Scrutatio

Sabato, 1 giugno 2024 - San Giustino ( Letture di oggi)

ΓΕΝΕΣΙΣ - Genesi - Genesis 26


font
GREEK BIBLEBIBBIA VOLGARE
1 Εγεινε δε πεινα εν τη γη, εκτος της προτερας πεινης, της γενομενης επι των ημερων του Αβρααμ. Και υπηγεν ο Ισαακ προς τον Αβιμελεχ, βασιλεα των Φιλισταιων, εις Γεραρα.1 Fatta si è la fame sopra la terra, dopo quella sterilità ch' era venuta ne'dì d'Abraam. Andò Isaac ad Abimelec, re de' Palestini, in Gerara.
2 Εφανη δε εις αυτον ο Κυριος και ειπε, Μη καταβης εις Αιγυπτον? κατοικησον εν τη γη την οποιαν θελω σοι ειπει?2 E apparì lui lo Signore, e disse: non andare in Egitto, ma ripòsati nella terra la quale io ti dirò.
3 παροικει εν τη γη ταυτη, και εγω θελω εισθαι μετα σου, και θελω σε ευλογησει διοτι εις σε και εις το σπερμα σου θελω δωσει παντας τους τοπους τουτους? και θελω εκπληρωσει τον ορκον, τον οποιον ωμοσα προς Αβρααμ τον πατερα σου?3 E pellegrina in quella, ed io sarò teco e be nedicerò a te. In verità a te e al seme tuo darò tutte queste generazioni, e compieroe lo giuramento ch' io promisi ad Abraam tuo padre.
4 και θελω πληθυνει το σπερμα σου ως τα αστρα του ουρανου, και θελω δωσει εις το σπερμα σου παντας τους τοπους τουτους, και θελουσιν ευλογηθη εν τω σπερματι σου παντα τα εθνη της γης?4 E moltiplicherò lo seme tuo siccome le stelle del cielo; e darò a quelli che esciranno di te, drieto a te, queste generazioni; e saranno benedette nel seme tuo tutte le genti della terra.
5 επειδη ο Αβρααμ υπηκουσεν εις την φωνην μου, και εφυλαξε τα προσταγματα μου, τας εντολας μου, τα διαταγματα μου και τους νομους μου.5 Imperciò che ubbidi Abraam alla voce mia, e obbedì i prieghi e i comandamenti miei, e le cose sacre e le leggi guardoe.
6 Και κατωκησεν ο Ισαακ εν Γεραροις.6 Adunque stette Isaac in Gerara.
7 Ηρωτησαν δε οι ανδρες του τοπου περι της γυναικος αυτου? και ειπεν, Αδελφη μου ειναι? διοτι εφοβηθη να ειπη, Γυνη μου ειναι? λεγων, Μηπως με φονευσωσιν οι ανδρες του τοπου δια την Ρεβεκκαν? επειδη ητο ωραια την οψιν.7 Al quale conciosia cosa che fosse domandato dagli uomini di quello luogo sopra la moglie sua, rispuose: mia sorocchia è. Ed in verità egli temeva di confessare ch' ella fosse accompagnata a lui in matrimonio, reputante che (per la vergogna e con coperta ira) eglino l'uccidessero per la bellezza di lei.
8 Και αφου διετριψεν εκει πολλας ημερας, Αβιμελεχ ο βασιλευς των Φιλισταιων, κυψας απο της θυριδος ειδε, και ιδου, ο Ισαακ επαιζε μετα Ρεβεκκας της γυναικος αυτου.8 Conciosia cosa che trapassassero molti dì, e stesse quivi, ragguardante Abimelec, Re de' Palestini, per una fenestra, vedde lui giacere con Rebecca sua moglie.
9 Εκαλεσε δε ο Αβιμελεχ τον Ισαακ και ειπεν, Ιδου, βεβαιως γυνη σου ειναι αυτη? δια τι λοιπον ειπας, Αδελφη μου ειναι; Και ειπε προς αυτον ο Ισαακ, διοτι ειπον, Μηπως αποθανω εξ αιτιας αυτης.9 E fattolosi venire a se, disse: cosa vera è, che sia la tua moglie; perchè dicesti bugia, ch' ella fosse tua sorocchia? Rispuose: io temetti, acciò ch' io non morissi per lei.
