Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Γ´ - 1 Re - Kings III 18


font
GREEK BIBLENEW JERUSALEM
1 Και μετα πολλας ημερας ηλθεν ο λογος του Κυριου προς τον Ηλιαν κατα το τριτον ετος, λεγων, Υπαγε, φανερωθητι εις τον Αχααβ? και θελω δωσει βροχην επι το προσωπον της γης.1 A long time went by, and the word of Yahweh came to Elijah in the third year, 'Go, present yourself toAhab, and I wil send rain on the country.'
2 Και υπηγεν ο Ηλιας να φανερωθη εις τον Αχααβ. Η δε πεινα επεβαρυνεν εις την Σαμαρειαν.2 So Elijah set off to present himself to Ahab. As the famine was particularly severe in Samaria,
3 Και εκαλεσεν ο Αχααβ τον Οβαδια τον οικονομον. Ο δε Οβαδια εφοβειτο τον Κυριον σφοδρα?3 Ahab summoned Obadiah, the master of the palace -- Obadiah held Yahweh in great reverence:
4 διοτι, οτε η Ιεζαβελ εξωλοθρευε τους προφητας του Κυριου, ο Οβαδια ελαβεν εκατον προφητας και εκρυψεν αυτους ανα πεντηκοντα εις σπηλαιον, και διετρεφεν αυτους εν αρτω και υδατι.4 when Jezebel was butchering the prophets of Yahweh, Obadiah took a hundred of them and hid them,fifty at a time, in a cave, and kept them provided with food and water-
5 Και ειπεν ο Αχααβ προς τον Οβαδια, Περιελθε εις την γην, εις πασας τας πηγας των υδατων και εις παντας τους χειμαρρους? ισως ευρωμεν χορτον, δια να σωσωμεν την ζωην των ιππων και των ημιονων και να μη στερηθωμεν τα κτηνη.5 and Ahab said to Obadiah, 'Come along, we must scour the country, all the springs and all the ravinesin the hope of finding grass to keep horses and mules alive, or we shall have to slaughter some of our stock.'
6 Εμερισαν λοιπον την γην εις εαυτους, δια να διελθωσιν αυτην? ο μεν Αχααβ απηλθε δια μιας οδου κατα μονας, ο δε Οβαδια απηλθε δι' αλλης οδου κατα μονας.6 They divided the country for the purpose of their survey; Ahab went one way by himself and Obadiahwent another way by himself.
7 Και ενω ητο ο Οβαδια καθ' οδον ιδου, ο Ηλιας συνηντησεν αυτον? και εκεινος εγνωρισεν αυτον και επεσε κατα προσωπον αυτου και ειπε, Συ εισαι, κυριε μου Ηλια;7 While Obadiah was on his way, whom should he meet but Elijah. Recognising him he fel on his faceand said, 'So it is you, my lord Elijah!'
8 Ο δε ειπε προς αυτον, Εγω? υπαγε, ειπε προς τον κυριον σου, Ιδου, ο Ηλιας.8 'Yes,' he replied, 'go and tel your master, "Elijah is here." '
9 Και εκεινος ειπε, Τι ημαρτησα, ωστε θελεις να παραδωσης τον δουλον σου εις την χειρα του Αχααβ, δια να με θανατωση;9 But Obadiah said, 'What sin I have committed, for you to put your servant into Ahab's power and causemy death?
10 Ζη Κυριος ο Θεος σου, δεν ειναι εθνος η βασιλειον, οπου δεν εστειλεν ο κυριος μου να σε ζητωσι και οτε ελεγον, Δεν ειναι, αυτος ωρκιζε το βασιλειον και το εθνος, οτι δεν σε ευρηκαν.10 As Yahweh your God lives, there is no nation or kingdom where my master has not sent in search ofyou; and when they said, "He is not there," he made the kingdom or nation swear an oath that they did not knowwhere you were.
11 Και τωρα συ λεγεις, Υπαγε, ειπε προς τον κυριον σου, Ιδου, ο Ηλιας.11 And now you say to me, "Go and tel your master: Elijah is here."
12 Και καθως εγω αναχωρησω απο σου, το πνευμα του Κυριου θελει σε φερει οπου δεν εξευρω? και οταν υπαγω και αναγγειλω τουτο προς τον Αχααβ, και δεν σε ευρη, θελει με θανατωσει. Αλλ' ο δουλος σου φοβουμαι τον Κυριον εκ νεοτητος μου.12 But as soon as I leave you, the spirit of Yahweh wil carry you away and I shal not know where; I shalgo and tel Ahab; he wil not be able to find you, and then he wil kil me. Yet from his youth your servant hasrevered Yahweh.
