Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

ΓΕΝΕΣΙΣ - Genesi - Genesis 21


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Και επεσκεφθη ο Κυριος την Σαρραν, ως ειπε? και εκαμεν ο Κυριος εις την Σαρραν, ως ελαλησε.1 Yahvé visita Sara comme il l’avait dit et il accomplit envers elle sa promesse.
2 Και συνελαβεν η Σαρρα, και εγεννησεν εις τον Αβρααμ υιον εν τω γηρατι αυτου? κατα τον καιρον, τον οποιον ειπε προς αυτον ο Θεος.2 Sara conçut, elle donna un fils à Abraham en sa vieillesse, au temps marqué par Dieu.
3 Και εκαλεσεν ο Αβρααμ το ονομα του υιου αυτου, του γεννηθεντος εις αυτον, τον οποιον η Σαρρα εγεννησεν εις αυτον, Ισαακ.3 Abraham donna le nom d’Isaac à ce fils qui lui était né de Sara.
4 Περιετεμε δε ο Αβρααμ τον υιον αυτου Ισαακ την ογδοην ημεραν, ως προσεταξεν εις αυτον ο Θεος.4 Lorsque son fils Isaac fut âgé de huit jours, Abraham le circoncit selon l’ordre de Dieu.
5 Ητο δε ο Αβρααμ εκατον ετων, οτε εγεννηθη εις αυτον Ισαακ ο υιος αυτου.5 À la naissance de son fils Isaac, Abraham avait déjà 100 ans.
6 Και ειπεν η Σαρρα, Ο Θεος με εκαμε να γελω? οστις ακουση, θελει γελα μετ' εμου.6 Sara dit alors: “Dieu m’a bien donné l’occasion de rire, et ceux qui l’apprendront riront aussi à mon sujet.”
7 Και ειπε, Τις ηθελεν ειπει προς τον Αβρααμ, οτι ηθελε θηλασει τεκνα η Σαρρα; επειδη εγεννησα υιον εν τω γηρατι αυτου.7 Elle ajouta: “Qui aurait dit à Abraham: Sara allaitera des fils? Et pourtant je lui ai donné un fils dans sa vieillesse.”
8 Το δε παιδιον ηυξησε και απεγαλακτισθη? και εκαμεν ο Αβρααμ μεγα συμποσιον, καθ' ην ημεραν απεγαλακτισθη ο Ισαακ.8 L’enfant grandit et fut sevré. Abraham fit un grand festin le jour où Isaac fut sevré.
9 Και ειδεν η Σαρρα τον υιον της Αγαρ της Αιγυπτιας, τον οποιον εγεννησεν εις τον Αβρααμ, περιγελωντα τον Ισαακ.9 À cette occasion Sara vit comment le fils de l’Égyptienne Agar, le fils qu’elle avait donné à Abraham, s’amusait de son fils Isaac.
10 Και ειπε προς τον Αβρααμ, Διωξον την δουλην ταυτην και τον υιον αυτης? διοτι δεν θελει κληρονομησει ο υιος της δουλης ταυτης μετα του υιου μου, του Ισαακ.10 Elle dit à Abraham: “Chasse-moi cette servante et son fils; le fils de cette servante ne doit pas hériter avec le mien, avec Isaac.”
11 Εφανη δε σκληρον σφοδρα το πραγμα εις τους οφθαλμους του Αβρααμ περι του υιου αυτου.11 Cela déplut beaucoup à Abraham, parce que c’était son garçon.
12 Και ειπεν ο Θεος προς τον Αβρααμ, Ας μη φανη σκληρον εις τους οφθαλμους σου περι του παιδιου και περι της δουλης σου? κατα παντα οσα ειπη προς σε η Σαρρα, ακουε τους λογους αυτης? διοτι εν τω Ισαακ θελει κληθη εις σε σπερμα?12 Mais Dieu dit à Abraham: “Ne te tourmente pas au sujet de ton garçon et de ta servante. Fais donc tout ce que Sara te demande, car c’est le nom d’Isaac que portera ta descendance.
13 και τον υιον δε της δουλης εις εθνος θελω καταστησει αυτον? διοτι ειναι σπερμα σου.13 Mais je ferai que le fils de ta servante devienne lui aussi une nation puisqu’il est de ta descendance.”
14 Σηκωθεις δε ο Αβρααμ ενωρις το πρωι, ελαβεν αρτους και ασκον υδατος και εδωκεν εις την Αγαρ, επιθεσας αυτα επι τον ωμον αυτης, και το παιδιον, και απεπεμψεν αυτην. Η δε αναχωρησασα περιεπλανατο εν τη ερημω Βηρ-σαβεε.14 Abraham se leva de bon matin, il prit du pain et une outre d’eau et les donna à Agar. Il mit ensuite l’enfant sur son épaule et la renvoya. Elle partit alors à l’aventure dans le désert de Bersabée.
