il suo e tutte le entrate delle terre dal giorno in cui lasciò il paese fino ad oggi ».
7 Ο δε Ελισσαιε ηλθεν εις Δαμασκον. Και Βεν-αδαδ ο βασιλευς της Συριας ητο αρρωστος? και απηγγειλαν προς αυτον, λεγοντες, Ο ανθρωπος του Θεου ηλθεν εως εδω.7 Eliseo andò a Damasco. Benadad re della Siria, che era malato, ne fu informato con queste parole: « E' venuto qua l'uomo di Dio ».
8 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Αζαηλ, Λαβε εις την χειρα σου δωρον και υπαγε εις συναντησιν του ανθρωπου του Θεου και ερωτησον δι' αυτου τον Κυριον, λεγων, Θελω αναλαβει εκ της αρρωστιας ταυτης;8 Allora il re disse ad Azael: « Presi teco dei regali, va a trovare l'uomo di Dio, consulta per mezzo di lui il Signore, e domandagli se potrò uscir da questa malattia ».
9 Και υπηγεν ο Αζαηλ εις συναντησιν αυτου, λαβων δωρον εις την χειρα αυτου και απο παντος αγαθου της Δαμασκου, τεσσαρακοντα καμηλων φορτιον? και ελθων εσταθη εμπροσθεν αυτου και ειπεν, Ο υιος σου Βεν-αδαδ, ο βασιλευς της Συριας, με απεστειλε προς σε, λεγων, Θελω αναλαβει εκ της αρρωστιας ταυτης;9 Azael andò a trovarlo, e, presi seco dei regali e tutto ciò che c'era di buono a Damasco, ne caricò quaranta cammelli, andò a presentarsi a lui e gli disse: « Il tuo figlio Benadad re di Siria, mi ha mandato a te per dirti: Potrò guarire da questa malattia? »
10 Και ειπε προς αυτον ο Ελισσαιε, Υπαγε, ειπε προς αυτον, Ναι, θελεις αναλαβει πλην ο Κυριος εδειξεν εις εμε οτι εξαπαντος θελει αποθανει.10 Eliseo gli disse: « Va e digli: Tu guarirai. Ma il Signore mi ha fatto conoscere che senza dubbio morrà ».
11 Και εστησε το προσωπον αυτου ακινητον, εωσου ερυθριασε? και εκλαυσεν ο ανθρωπος του Θεου.11 Fermatosi con lui, l'uomo di Dio si conturbò fino a diventar tutto rosso in viso, e pianse.
12 Και ειπεν ο Αζαηλ, Δια τι κλαιεις, κυριε μου; Ο δε απεκριθη, Διοτι εξευρω οσα κακα θελεις καμει εις τους υιους Ισραηλ? τα οχυρωματα αυτων θελεις παραδωσει εις πυρ, και τους νεους αυτων θελεις αποκτεινει εν ρομφαια, και τα νηπια αυτων θελεις συντριψει, και τας εγκυμονουσας αυτων θελεις διασχισει.12 Azael gli disse: « Per qual motivo piange il mio signore? » Eliseo rispose: « Perchè so il male che tu farai ai figli d'Israele. Tu darai alle fiamme le loro città fortificate, ucciderai di spada i loro giovani, schiaccerai i loro pargoletti e sventrerai le incinte ».
13 Και ειπεν ο Αζαηλ, Αλλα τι ειναι ο δουλος σου, ο κυων, ωστε να καμη το μεγα τουτο πραγμα; Και ειπεν ο Ελισσαιε, Ο Κυριος εδειξεν εις εμε, οτι συ θελεις βασιλευσει επι της Συριας.13 Azael disse: « E chi sono io tuo servo, un cane, per fare questa gran cosa? » Eliseo a lui: « Il Signore mi ha fatto conoscere che tu sarai re della Siria ».
14 Τοτε ανεχωρησεν απο του Ελισσαιε και ηλθε προς τον κυριον αυτου? ο δε ειπε προς αυτον, Τι σοι ειπεν ο Ελισσαιε; Και απεκριθη, Μοι ειπε, Ναι, θελεις αναλαβει.14 Azael, partitosi da Eliseo, tornò al suo signore, il quale gli disse: « Che ti ha detto Eliseo? » Azael rispose: « M'ha detto che ricupererai la salute ».
15 Την δε ακολουθον ημεραν ελαβε το σκεπασμα και εμβαψας εις υδωρ, εξηπλωσεν επι του προσωπου αυτου? και απεθανε? και αντ' αυτου εβασιλευσεν ο Αζαηλ.15 Ma il giorno dopo Azael, presa una coperta e inzuppatala d 'acqua, la distese sulla faccia del re, che morì. Così Azael regnò in suo luogo.
16 Εν δε τω πεμπτω ετει του Ιωραμ, υιου του Αχααβ βασιλεως του Ισραηλ, βασιλευοντος Ιωσαφατ επι του Ιουδα, εβασιλευσεν Ιωραμ, ο υιος του Ιωσαφατ βασιλεως του Ιουδα.16 L'anno quinto di Ioram figlio di Acab re d'Israele, essendo Giosafat re di Giuda, Ioram, figlio di Giosafat re di Giuda, regnò sopra Giuda.
17 Τριακοντα δυο ετων ηλικιας ητο οτε εβασιλευσεν? εβασιλευσε δε οκτω ετη εν Ιερουσαλημ.17 Egli aveva trentadue anni quando cominciò a regnare e regnò otto anni in Gerusalemme.