13 Δεν απηγγελθη προς τον κυριον μου τι εκαμα, οτε η Ιεζαβελ εθανατονε τους προφητας του Κυριου, τινι τροπω εκρυψα εκατον ανδρας εκ των προφητων του Κυριου ανα πεντηκοντα εις σπηλαιον, και διεθρεψα αυτους εν αρτω και υδατι;13 Has no one told my lord what I did when Jezebel butchered the prophets of Yahweh, how I hid ahundred of them in a cave, fifty at a time, and kept them provided with food and water?
14 Και τωρα συ λεγεις, Υπαγε, ειπε προς τον κυριον σου, Ιδου, ο Ηλιας? αλλ' αυτος θελει με θανατωσει.14 And now you say to me, "Go and tel your master: Elijah is here." Why, he wil kill me!'
15 Και ειπεν Ηλιας, Ζη ο Κυριος των δυναμεων, εμπροσθεν του οποιου παρισταμαι, οτι σημερον θελω εμφανισθη εις αυτον.15 Elijah replied, 'As Yahweh Sabaoth lives, whom I serve, I shal present myself to him today!'
16 Υπηγε λοιπον ο Οβαδια εις συναντησιν του Αχααβ και απηγγειλε προς αυτον. Και ο Αχααβ υπηγεν εις συναντησιν του Ηλια.16 Obadiah went to find Ahab and tel him the news, and Ahab then went to find Elijah.
17 Και ως ειδεν ο Αχααβ τον Ηλιαν, ειπε προς αυτον ο Αχααβ, Συ εισαι ο διαταραττων τον Ισραηλ;17 When he saw Elijah, Ahab said, 'So there you are, you scourge of Israel!'
18 Ο δε ειπε, Δεν διαταραττω εγω τον Ισραηλ, αλλα συ και ο οικος του πατρος σου? διοτι σεις εγκατελιπετε τας εντολας του Κυριου και υπηγες κατοπιν των Βααλειμ?18 'Not I,' he replied, 'I am not the scourge of Israel, you and your family are; because you have desertedYahweh and fol owed Baal.
19 τωρα λοιπον αποστειλον, συναθροισον προς εμε παντα τον Ισραηλ εις το ορος τον Καρμηλον, και τους προφητας του Βααλ τους τετρακοσιους πεντηκοντα, και τους τετρακοσιους προφητας των αλσων, οιτινες τρωγουσιν εις την τραπεζαν της Ιεζαβελ.19 Now give orders for all Israel to gather round me on Mount Carmel, and also the four hundredprophets of Baal who eat at Jezebel's table.'
20 Και απεστειλεν ο Αχααβ προς παντας τους υιους Ισραηλ και συνηθροισε τους προφητας εις το ορος τον Καρμηλον.20 Ahab cal ed al Israel together and assembled the prophets on Mount Carmel.
21 Και προσηλθεν ο Ηλιας προς παντα τον λαον και ειπεν, Εως ποτε χωλαινετε μεταξυ δυο φρονηματων; εαν ο Κυριος ηναι Θεος, ακολουθειτε αυτον? αλλ' εαν ο Βααλ, ακολουθειτε τουτον. Και ο λαος δεν απεκριθη προς αυτον λογον.21 Elijah stepped out in front of al the people. 'How long', he said, 'do you mean to hobble first on oneleg then on the other? If Yahweh is God, follow him; if Baal, fol ow him.' But the people had nothing to say.
22 Τοτε ειπεν ο Ηλιας προς τον λαον, Εγω μονος εμεινα προφητης του Κυριου? οι δε προφηται του Βααλ ειναι τετρακοσιοι πεντηκοντα ανδρες?22 Elijah then said to them, 'I, I alone, am left as a prophet of Yahweh, while the prophets of Baal arefour hundred and fifty.
23 ας δωσωσι λοιπον εις ημας δυο μοσχους? και ας εκλεξωσι τον ενα μοσχον δι' εαυτους, και ας διαμελισωσιν αυτον και ας επιθεσωσιν αυτον επι των ξυλων και πυρ ας μη βαλωσι και εγω θελω ετοιμασει τον αλλον μοσχον και επιθεσει επι των ξυλων και πυρ δεν θελω βαλει,23 Let two bulls be given us; let them choose one for themselves, dismember it but not set fire to it. I inmy turn shal prepare the other bul , but not set fire to it.
