Scrutatio

Sabato, 18 maggio 2024 - San Giovanni I papa ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β´ - 2 Samuele - Kings II 1


font
GREEK BIBLELA SACRA BIBBIA
1 Μετα δε τον θανατον του Σαουλ, αφου επεστρεψεν ο Δαβιδ απο της σφαγης των Αμαληκιτων, εκαθησεν ο Δαβιδ εν Σικλαγ δυο ημερας?1 Dopo la morte di Saul, Davide ritornò dalla strage di Amalek e rimase a Ziklàg due giorni.
2 την δε τριτην ημεραν, ιδου, ηλθεν ανθρωπος εκ του στρατοπεδου απο πλησιον του Σαουλ, εχων διεσχισμενα τα ιματια αυτου και χωμα επι της κεφαλης αυτου? και καθως εισηλθε προς τον Δαβιδ, επεσεν εις την γην και προσεκυνησε.2 Al terzo giorno, ecco arrivare un uomo dall'accampamento di Saul, con le vesti stracciate e con la testa cosparsa di terra. Giunto presso Davide, cadde a terra facendo prostrazioni.
3 Και ειπε προς αυτον ο Δαβιδ, Ποθεν ερχεσαι; Ο δε ειπε προς αυτον, Εγω εκ του στρατοπεδου του Ισραηλ διεσωθην.3 Davide gli domandò: "Da dove vieni?". Gli rispose: "Mi sono messo in salvo dall'accampamento d'Israele".
4 Και ειπε προς αυτον ο Δαβιδ, Τι συνεβη; ειπε μοι, παρακαλω. Και απεκριθη, Οτι εφυγεν ο λαος εκ της μαχης, και πολλοι μαλιστα εκ του λαου επεσον και απεθανον? απεθανον δε και Σαουλ και Ιωναθαν ο υιος αυτου.4 E Davide gli domandò: "Come è andata la cosa? Su, raccontami!". Riferì che il popolo era fuggito dalla battaglia, che molti del popolo erano caduti ed erano morti; perfino Saul e suo figlio Gionata erano morti.
5 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον νεον τον απαγγελλοντα προς αυτον, Πως εξευρεις οτι απεθανεν ο Σαουλ, και Ιωναθαν ο υιος αυτου;5 Davide domandò al giovane che l'informava: "Come hai saputo che Saul e suo figlio Gionata sono morti?".
6 Και ειπεν ο νεος ο απαγγελλων προς αυτον, Ευρεθην κατα τυχην εν τω ορει Γελβουε, και ιδου, ο Σαουλ ητο κεκλιμενος επι του δορατος αυτου, και ιδου, αι αμαξαι και οι ιππεις κατεφθανον αυτον.6 Rispose il giovane che gli dava notizie: "Capitai per caso sul monte Gelboe, ed ecco, Saul era appoggiato alla sua lancia: già carri e cavalieri gli erano addosso.
7 και οτε εβλεψεν εις τα οπισω αυτου, με ειδε και με εκαλεσε? και απεκριθην, Ιδου, εγω.7 Allora, voltatosi, mi vide e mi chiamò; io risposi: "Eccomi!".
8 Και ειπε προς εμε, Ποιος εισαι; Και απεκριθην προς αυτον, Ειμαι Αμαληκιτης.8 Mi domandò: "Chi sei?". Gli risposi: "Sono un amalecita".
9 Παλιν ειπε προς εμε, Στηθι επανω μου, παρακαλω, και θανατωσον με? διοτι σκοτοδινιασις με κατελαβεν, επειδη η ζωη μου ειναι ετι ολη εν εμοι.9 Mi disse: "Ti prego, vienimi addosso e uccidimi, perché sono preso da angosce, benché la mia vita sia tuttora in me".
10 Εσταθην λοιπον επ' αυτον και εθανατωσα αυτον? επειδη ημην βεβαιος οτι δεν ηδυνατο να ζηση αφου επεσε? και ελαβον το διαδημα το επι της κεφαλης αυτου και το βραχιολιον το εν τω βραχιονι αυτου, και εφερα αυτα ενταυθα προς τον κυριον μου.10 Allora mi gettai su di lui e lo uccisi, poiché capivo che non sarebbe sopravvissuto alla sua caduta. Poi presi il diadema che portava in capo e il bracciale che aveva al braccio e li ho portati qui al mio signore".
11 Τοτε πιασας ο Δαβιδ τα ιματια αυτου, διεσχισεν αυτα? και παντες ομοιως οι ανδρες οι μετ' αυτου.11 Davide afferrò le proprie vesti e le stracciò; così fecero anche tutti gli uomini che erano con lui.
12 Και επενθησαν και εκλαυσαν και ενηστευσαν εως εσπερας δια τον Σαουλ και δια Ιωναθαν τον υιον αυτου και δια τον λαον του Κυριου και δια τον οικον του Ισραηλ, διοτι επεσον δια ρομφαιας.12 Fecero cordoglio, piansero e digiunarono fino a sera su Saul e su Gionata suo figlio, sul popolo del Signore e sulla casa d'Israele, perché erano caduti di spada.