10 Και ειπεν ο Αβιμελεχ, Τι ειναι τουτο, το οποιον εκαμες εις ημας; παρ' ολιγον ηθελε κοιμηθη τις εκ του λαου μετα της γυναικος σου, και ηθελες φερει εφ' ημας ανομιαν.10 E disse Abimelec: perchè imponesti a noi? poteva usare niuno del popolo con la moglie tua; e avevi menato sopra di noi grande peccato. E co mandò ad ogni popolo, dicente:
11 Και προσεταξεν ο Αβιμελεχ εις παντα τον λαον, λεγων, Οστις εγγιση τον ανθρωπον τουτον η την γυναικα αυτου, θελει εξαπαντος θανατωθη.11 Colui che toccherà la moglie di questo uomo, di morte morrà.
12 Εσπειρε δε ο Ισαακ εν τη γη εκεινη και εσυναξε κατ' εκεινον τον χρονον εκατονταπλασια? και ευλογησεν αυτον ο Κυριος.12 Istette adunque Isaac in questa terra, e seminò, e trovoe in quello anno cento doppii; e bene disse lui lo Signore.
13 Και εμεγαλυνετο ο ανθρωπος και επροχωρει αυξανομενος, εωσου εγεινε μεγας σφοδρα?13 E fatto è ricchissimo uomo; e andava facendo pro' molto, e crebbe in tanto, che molto grandissimo fatto è.
14 και απεκτησε προβατα και βοας και δουλους πολλους? εφθονησαν δε αυτον οι Φιλισταιοι.14 Ebbe delle possessioni e delle pecore, ed armenta e molte famiglie. E per queste cose mossi da invidia a lui i Palestini,
15 Και παντα τα φρεατα, τα οποια εσκαψαν οι δουλοι του πατρος αυτου επι των ημερων Αβρααμ του πατρος αυτου, ενεφραξαν ταυτα οι Φιλισταιοι και εγεμισαν αυτα χωμα.15 tutti i pozzi ch’aveano cavato i servi d'Abraam, padre suo, in quello tempo guastarono implendoli di terra,
16 Και ειπεν ο Αβιμελεχ προς τον Ισαακ, Απελθε αφ' ημων, διοτι εγεινες δυνατωτερος ημων σφοδρα.16 intanto ch' egli medesimo Abimelec disse ad Isaac: partiti da noi, imperciò che tu sei fatto molto più potente di noi.
17 Και απηλθεν εκειθεν ο Ισαακ και εστησε την σκηνην αυτου εν τη κοιλαδι των Γεραρων και κατωκησεν εκει.17 Ed egli, dipartentesi acciò che venisse al torrente Gerara ed abitasse quivi,
18 Και ηνοιξε παλιν ο Ισαακ τα φρεατα του υδατος, τα οποια εσκαψαν επι των ημερων Αβρααμ του πατρος αυτου, οι δε Φιλισταιοι ενεφραξαν αυτα μετα τον θανατον του Αβρααμ? και ωνομασεν αυτα κατα τα ονοματα, με τα οποια ο πατηρ αυτου ειχεν ονομασει αυτα.18 un'altra volta cavò altri pozzi i quali aveano cavati i servi del padre suo Abraam, i quali, esso morto, aveano guasti i Filistei; e chiamò loro per quelli medesimi nomi, per li quali innanzi lo padre gli avea chiamati.
19 Και εσκαψαν οι δουλοι του Ισαακ εν τη κοιλαδι και ευρηκαν εκει φρεαρ υδατος ζωντος.19 E cavarono nel torrente, e trovarono l'acqua viva.
20 Ελογομαχησαν δε οι ποιμενες των Γεραρων μετα των ποιμενων του Ισαακ, λεγοντες, Ιδικον μας ειναι το υδωρ? και ωνομασε το φρεαρ Εσεκ? διοτι εφιλονεικησαν μετ' αυτου.20 Ma quivi fu contenzione tra i pastori di Gerara contro i pastori d'Isaac, dicendo: nostra è l'acqua. Per la quale cosa lo nome del pozzo, per quello che n'era intervenuto, chiamò CALUNNIA.
21 Και εσκαψαν αλλο φρεαρ και ελογομαχησαν και περι αυτου? δια τουτο ωνομασεν αυτο Σιτνα.21 E cavàronne un altro; e per quello in verità si sono azzuffati, e chiamò quello INIMISTÀ.
22 Και μετοικησας εκειθεν εσκαψεν αλλο φρεαρ, και περι τουτου δεν ελογομαχησαν? και ωνομασεν αυτο Ρεχωβωθ, λεγων, διοτι τωρα επλατυνεν ημας ο Κυριος και ηυξησεν ημας επι της γης.22 E partitosi quindi, cavò un altro pozzo, per lo quale non contendèro: adunque chiamò lo nome di quello LARGHEZZA, dicendo: ora ci adilatoe noi il Signore, e fece crescere sopra la terra.