24 και επικαλεσθητε το ονομα των θεων σας, και εγω θελω επικαλεσθη το ονομα του Κυριου? και ο Θεος, οστις εισακουση δια πυρος, ουτος ας ηναι ο Θεος. Και αποκριθεις πας ο λαος, ειπε, Καλος ο λογος.24 You must cal on the name of your god, and I shal cal on the name of Yahweh; the god who answerswith fire, is God indeed.' The people al answered, 'Agreed!'
25 Και ειπεν ο Ηλιας προς τους προφητας του Βααλ, Εκλεξατε εις εαυτους τον ενα μοσχον και ετοιμασατε αυτον πρωτοι διοτι εισθε πολλοι? και επικαλεσθητε το ονομα των θεων σας, πυρ ομως μη βαλητε.25 Elijah then said to the prophets of Baal, 'Choose one bul and begin, for there are more of you. Call onthe name of your god but light no fire.'
26 Και ελαβον τον μοσχον τον δοθεντα εις αυτους και ητοιμασαν αυτον, και επεκαλουντο το ονομα του Βααλ απο πρωιας μεχρι μεσημβριας, λεγοντες, Επακουσον ημων, Βααλ? και ουκ ην φωνη και ουκ ην ακροασις? και επηδων περι το θυσιαστηριον, το οποιον ωκοδομησαν.26 They took the bul and prepared it, and from morning to midday they called on the name of Baal. 'OBaal, answer us!' they cried, but there was no voice, no answer, as they performed their hobbling dance roundthe altar which they had made.
27 Και περι την μεσημβριαν ο Ηλιας μυκτηριζων αυτους ελεγεν, Επικαλεισθε μετα φωνης μεγαλης? διοτι θεος ειναι η συνομιλει η ασχολειται η ειναι εις οδοιποριαν η ισως κοιμαται και θελει εξυπνησει.27 Midday came, and Elijah mocked them. 'Cal louder,' he said, 'for he is a god: he is preoccupied or heis busy, or he has gone on a journey; perhaps he is asleep and needs to be woken up!'
28 Και επεκαλουντο μετα φωνης μεγαλης και κατετεμνοντο κατα την συνηθειαν αυτων με μαχαιρας και με λογχας, εωσου αιμα εξεχυθη επ' αυτους.28 So they shouted louder and gashed themselves, as their custom was, with swords and spears untilthe blood flowed down them.
29 Και αφου παρηλθεν η μεσημβρια, και αυτοι προεφητευον μεχρι της ωρας της προσφορας, και ουκ ην φωνη και ουκ ην ακροασις και ουκ ην προσοχη,29 Midday passed, and they ranted on until the time when the offering is presented; but there was novoice, no answer, no sign of attention.
30 τοτε ειπεν ο Ηλιας προς παντα τον λαον, Πλησιασατε προς εμε. Και πας ο λαος επλησιασε προς αυτον. Και επιδιωρθωσε το θυσιαστηριον του Κυριου, το κεκρημνισμενον.30 Then Elijah said to al the people, 'Come over to me,' and al the people came over to him. Herepaired Yahweh's altar which had been torn down.
31 Και ελαβεν ο Ηλιας δωδεκα λιθους, κατα τον αριθμον των φυλων των υιων Ιακωβ, προς τον οποιον ηλθεν ο λογος του Κυριου, λεγων, Ισραηλ θελει εισθαι το ονομα σου?31 Elijah took twelve stones, corresponding to the number of tribes of the sons of Jacob, to whom theword of Yahweh had come, 'Israel is to be your name,'
32 και ωκοδομησε τους λιθους θυσιαστηριον εις το ονομα του Κυριου? και εκαμεν αυλακα περι το θυσιαστηριον, χωρουσαν δυο μετρα σπορου.32 and built an altar in the name of Yahweh. Round the altar he dug a trench of a size to hold twomeasures of seed.
33 Και εστοιβασε τα ξυλα και διεμελισε τον μοσχον και επεθεσεν αυτον επι των ξυλων.33 He then arranged the wood, dismembered the bull, and laid it on the wood.
34 Και ειπε, Γεμισατε υδατος τεσσαρας υδριας και χυσατε επι το ολοκαυτωμα και επι τα ξυλα. Και ειπε, Δευτερωσατε? και εδευτερωσαν. Και ειπε, Τριττωσατε? και ετριττωσαν.34 Then he said, 'Fil four jars with water and pour it on the burnt offering and on the wood.' They did this.He said, 'Do it a second time;' they did it a second time. He said, 'Do it a third time;' they did it a third time.
35 Και περιετρεχε το υδωρ περιξ του θυσιαστηριου? και η αυλαξ ετι εγεμισεν υδατος.35 The water flowed round the altar until even the trench itself was ful of water.
