Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Γ´ - 1 Re - Kings III 13


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Και ιδου, ηλθεν ανθρωπος του Θεου εξ Ιουδα εις Βαιθηλ με λογον του Κυριου? ο δε Ιεροβοαμ ιστατο επι του θυσιαστηριου, δια να θυμιαση.1 Ekkor íme, az Úr parancsára Bételbe jött az Isten egyik embere, amikor Jeroboám éppen az oltáron állt és tömjénezett,
2 Και εφωνησε προς το θυσιαστηριον με λογον του Κυριου, και ειπε, Θυσιαστηριον, θυσιαστηριον, ουτω λεγει Κυριος? Ιδου, υιος θελει γεννηθη εις τον οικον του Δαβιδ, Ιωσιας το ονομα αυτου, και θελει θυσιασει επι σε τους ιερεις των υψηλων τοπων, τους θυμιαζοντας επι σε, και οστα ανθρωπων θελουσι καυθη επι σε.2 s kiáltott az oltár ellen az Úr parancsára, s azt mondta: »Oltár, oltár, ezt üzeni az Úr: íme, születni fog Dávid házából egy fiú, akinek Jozija lesz a neve, s az fel fogja áldozni rajtad a magaslatok papjait, akik most tömjént gyújtanak rajtad, s embercsontokat fog égetni rajtad.«
3 Και εδωκε σημειον την αυτην ημεραν, λεγων, Τουτο ειναι το σημειον, το οποιον ελαλησεν ο Κυριος? Ιδου, το θυσιαστηριον θελει διασχισθη, και η στακτη η επ' αυτου θελει εκχυθη.3 Jelt is adott nekik azon a napon, így szólva: »Ez lesz a jele annak, hogy az Úr szólt: Íme, meghasad az oltár, s kiömlik a rajta levő hamu.«
4 Και οτε ηκουσεν ο βασιλευς Ιεροβοαμ τον λογον του ανθρωπου του Θεου, τον οποιον εφωνησε προς το θυσιαστηριον εν Βαιθηλ, εξετεινε την χειρα αυτου απο του θυσιαστηριου, λεγων, Συλλαβετε αυτον. Και εξηρανθη η χειρ αυτου, την οποιαν εξετεινεν επ' αυτον, ωστε δεν ηδυνηθη να επιστρεψη αυτην προς εαυτον.4 Amikor a király meghallotta az Isten emberének beszédét, amelyet a bételi oltár ellen kiáltott, kinyújtotta kezét az oltárról és azt mondta: »Fogjátok meg őt!« Erre elszáradt keze, amelyet ellene kinyújtott – úgyhogy nem tudta visszahúzni magához
5 Και διεσχισθη το θυσιαστηριον και εξεχυθη η στακτη απο του θυσιαστηριου, κατα το σημειον το οποιον εδωκεν ο ανθρωπος του Θεου δια του λογου του Κυριου.5 és meghasadt az oltár és kiömlött a hamu az oltárról, azon jel szerint, amelyet az Isten embere az Úr parancsára megjövendölt.
6 Και απεκριθη ο βασιλευς και ειπε προς τον ανθρωπον του Θεου, Δεηθητι, παρακαλω, Κυριου του Θεου σου και προσευχηθητι υπερ εμου, δια να επιστρεψη η χειρ μου προς εμε. Και εδεηθη ο ανθρωπος του Θεου προς τον Κυριον, και επεστρεψεν η χειρ του βασιλεως προς αυτον και αποκατεσταθη ως το προτερον.6 Azt mondta ekkor a király az Isten emberének: »Könyörögj az Úrhoz, a te Istenedhez, s imádkozz értem, hogy helyreálljon kezem.« Imádkozott erre az Isten embere az Úrhoz, s a király keze visszatért hozzá, s olyan lett, mint azelőtt volt.