13 Ειπε δε ο Δαβιδ προς τον νεον, τον απαγγελλοντα προς αυτον, Ποθεν εισαι; Και απεκριθη, Ειμαι υιος παροικου τινος Αμαληκιτου.13 Poi Davide domandò al giovane che l'informava: "Di dove sei?". Rispose: "Sono figlio di uno straniero amalecita".
14 Και ειπε προς αυτον ο Δαβιδ, Πως δεν εφοβηθης να επιβαλης την χειρα σου δια να θανατωσης τον κεχρισμενον του Κυριου;14 Davide gli disse: "Come mai non hai avuto timore di stendere la tua mano per uccidere il consacrato del Signore?".
15 Και εκαλεσεν ο Δαβιδ ενα εκ των νεων και ειπε, Πλησιασον, πεσον επ' αυτον. Και επαταξεν αυτον, και απεθανε.15 Davide chiamò uno dei giovani e disse: "Avvicinati, colpiscilo!". Lo colpì e quello morì.
16 Και ειπε προς αυτον ο Δαβιδ, Το αιμα σου επι της κεφαλης σου? διοτι το στομα σου εμαρτυρησεν εναντιον σου, λεγων, Εγω εθανατωσα τον κεχρισμενον του Κυριου.16 Davide gli disse: "Il tuo sangue ricada sul tuo capo, poiché la tua stessa bocca ha testimoniato contro di te dicendo: "Io ho ucciso il consacrato del Signore".
17 Και εθρηνησεν ο Δαβιδ τον θρηνον τουτον επι τον Σαουλ και επι Ιωναθαν τον υιον αυτου?17 Davide allora intonò questa elegia su Saul e su Gionata, suo figlio,
18 και παρηγγειλε να διδαξωσι τους υιους Ιουδα τουτο το ασμα του τοξου? ιδου, ειναι γεγραμμενον εν τω βιβλιω του Ιασηρ.18 e ordinò di insegnarla ai figli di Giuda. Ecco è scritta nel Libro del Giusto.
19 Ω δοξα του Ισραηλ, επι τους υψηλους τοπους σου κατηκοντισμενη. Πως επεσον οι δυνατοι.19 "Sui tuoi colli, o Israele, il tuo vanto è stato trafitto! Come sono caduti i prodi?
20 Μη αναγγειλητε εις την Γαθ, μη διακηρυξητε εις τας πλατειας της Ασκαλωνος, μηποτε χαρωσιν αι θυγατερες των Φιλισταιων, μηποτε αγαλλιασωνται αι θυγατερες των απεριτμητων?20 Non l'annunziate a Gat, non date la notizia per le vie di Ascalon, perché non gioiscano le figlie dei Filistei, non esultino le figlie degli incirconcisi.
21 Ορη τα εν Γελβουε, Ας μη ηναι δροσος μηδε βροχη εφ' υμας, μηδε αγροι διδοντες απαρχας? διοτι εκει απερριφθη η ασπις των ισχυρων, Η ασπις του Σαουλ, ως να μη εχρισθη δι' ελαιου.21 O monti di Gelboe, né rugiada né pioggia su di voi, né campi di primizie, poiché lì è stato profanato lo scudo dei prodi, lo scudo di Saul mai unto con olio,
22 Απο του αιματος των πεφονευμενων, απο του στεατος των ισχυρων, το τοξον του Ιωναθαν δεν εστρεφετο οπισω, και η ρομφαια του Σαουλ δεν επεστρεφε κενη.22 ma dal sangue dei trafitti, dal grasso dei prodi. L'arco di Gionata non si ritrasse mai e la spada di Saul non ritornava a vuoto.
23 Σαουλ και Ιωναθαν ησαν οι ηγαπημενοι και ερασμιοι εν τη ζωη αυτων, και εν τω θανατω αυτων δεν εχωρισθησαν? ησαν ελαφροτεροι αετων, δυνατωτεροι λεοντων.23 Saul e Gionata, amabili e deliziosi, né in vita né in morte furono separati. Erano più veloci delle aquile, più arditi dei leoni.
24 Θυγατερες Ισραηλ, κλαυσατε επι τον Σαουλ τον ενδυοντα υμας κοκκινα μετα καλλωπισμων, τον επιβαλλοντα στολισμους χρυσους επι τα ενδυματα υμων.24 Figlie d'Israele, piangete su Saul, che vi rivestiva di scarlatto con delizie, che ornava di gioielli d'oro le vostre vesti.
25 Πως επεσον οι δυνατοι εν μεσω της μαχης? Ιωναθαν, επι τους υψηλους τοπους σου τετραυματισμενε.25 Come sono caduti i prodi in mezzo alla battaglia? Gionata sui tuoi colli è stato trafitto!
26 Περιλυπος ειμαι δια σε, αδελφε μου Ιωναθαν? προσφιλεστατος εσταθης εις εμε? η προς εμε αγαπη σου ητο εξαισιος. Υπερεβαινε την αγαπην των γυναικων.26 Una gran pena ho per te, fratello mio Gionata, mi eri tanto caro! Era meraviglioso per me il tuo amore più dell'amore delle donne!
27 Πως επεσον οι δυνατοι, και απωλεσθησαν τα οπλα του πολεμου.27 Come sono caduti i prodi, e sono perite quelle forze bellicose?".