36 Και την ωραν της προσφορας επλησιασεν Ηλιας ο προφητης και ειπε, Κυριε, Θεε του Αβρααμ, του Ισαακ και του Ισραηλ, ας γεινη γνωστον σημερον, οτι συ εισαι Θεος εν τω Ισραηλ και εγω δουλος σου, και κατα τον λογον σου εκαμα παντα ταυτα τα πραγματα?36 At the time when the offering is presented, Elijah the prophet stepped forward. 'Yahweh, God ofAbraham, Isaac and Israel,' he said, 'let them know today that you are God in Israel, and that I am your servant,that I have done all these things at your command.
37 επακουσον μου, Κυριε, επακουσον μου, δια να γνωριση ο λαος ουτος οτι συ Κυριος εισαι ο Θεος, και συ επεστρεψας την καρδιαν αυτων οπισω.37 Answer me, Yahweh, answer me, so that this people may know that you, Yahweh, are God and arewinning back their hearts.'
38 Τοτε επεσε πυρ παρα Κυριου και κατεφαγε το ολοκαυτωμα και τα ξυλα και τους λιθους και το χωμα, και εγλειψε το υδωρ το εν τη αυλακι.38 Then Yahweh's fire fel and consumed the burnt offering and the wood and licked up the water in thetrench.
39 Και οτε ειδε πας ο λαος, επεσον κατα προσωπον αυτων και ειπον, Ο Κυριος, αυτος ειναι ο Θεος? ο Κυριος, αυτος ειναι ο Θεος.39 When al the people saw this they fell on their faces. 'Yahweh is God,' they cried, 'Yahweh is God!'
40 Και ειπε προς αυτους ο Ηλιας, Πιασατε τους προφητας του Βααλ? μηδεις εξ αυτων ας μη διασωθη. Και επιασαν αυτους? και κατεβιβασεν αυτους ο Ηλιας εις τον χειμαρρον Κεισων και εσφαξεν αυτους εκει.40 Elijah said, 'Seize the prophets of Baal: do not let one of them escape.' They seized them, and Elijahtook them down to the Kishon, and there he slaughtered them.
41 Και ειπεν ο Ηλιας προς τον Αχααβ, Αναβα, φαγε και πιε. διοτι ειναι φωνη πληθους βροχης.41 Elijah said to Ahab, 'Go back now, eat and drink; for I hear the approaching sound of rain.'
42 Και ανεβη ο Αχααβ δια να φαγη και να πιη. Ο δε Ηλιας ανεβη εις την κορυφην του Καρμηλου και εκυψεν εις την γην και εβαλε το προσωπον αυτου αναμεσον των γονατων αυτου,42 While Ahab went back to eat and drink, Elijah climbed to the top of Carmel and bowed down to theground, putting his face between his knees.
43 και ειπε προς τον υπηρετην αυτου, Αναβα τωρα, βλεψον προς την θαλασσαν. Και ανεβη και εβλεψε και ειπε, Δεν ειναι ουδεν. Ο δε ειπεν, Υπαγε παλιν, εως επτακις.43 'Now go up', he told his servant, 'and look out to sea.' He went up and looked. 'There is nothing at al ,'he said. Seven times Elijah told him to go back.
44 Και την εβδομην φοραν ειπεν, Ιδου, νεφος μικρον, ως παλαμη ανθρωπου, αναβαινει εκ της θαλασσης. Και ειπεν, Αναβα, ειπε προς τον Αχααβ, Ζευξον την αμαξαν σου, και καταβα, δια να μη σε εμποδιση η βροχη.44 The seventh time, the servant said, 'Now there is a cloud, smal as a man's hand, rising from the sea.'Elijah said, 'Go and say to Ahab, "Harness the chariot and go down before the rain stops you." '
45 Και εν τω μεταξυ ο ουρανος συνεσκοτασεν εκ νεφων και ανεμου, και εγεινε βροχη μεγαλη. Και ανεβη ο Αχααβ εις την αμαξαν αυτου και υπηγεν εις Ιεζραελ.45 And with that the sky grew dark with cloud and storm, and rain fel in torrents. Ahab mounted hischariot and made for Jezreel.
46 Και χειρ Κυριου εσταθη επι τον Ηλιαν? και συνεσφιγξε την οσφυν αυτου και ετρεχεν εμπροσθεν του Αχααβ εως της εισοδου της Ιεζραελ.46 But the hand of Yahweh had come on Elijah and, hitching up his clothes, he ran ahead of Ahab al theway to Jezreel.