7 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον ανθρωπον του Θεου, Εισελθε μετ' εμου εις τον οικον και λαβε τροφην, και θελω σοι δωσει δωρα.7 Szólt ekkor a király az Isten emberéhez: »Gyere haza velem, s egyél, s megajándékozlak téged.«
8 Αλλ' ο ανθρωπος του Θεου ειπε προς τον βασιλεα, Το ημισυ του οικου σου αν μοι δωσης, δεν θελω εισελθει μετα σου? ουδε θελω φαγει αρτον ουδε θελω πιει υδωρ εν τω τοπω τουτω?8 Az Isten embere erre azt felelte a királynak: »Ha házad felét adod is nekem, akkor sem megyek el veled, s nem eszem kenyeret, s nem iszom vizet ezen a helyen:
9 διοτι ουτως ειναι προστεταγμενον εις εμε δια του λογου του Κυριου, λεγοντος, Μη φαγης αρτον και μη πιης υδωρ και μη επιστρεψης δια της οδου, δια της οποιας ηλθες.9 mert így hagyta meg nekem az Úr szava, aki azt parancsolta: ‘Ne egyél kenyeret, s ne igyál vizet, s ne azon az úton térj vissza, amelyiken jöttél.’«
10 Και ανεχωρησε δι' αλλης οδου και δεν επεστρεψε δια της οδου, δια της οποιας ηλθεν εις Βαιθηλ.10 Más úton ment el tehát, s nem azon az úton tért vissza, amelyiken Bételbe ment.
11 Κατωκει δε εν Βαιθηλ γερων τις προφητης? και ηλθον οι υιοι αυτου και διηγηθησαν προς αυτον παντα τα εργα, τα οποια εκαμεν ο ανθρωπος του Θεου την ημεραν εκεινην εν Βαιθηλ? διηγηθησαν δε προς τον πατερα αυτων και τους λογους, τους οποιους ελαλησε προς τον βασιλεα.11 Lakott azonban Bételben egy öreg próféta. Ehhez elmentek fiai, s elbeszélték neki mindazokat a cselekedeteket, amelyiket az Isten embere azon a napon Bételben művelt, s elbeszélték apjuknak a szavakat, amelyeket a királynak mondott.
12 Και ειπε προς αυτους ο πατηρ αυτων, Δια τινος οδου ανεχωρησεν; ειχον δε ιδει οι υιοι αυτου δια τινος οδου ανεχωρησεν ο ανθρωπος του Θεου ο ελθων εξ Ιουδα.12 Azt mondta ekkor nekik apjuk: »Melyik úton ment el?« Megmutatták neki fiai az utat, amelyen elment Istennek az az embere, aki Júdából jött.
13 Και ειπε προς τους υιους αυτου, Ετοιμασατε μοι την ονον. Και ητοιμασαν εις αυτον την ονον? και εκαθησεν επ' αυτην,13 Azt mondta erre fiainak: »Nyergeljétek meg nekem a szamarat.« Miután azok megnyergelték, ráült,
14 και υπηγε κατοπιν του ανθρωπου του Θεου και ευρηκεν αυτον καθημενον υπο δρυν? και ειπε προς αυτον, συ εισαι ο ανθρωπος του Θεου ο ελθων εξ Ιουδα; Ο δε ειπεν, Εγω.14 s elment az Isten embere után. Meg is találta, amint éppen a terebintfa alatt üldögélt és azt mondta neki: »Te vagy-e Istennek az az embere, aki Júdából jöttél?« Az azt felelte: »Én.«
15 Και ειπε προς αυτον, Ελθε μετ' εμου εις την οικιαν και φαγε αρτον.15 Azt mondta erre neki: »Gyere velem haza, s egyél kenyeret.«
16 Ο δε ειπε, Δεν δυναμαι να επιστρεψω μετα σου ουδε να ελθω μετα σου? ουδε θελω φαγει αρτον ουδε θελω πιει υδωρ μετα σου εν τω τοπω τουτω?16 Az ezt mondta: »Nem térhetek vissza, s nem mehetek el veled, s nem eszem kenyeret, s nem iszom vizet ezen a helyen,
17 διοτι ελαληθη προς εμε δια του λογου του Κυριου, Μη φαγης αρτον μηδε πιης υδωρ εκει, μηδε επιστρεψης υπαγων δια της οδου δια της οποιας ηλθες.17 mert meghagyta nekem az Úr az ő szavával: ‘Ne egyél kenyeret, s ne igyál vizet ott, s ne azon az úton térj vissza, amelyiken oda mégy.’«
18 Ειπε δε προς αυτον, Και εγω προφητης ειμαι, καθως συ? και αγγελος ελαλησε προς εμε δια του λογου του Κυριου, λεγων, Επιστρεψον αυτον μετα σου εις την οικιαν σου, δια να φαγη αρτον και να πιη υδωρ. Εψευσθη δε προς αυτον.18 Ő azt mondta neki: »Magam is próféta vagyok, éppen úgy, mint te, s egy angyal az Úr parancsából meghagyta nekem, s azt mondta: ‘Vidd vissza őt magaddal házadba, hogy egyen kenyeret és igyon vizet.’« Rászedte őt,
19 Και επεστρεψε μετ' αυτου και εφαγεν αρτον εν τω οικω αυτου και επιεν υδωρ.19 s visszavitte magával: evett tehát kenyeret és ivott vizet házában.
