Scrutatio

Martedi, 28 maggio 2024 - Santi Emilio, Felice, Priamo e Feliciano ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β´ - 2 Samuele - Kings II 17


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Και ο Αχιτοφελ ειπε προς τον Αβεσσαλωμ, Ας εκλεξω τωρα δωδεκα χιλιαδας ανδρων και σηκωθεις, ας καταδιωξω οπισω του Δαβιδ την νυκτα?1 Majd azt mondta Ahitófel Absalomnak: »Kiválasztok magamnak tizenkétezer embert és felkerekedem és még ez éjjel üldözőbe veszem Dávidot,
2 και θελω επελθει κατ' αυτου, ενω ειναι αποκαμωμενος και εκλελυμενος τας χειρας, και θελω κατατρομαξει αυτον? και πας ο λαος ο μετ' αυτου θελει φυγει, και θελω παταξει τον βασιλεα μεμονωμενον?2 és rárontok (ő bizonnyal fáradt s erőtlen kezű), s megverem, s ha megfutamodott az egész nép, amely vele van, megölöm a magára maradt királyt,
3 και θελω επιστρεψει παντα τον λαον προς σε? διοτι ο ανηρ, τον οποιον συ ζητεις, ειναι ως εαν παντες επεστρεφον? πας δε ο λαος θελει εισθαι εν ειρηνη.3 s úgy visszatérítem az egész népet, mint ahogy egy ember szokott visszatérni – hiszen te csak egy embert üldözöl –, s akkor az egész nép békességben lesz.«
4 Και ηρεσεν ο λογος εις τον Αβεσσαλωμ και εις παντας τους πρεσβυτερους του Ισραηλ.4 Beszéde tetszett is Absalomnak s Izrael valamennyi vénének.
5 Τοτε ειπεν ο Αβεσσαλωμ, Καλεσον τωρα και Χουσαι τον Αρχιτην, και ας ακουσωμεν τι λεγει και αυτος.5 Ekkor Absalom azt mondta: »Hívjátok ide az aráki Húszájt, őt is hallgassuk meg, mit mond!«
6 Και οτε εισηλθεν ο Χουσαι προς τον Αβεσσαλωμ, ειπε προς αυτον ο Αβεσσαλωμ, λεγων, Ο Αχιτοφελ ελαλησε κατα τουτον τον τροπον? πρεπει να καμωμεν κατα τον λογον αυτου η ουχι; λαλησον συ.6 Amikor aztán Húszáj eljött Absalomhoz, azt mondta neki Absalom: »Ezt és ezt mondta Ahitófel. Megtegyük-e vagy sem, mit tanácsolsz?«
7 Και ειπεν ο Χουσαι προς τον Αβεσσαλωμ, Δεν ειναι καλη η συμβουλη, την οποιαν εδωκεν ο Αχιτοφελ ταυτην την φοραν.7 Azt mondta erre Húszáj: »Nem jó tanács az, amelyet Ahitófel ezúttal adott.«
8 Και ειπεν ο Χουσαι, συ εξευρεις τον πατερα σου και τους ανδρας αυτου, οτι ειναι δυνατοι και καταπικροι την ψυχην, ως αρκτος στερηθεισα των τεκνων αυτης εν τη πεδιαδι και ο πατηρ σου ειναι ανηρ πολεμιστης και δεν θελει μεινει την νυκτα μετα του λαου?8 Majd folytatta Húszáj: »Te tudod, hogy apád s a vele levő emberek igen vitézek, s olyan elkeseredett szívűek, mint a nőstény medve, amikor kölykei elrablása miatt dühöng az erdőn. Apád azonban harcban jártas ember, s nem fog vesztegelni a néppel.
9 ιδου, τωρα ειναι κεκρυμμενος εν λακκω τινι η εν αλλω τινι τοπω? και εαν πεσωσι τινες εξ αυτων εις την αρχην, πας οστις ακουση θελει ειπει, θραυσις εγεινεν εις τον λαον, τον ακολουθουντα τον Αβεσσαλωμ?9 Hátha éppen a barlangokban lappang, vagy valamely más helyen, ahol éppen akar, s ha mindjárt kezdetben elesnek egy páran embereink közül, meghallja, aki meghallja, s azt fogja mondani: ‘Vereség érte azt a népet, amely Absalomot követte,’
10 τοτε και ο ανδρειος, του οποιου η καρδια ειναι ως η καρδια του λεοντος, θελει πανταπασι νεκρωθη? διοτι πας ο Ισραηλ εξευρει, οτι ο πατηρ σου ειναι δυνατος? και οι μετ' αυτου, ανδρες δυναμεως?10 s akkor a félelem csüggedtté teszi még a legvitézebb embert is, akinek szíve olyan, mint az oroszláné: mert Izrael egész népe tudja, hogy apád vitéz és bátrak mindazok, akik vele vannak.