23 Και εκειθεν ανεβη εις Βηρ-σαβεε.23 E partissi di quello luogo, e andonne in Bersabea.
24 Και εφανη εις αυτον ο Κυριος την νυκτα εκεινην, και ειπεν, Εγω ειμαι ο Θεος Αβρααμ του πατρος σου? μη φοβου, διοτι εγω ειμαι μετα σου, και θελω σε ευλογησει και θελω πληθυνει το σπερμα σου, δια Αβρααμ τον δουλον μου.24 Dove gli apparì lo Signore in quella notte, dicendo: io sono Iddio d'Abraam padre tuo; non temere, per ciò ch' io sono teco, e benedicerò te, e moltiplicherò lo seme tuo per lo servo mio Abraam.
25 Και ωκοδομησεν εκει θυσιαστηριον και επεκαλεσθη το ονομα του Κυριου? και εστησεν εκει την σκηνην αυτου? εσκαψαν δε εκει οι δουλοι του Ισαακ φρεαρ.25 Adunque edificò quivi l'altare al Signore; e chiamato qui lo nome del Signore, istese quivi lo tabernacolo; e comandò a' servi suoi, che cavassero lo pozzo.
26 Τοτε ο Αβιμελεχ υπηγε προς αυτον απο Γεραρων, και Οχοζαθ ο οικειος αυτου, και Φιχολ ο αρχιστρατηγος της δυναμεως αυτου.26 Al quale luogo essendo eglino venuti da Gerara Abimelec e Ocozat amico suo e Ficol duca di cavalieri,
27 Και ειπε προς αυτους ο Ισαακ, Δια τι ηλθετε προς εμε, αφου σεις με εμισησατε και με εδιωξατε απο σας;27 favelló a loro Isaac: perchè veniste voi a me, uomo il quale avete odiato, e cacciasti da voi?
28 οι δε ειπον, Ειδομεν φανερα, οτι ο Κυριος ειναι μετα σου, και ειπομεν, Ας γεινη τωρα ορκος μεταξυ ημων, μεταξυ ημων και σου, και ας καμωμεν συνθηκην μετα σου,28 Li quali rispuosero: noi vediamo con te essere lo Signore Iddio, ed imperciò: ecco, dicemmo, sia giuramento intra noi, e facciamo patto,
29 οτι δεν θελεις καμει κακον εις ημας, καθως ημεις δεν σε ηγγισαμεν, και καθως επραξαμεν εις σε μονον καλον, και σε εξαπεστειλαμεν εν ειρηνη? τωρα συ εισαι ευλογημενος του Κυριου.29 che tu non facci a noi punto di male, siccome noi niuna cosa delle tue toccammo, nè facemmo niuna cosa che ti offendesse, ma con pace lasciammo lo fatto per la benedizione del Signore.
30 Και εκαμεν εις αυτους συμποσιον? και εφαγον και επιον.30 E fece adunque loro lo convito; e dopo lo cibo e il beveraggio,
31 Και εσηκωθησαν ενωρις το πρωι, και ωμοσεν ο εις προς τον αλλον? τοτε ο Ισαακ εξαπεστειλεν αυτους, και απηλθον απ' αυτου εν ειρηνη.31 levandosi la mattina, giurarono, e lasciarono Isaac pacificamente nel luogo suo.
32 Και την ημεραν εκεινην ηλθον οι δουλοι του Ισαακ και ανηγγειλαν προς αυτον περι του φρεατος το οποιον εσκαψαν, και ειπαν προς αυτον, Ευρηκαμεν υδωρ.32 Ma ecco che in quel dì vennero li servi d'Isaac, annunzianti a lui del pozzo ch' eglino aveano cavato, e dicenti: noi abbiamo trovata l'acqua.
33 Και ωνομασεν αυτο Σαβεε? δια τουτο ειναι το ονομα της πολεως Βηρ-σαβεε εως της σημερον.33 Donde appellò lui ABBONDANZA; ed il nome alla città imposto è BERSABEA insino al presente die.
34 Ητο δε ο Ησαυ ετων τεσσαρακοντα, οτε ελαβεν εις γυναικα Ιουδιθ, την θυγατερα Βεηρι του Χετταιου, και Βασεμαθ, την θυγατερα Αιλων του Χετταιου?34 Ma Esaù di xL anni menò due moglie, Iudit figliuola di Beeri Eteo, e Basemat figliuola di Elon di quello medesimo luogo.
35 και αυται ησαν πικρια ψυχης εις τον Ισαακ και την Ρεβεκκαν.35 Le quali amendue aveano offeso l'animo d'Isaac e di Rebecca.