20 Και ενω εκαθηντο εις την τραπεζαν, ηλθεν ο λογος του Κυριου προς τον προφητην τον επιστρεψαντα αυτον?20 Miközben azonban az asztalnál ültek, az Úr szózatot intézett ahhoz a prófétához, aki őt visszavitte.
21 και εφωνησε προς τον ανθρωπον του Θεου τον ελθοντα εξ Ιουδα, λεγων, Ουτω λεγει Κυριος. Επειδη παρηκουσας της φωνης του Κυριου και δεν εφυλαξας την εντολην, την οποιαν Κυριος ο Θεος σου προσεταξεν εις σε,21 Erre ő rákiáltott Istennek arra az emberére, aki Júdából jött: »Ezt üzeni az Úr: Mivel nem engedelmeskedtél az Úr szájának, s nem tartottad meg azt a parancsot, amelyet az Úr, a te Istened neked meghagyott,
22 αλλ' επεστρεψας και εφαγες αρτον και επιες υδωρ εν τω τοπω, περι του οποιου ειπε προς σε, Μη φαγης αρτον μηδε πιης υδωρ? το σωμα σου δεν θελει εισελθει εις τον ταφον των πατερων σου.22 s visszatértél, s ettél kenyeret és ittál vizet azon a helyen, amely felől megparancsoltam neked, hogy ott ne egyél kenyeret, s ne igyál vizet: nem kerül tetemed atyáid sírjába.«
23 Και αφου εφαγεν αρτον και αφου επιεν, ητοιμασεν εκεινος την ονον εις αυτον, εις τον προφητην τον οποιον επεστρεψε.23 Amikor aztán evett és ivott, megnyergeltette szamarát a próféta számára, akit visszahozott.
24 Και ανεχωρησεν? ευρε δε αυτον λεων καθ' οδον και εθανατωσεν αυτον? και το σωμα αυτου ητο ερριμμενον εν τη οδω? η δε ονος ιστατο πλησιον αυτου και ο λεων ιστατο πλησιον του σωματος.24 Miután az elment, az úton rátalált egy oroszlán, s megölte; teste ott hevert az úton, s mellette állt a szamár, s a holttest mellett állt az oroszlán is.
25 Και ιδου, ανδρες διαβαινοντες ειδον το σωμα ερριμμενον εν τη οδω και τον λεοντα ισταμενον πλησιον του σωματος? και ελθοντες απηγγειλαν τουτο εν τη πολει, οπου κατωκει ο προφητης ο γερων.25 Éppen akkor emberek mentek arrafelé, s meglátták az úton heverő holttestet s a holttest mellett álló oroszlánt és elmentek, s elbeszélték a városban, amelyben az az öreg próféta lakott.