11 δια ταυτα εγω συμβουλευω να συναχθη προς σε πας ο Ισραηλ, απο Δαν εως Βηρ-σαβεε, ως η αμμος η παρα την θαλασσαν κατα το πληθος, και να υπαγης προσωπικως να πολεμησης?11 Én azért ezt tartom helyes tanácsnak: Gyűljön hozzád egész Izrael, Dántól Beersebáig, olyan nagy számban, mint a tenger fövenye és te magad állj közéjük.
12 ουτω θελομεν επελθει κατ' αυτου εις οντινα τοπον ευρεθη, και θελομεν πεσει επ' αυτον ως πιπτει η δροσος επι την γην? ωστε εξ αυτου και εκ παντων των ανθρωπων των μετ' αυτου δεν θελει μεινει ουδε εις?12 Aztán üssünk rajta azon a helyen, ahol éppen található lesz, és lepjük el, mint ahogy a harmat szokta ellepni a földet, s ne hagyjunk meg azokból az emberekből, akik vele vannak, egyetlenegyet se.
13 εαν δε καταφυγη εις πολιν τινα, τοτε πας ο Ισραηλ θελει φερει κατα της πολεως εκεινης σχοινια, και θελομεν συρει αυτην εως του χειμαρρου, ωστε να μη μεινη εκει ουδε λιθαριον.13 Ha pedig valamely városba húzódik, akkor vegye körül egész Izrael azt a várost kötelekkel, s húzzuk be a patakba, úgy hogy még egy kavicsot se lehessen találni belőle.«
14 Και ειπεν ο Αβεσσαλωμ και παντες οι ανδρες Ισραηλ, Καλητερα ειναι η συμβουλη του Χουσαι του Αρχιτου παρα την συμβουλην του Αχιτοφελ. Διοτι ο Κυριος διεταξε να διασκεδαση την καλην συμβουλην του Αχιτοφελ, δια να επιφερη ο Κυριος το κακον επι τον Αβεσσαλωμ.14 Azt mondta erre Absalom és Izrael valamennyi embere: »Jobb az aráki Húszáj tanácsa Ahitófel tanácsánál!« – Ahitófel hasznos tanácsa azonban az Úr rendeléséből hiúsult meg, hogy így az Úr bajt hozzon Absalomra.
15 Και ειπεν ο Χουσαι προς τον Σαδωκ και προς τον Αβιαθαρ, τους ιερεις, Ουτω και ουτω συνεβουλευσεν ο Αχιτοφελ τον Αβεσσαλωμ και τους πρεσβυτερους του Ισραηλ, και ουτω και ουτω συνεβουλευσα εγω?15 Azt mondta ekkor Húszáj Szádoknak és Abjatárnak, a papoknak: »Ezt és ezt tanácsolta Ahitófel Absalomnak és Izrael véneinek, én pedig ezt és ezt a tanácsot adtam.
16 τωρα λοιπον αποστειλατε ταχεως και αναγγειλατε προς τον Δαβιδ, λεγοντες, Μη μεινης την νυκτα ταυτην εν ταις πεδιασι της ερημου, αλλα σπευσον να διαπερασης, δια να μη καταποθη ο βασιλευς και πας ο λαος ο μετ' αυτου.16 Most tehát küldjetek el hamar, s értesítsétek Dávidot, s mondjátok: ‘Ne vesztegelj ezen az éjszakán a puszta mezején, hanem kelj át késedelem nélkül a Jordánon, hogy el ne nyelje a veszedelem a királyt s az egész népet, amely vele van.’«
17 Ο δε Ιωναθαν και ο Αχιμαας ισταντο πλησιον της Εν-ρωγηλ, διοτι δεν ετολμων να φανωσιν οτι εισηρχοντο εις την πολιν? και υπηγε παιδισκη τις και απηγγειλε προς αυτους το πραγμα? οι δε υπηγαν και απηγγειλαν προς τον βασιλεα Δαβιδ.17 Jonatán és Ahimaász a Rógel forrásnál álltak. Odament tehát a szolgáló, s elmondta nekik a dolgot, s ők elindultak, hogy közöljék a hírt Dávid királlyal. Ők ugyanis nem mutatkozhattak, s nem mehettek be a városba.
18 Νεος τις δε ιδων αυτους, απηγγειλε προς τον Αβεσσαλωμ? πλην και οι δυο υπηγαν ταχεως και εισηλθον εις την οικιαν τινος εν Βαουρειμ, οστις ειχε φρεαρ εν τη αυλη αυτου, και κατεβησαν εκει.18 Ám egy legény meglátta őket, s értesítette Absalomot. Erre ők meggyorsították járásukat, s Bahurimban bementek egy ember házába. Ennek volt az udvarán egy kútja, s ők abba leszálltak,
19 Και η γυνη λαβουσα καλυμμα εξηπλωσεν επι το στομιον του φρεατος, και εχυσεν επ' αυτο κοπανισμενον σιτον? ωστε δεν εγνωσθη το πραγμα.19 az asszony pedig vett egy takarót, s ráterítette a kút szájára, mintha darált árpát szárítana, s így nem lehetett észrevenni semmit sem.