18 Και περιεπατησεν εν τη οδω των βασιλεων του Ισραηλ, καθως επραξεν ο οικος του Αχααβ? διοτι η θυγατηρ του Αχααβ ητο γυνη αυτου? και επραξε πονηρα ενωπιον του Κυριου.18 Camminò nelle vie dei re d'Israele, come la casa di Acab, avendo per moglie la figlia di Acab; e fece ciò che è ma le nel cospetto del Signore.
19 Αλλ' ο Κυριος δεν ηθελησε να εξολοθρευση τον Ιουδαν, χαριν Δαβιδ του δουλου αυτου, καθως ειπε προς αυτον οτι θελει δωσει εις αυτον λυχνον και εις τους υιους αυτου εις τον αιωνα.19 Ma il Signore non volle sterminar Giuda, per amor di David suo servo, avendogli promesso di dare a lui e ai suoi figli una lampada per sempre.
20 Εν ταις ημεραις αυτου απεστατησεν ο Εδωμ απο της υποταγης του Ιουδα, και κατεστησαν βασιλεα εφ' εαυτων.20 Ai tempi di Ioram, Edom si ribellò per non star più sotto Giuda e si elesse un re;
21 Οθεν διεβη ο Ιωραμ εις Σαειρ, και πασαι αι αμαξαι μετ' αυτου? και σηκωθεις δια νυκτος, επαταξε τους Ιδουμαιους τους κυκλω αυτου και τους αμαξαρχας? ο δε λαος εφυγον εις τας σκηνας αυτων.21 ma Ioram andò a Seira con tutti i suoi carri e, fatta irruzione di notte, percosse gl'Idumei che l'avevan circondato e i comandanti dei loro carri in modo che il popolo fuggi alle sue tende.
22 Πλην ο Εδωμ απεστατησεν απο της υποταγης του Ιουδα, εως της ημερας ταυτης. Τοτε κατα τον αυτον καιρον απεστατησεν η Λιβνα.22 Ma Edom allora si ribellò in maniera da non star più sotto Giuda fino al presente. In quello stesso tempo si ribellò anche Lobna.
23 Αι δε λοιπαι πραξεις του Ιωραμ και παντα οσα επραξε, δεν ειναι γεγραμμενα εν τω βιβλιω των χρονικων των βασιλεων του Ιουδα;23 Il resto degli atti di Ioram, tutto quello ch'egli fece, non son tutte queste cose scritte nel libro delle cronache dei re di Giuda?
24 Και εκοιμηθη ο Ιωραμ μετα των πατερων αυτου και εταφη μετα των πατερων αυτου εν τη πολει Δαβιδ? εβασιλευσε δε αντ' αυτου Οχοζιας ο υιος αυτου.24 Ioram si addormentò coi suoi padri, e fu sepolto con essi nella città di David, e gli successe nel regno il suo figlio Ocozia.
25 Εν τω δωδεκατω ετει του Ιωραμ, υιου του Αχααβ βασιλεως του Ισραηλ, εβασιλευσεν Οχοζιας, ο υιος του Ιωραμ βασιλεως του Ιουδα.25 L'anno duodecimo di Ioram, figlio di Acab re d'Israele, regnò Ocozia, figlio di Ioram re di Giuda.
26 Εικοσιδυο ετων ηλικιας ητο ο Οχοζιας οτε εβασιλευσεν? εβασιλευσε δε εν ετος εν Ιερουσαλημ. Και το ονομα της μητρος αυτου ητο Γοθολια, θυγατηρ του Αμρι, βασιλεως του Ισραηλ.26 Ocozia aveva ventidue anni quando cominciò a regnare, e regnò un anno in Gerusalemme: sua madre era Atalia, figlia di Amri re d'Israele.
27 Και περιεπατησεν εν τη οδω του οικου του Αχααβ, και επραξε πονηρα ενωπιον του Κυριου, καθως ο οικος του Αχααβ? διοτι ητο γαμβρος του οικου του Αχααβ.27 Egli camminò nelle vie della casa di Acab, fece ciò che è male nel cospetto del Signore, come la casa d'Acab, essendo genero della casa d'Acab. s
28 Και υπηγε μετα του Ιωραμ υιου του Αχααβ εις πολεμον εναντιον του Αζαηλ βασιλεως της Συριας εις Ραμωθ-γαλααδ? και ετραυματισαν οι Συριοι τον Ιωραμ.28 Egli andò inoltre con Ioram, figlio di Acab, a combattere contro Azael, re di Siria, a Ramot Galaad. I Siri ferirono Ioram,
29 Και επεστρεψεν ο βασιλευς Ιωραμ δια να ιατρευθη εν Ιεζραελ απο των τραυματων, τα οποια οι Συριοι εκαμον εις αυτον εν Ραμα, οτε επολεμει εναντιον του Αζαηλ βασιλεως της Συριας. Οχοζιας δε ο υιος του Ιωραμ, βασιλευς του Ιουδα, κατεβη δια να ιδη τον Ιωραμ υιον του Αχααβ εν Ιεζραελ, διοτι ητο αρρωστος.29 il quale tornò a Iezrael per curarsi avendolo i Siri ferito a Ramot, mentre combatteva contro Azael re di Siria. Ocozia, figlio di Ioram, re di Giuda, andò a visitare Ioram figlio di Acab a Iezrael, ov'era ammalato.