26 Και οτε ηκουσεν ο προφητης ο επιστρεψας αυτον εκ της οδου, ειπεν, Ουτος ειναι ο ανθρωπος του Θεου, οστις παρηκουσε της φωνης του Κυριου? δια τουτο παρεδωκεν αυτον ο Κυριος εις τον λεοντα, και διεσπαραξεν αυτον και εθανατωσεν αυτον, κατα τον λογον του Κυριου, τον οποιον ελαλησε προς αυτον.26 Amikor meghallotta ezt az a próféta, aki visszatérítette őt az útról, így szólt: »Istennek az az embere az, aki nem engedelmeskedett az Úr szájának: az Úr kiszolgáltatta az oroszlánnak, s az összetörte, s megölte az Úrnak azon szava szerint, amelyet hozzá intézett.«
27 Και ελαλησε προς τους υιους αυτου, λεγων, Στρωσατε εις εμε την ονον. Και εστρωσαν.27 Majd azt mondta fiainak: »Nyergeljétek meg nekem a szamarat.« Miután azok megnyergelték,
28 Και υπηγε και ευρηκε το σωμα αυτου ερριμμενον εν τη οδω, και την ονον και τον λεοντα ισταμενους πλησιον του σωματος? ο λεων δεν εφαγε το σωμα ουδε διεσπαραξε την ονον.28 ő elment, s megtalálta az úton heverő holttestet s a holttest mellett álló szamarat és oroszlánt; az oroszlán nem evett a holttestből, s nem bántotta a szamarat sem.
29 Και εσηκωσεν ο προφητης το σωμα του ανθρωπου του Θεου, και επεθεσεν αυτο επι την ονον, και ανεφερεν αυτον? και ηλθεν εις την πολιν ο προφητης ο γερων, δια να πενθηση και να θαψη αυτον.29 Erre a próféta felvette Isten emberének holttestét, feltette a szamárra és visszatért, s bevitte az öreg próféta városába, hogy elsirassa.
30 Και εθεσε το σωμα αυτου εν τω ταφω αυτου? και επενθησαν επ' αυτον, λεγοντες, Φευ αδελφε μου30 Le is tette holttestét a saját sírjába és elsiratták: »Jaj, jaj, testvérem!«
31 Και αφου εθαψεν αυτον, ελαλησε προς τους υιους αυτου, λεγων, Αφου αποθανω, θαψατε και εμε εν τω ταφω, οπου εταφη ο ανθρωπος του Θεου? θεσατε τα οστα μου πλησιον των οστεων αυτου?31 Amikor aztán elsiratták, azt mondta fiainak: »Ha majd meghalok, temessetek abba a sírba, amelybe az Isten emberét temették; az ő csontjai mellé tegyétek csontjaimat,
32 διοτι θελει εξαπαντος εκτελεσθη το πραγμα, το οποιον εφωνησε δια του λογου του Κυριου κατα του θυσιαστηριου εν Βαιθηλ και κατα παντων των οικων των υψηλων τοπων, οιτινες ειναι εις τας πολεις της Σαμαρειας.32 mert bizonnyal be fog következni az a dolog, amelyet az Úr parancsára a bételi oltár ellen s a Szamaria városaiban levő valamennyi magaslati templom ellen jövendölt.«
33 Μετα το πραγμα τουτο δεν επεστρεψεν ο Ιεροβοαμ εκ της οδου αυτου της κακης, αλλ' εκαμε παλιν εκ των εσχατων του λαου ιερεις των υψηλων τοπων? οστις ηθελε, καθιερονεν αυτον, και εγινετο ιερευς των υψηλων τοπων.33 Jeroboám azonban ezen dolgok után sem fordult vissza nagyon gonosz útjáról, sőt ellenkezőleg, papokat rendelt a magaslatokra a köznépből: aki csak akarta, felavattatta kezét, s a magaslatok papjává lett.
34 Και εγεινε το πραγμα τουτο αιτια αμαρτιας εις τον οικον του Ιεροβοαμ, ωστε να εξολοθρευση και να αφανιση αυτον απο προσωπου της γης.34 Ez lett az oka annak, hogy Jeroboám háza vétket vont magára, s összedűlt és elpusztult a föld színéről.