20 Και ελθοντες οι δουλοι του Αβεσσαλωμ εις την οικιαν προς την γυναικα, ειπον, Που ειναι ο Αχιμαας και ο Ιωναθαν; Η δε γυνη ειπε προς αυτους, Διεβησαν το ρυακιον του υδατος. Και αφου εζητησαν και δεν ευρηκαν αυτους, επεστρεψαν εις Ιερουσαλημ.20 Amikor aztán Absalom szolgái bementek a házba, s azt mondták az asszonynak: »Hol van Ahimaász és Jonatán?« Az asszony azt felelte: »Sietve átkeltek, éppen csak egy kis vizet ittak.« Erre azok, akik keresték őket, mivel nem találták, visszatértek Jeruzsálembe.
21 Αφου δε εκεινοι ανεχωρησαν, ανεβησαν εκ του φρεατος και υπηγαν και απηγγειλαν προς τον βασιλεα Δαβιδ και ειπον προς τον Δαβιδ, Σηκωθητε και περασατε ταχεως το υδωρ? διοτι ουτω συνεβουλευσεν εναντιον σας ο Αχιτοφελ.21 Amikor aztán elmentek, ők feljöttek a kútból. Elmentek, és jelentették Dávid királynak: »Induljatok el és keljetek át gyorsan a folyón, mert ezt és ezt tanácsolta ellenetek Ahitófel.«
22 Τοτε εσηκωθη ο Δαβιδ και πας ο λαος ο μετ' αυτου και διεβησαν τον Ιορδανην? μεχρι του χαραγματος της ημερας δεν ελειψεν ουδε εις εξ αυτων, οστις δεν διεβη τον Ιορδανην.22 Felkerekedett erre Dávid s az egész vele levő nép, s mire megvirradt, átkeltek a Jordánon, és senki sem maradt, aki át nem kelt volna a folyón.
23 Ο δε Αχιτοφελ, ιδων οτι η συμβουλη αυτου δεν εξετελεσθη, εσαμαρωσε τον ονον αυτου και σηκωθεις, ανεχωρησε προς τον οικον αυτου, εις την πολιν αυτου? και αφου διεταξε τα του οικου αυτου, εκρεμασθη και απεθανε και εταφη εν τω ταφω του πατρος αυτου.23 Amikor aztán Ahitófel látta, hogy nem hajtották végre tanácsát, megnyergelte szamarát, felkerekedett, hazament városába, intézkedett háza felől és felakasztotta magát. Meg is halt és eltemették apja sírjába.
24 Και ο Δαβιδ ηλθεν εις Μαχαναιμ? ο δε Αβεσσαλωμ διεβη τον Ιορδανην, αυτος και παντες οι ανδρες Ισραηλ μετ' αυτου.24 Dávid Mahanaimba ment. Erre Absalom s vele Izraelnek minden embere is átkelt a Jordánon.
25 Και κατεστησεν ο Αβεσσαλωμ αρχιστρατηγον τον Αμασα αντι του Ιωαβ. Ητο δε ο Αμασα υιος ανδρος ονομαζομενου Ιθρα, Ισραηλιτου, οστις εισηλθε προς την Αβιγαιαν, θυγατερα του Ναας, αδελφην Σερουιας, της μητρος του Ιωαβ.25 Absalom Amászát tette meg Joáb helyett a sereg vezérévé. Amásza egy jezreeli Jetra nevű embernek volt a fia, aki Abigailhoz, Naás lányához, Szárujának, Joáb anyjának a nővéréhez ment be.
26 Και εστρατοπεδευσαν ο Ισραηλ και ο Αβεσσαλωμ εν γη Γαλααδ.26 Izrael Absalommal Gileád földjén ütött tábort.
27 Οτε δε ηλθεν ο Δαβιδ εις Μαχαναιμ, Σωβει, ο υιος του Ναας απο Ραββα εκ των υιων Αμμων, και Μαχειρ, ο υιος του Αμμηλ απο Λο-δεβαρ, και Βαρζελλαι ο Γαλααδιτης απο Ρωγελλιμ,27 Amikor aztán Dávid Mahanaimba jutott, Sóbi, az Ammon fiainak Rabbátjából való Naás fia, továbbá Mákir, a Lodabárból való Ammiel fia, meg a Rógelimből való gileádi Barzilláj
28 εφεραν κλινας και λεκανας και σκευη πηλινα και σιτον και κριθην και αλευρον και σιτον πεφρυγανισμενον και κυαμους και φακην και οσπρια πεφρυγανισμενα,28 hoztak neki ágyneműt, szőnyeget, cserépedényt, búzát, árpát, lisztet, árpadarát, babot, lencsét, pörkölt borsót,
29 και μελι και βουτυρον και προβατα και τυρους βοος προς τον Δαβιδ και προς τον λαον τον μετ' αυτου, δια να φαγωσι διοτι ειπον, Ο λαος ειναι πεινασμενος και εκλελυμενος και διψασμενος εν τη ερημω.29 mézet, vajat, juhot és hízott marhát és odaadták Dávidnak s a vele levő népnek eleségül, mert gyanították, hogy éhség és szomjúság gyötri a népet a pusztában.