15 Και αφου ετελειωσε το υδωρ απο του ασκου, ερριψε το παιδιον υποκατω ενος θαμνου?15 Lorsqu’il n’y eut plus d’eau dans l’outre, elle abandonna l’enfant sous un buisson
16 και ελθουσα εκαθισεν απεναντι, μακραν εως τοξου βολης? διοτι ειπε, να μη ιδω τον θανατον του παιδιου. Και εκαθισεν απεναντι και υψωσε την φωνην αυτης και εκλαυσεν.16 et s’assit à la distance d’une portée d’arc. Elle se disait: “Je ne veux pas voir mourir mon enfant!” Comme elle allait s’asseoir en face, l’enfant commença à pleurer et à crier.
17 Εισηκουσε δε ο Θεος την φωνην του παιδιου? και εφωνησεν αγγελος Θεου προς την Αγαρ εκ του ουρανου, και ειπε προς αυτην, Τι εχεις, Αγαρ; μη φοβου? διοτι ηκουσεν ο Θεος την φωνην του παιδιου εκ του τοπου ενθα κειται?17 Dieu entendit la voix de l’enfant et l’Ange de Dieu, du haut du ciel, appela Agar. Il lui dit: “Qu’as-tu, Agar? N’aie pas peur, Dieu a entendu la voix de l’enfant, de l’endroit où il se trouve.
18 σηκωθητι, λαβε το παιδιον, και κρατει αυτο με την χειρα σου? διοτι θελω καταστησει αυτο εις εθνος μεγα.18 Lève-toi, prends ton enfant et tiens-le ferme de la main. Je ferai de lui une grande nation.”
19 Και ηνοιξεν ο Θεος τους οφθαλμους αυτης, και ιδουσα φρεαρ υδατος υπηγε και εγεμισε τον ασκον υδωρ και εποτισε το παιδιον.19 Alors Dieu lui ouvrit les yeux et elle aperçut un puits. Elle alla remplir d’eau son outre et fit boire l’enfant.
20 Και ητο ο Θεος μετα του παιδιου, και ηυξησε, και κατωκησεν εν τη ερημω και εγεινε τοξοτης.20 Dieu veilla sur la croissance de cet enfant; il séjourna au désert et devint tireur à l’arc.
21 Και κατωκησεν εν τη ερημω Φαραν? και η μητηρ αυτου ελαβεν εις αυτον γυναικα εκ γης Αιγυπτου.21 Il séjourna au désert de Paran et sa mère prit pour lui une femme au pays d’Égypte.
22 Κατ' εκεινον δε τον καιρον ο Αβιμελεχ, μετα του Φιχολ αρχιστρατηγου της δυναμεως αυτου, ειπε προς τον Αβρααμ, λεγων, Ο Θεος ειναι μετα σου εις παντα οσα πραττεις?22 En ces jours-là, Abimélek et Pikol, le chef de son armée, vinrent trouver Abraham et lui dirent: “Dieu est avec toi dans tout ce que tu fais.
23 τωρα λοιπον ομοσον προς εμε εδω εις τον Θεον, οτι δεν θελεις ψευσθη προς εμε, ουτε προς τον υιον μου, ουτε προς τους εγγονους μου? αλλα κατα το ελεος, το οποιον εκαμα εις σε, θελεις καμει εις εμε, και εις την γην οπου παρωκησας.23 Jure-moi donc maintenant sur Dieu, de ne tromper ni moi, ni ma famille, ni ma descendance, et d’avoir pour moi et pour ce pays où tu séjournes la même attitude bienveillante que j’ai eue pour toi.”
24 Και ειπεν ο Αβρααμ, Εγω θελω ομοσει.24 Abraham répondit: “Je le jure.”
25 Και ελεγξεν ο Αβρααμ τον Αβιμελεχ δια το φρεαρ του υδατος, το οποιον αφηρπασαν οι δουλοι του Αβιμελεχ.25 Cependant Abraham fit des reproches à Abimélek au sujet d’un puits que les serviteurs d’Abimélek avaient pris.
26 Και ειπεν ο Αβιμελεχ, Δεν εξευρω τις επραξε το πραγμα τουτο? και ουτε συ με εφανερωσας και ουτε εγω ηκουσα, ειμη σημερον.26 Abimélek répondit: “Je ne sais pas qui a fait cela; tu ne m’as rien dit jusqu’à ce jour, et moi de mon côté je n’en savais rien.”
27 Και λαβων ο Αβρααμ προβατα και βοας, εδωκεν εις τον Αβιμελεχ? και εκαμον αμφοτεροι συνθηκην.27 Abraham prit du petit bétail et du gros bétail, il les donna à Abimélek et tous deux conclurent une alliance.
28 Και εβαλεν ο Αβρααμ κατα μερος επτα θηλυκα αρνια του ποιμνιου.28 Sur le petit bétail, Abraham mit de côté sept brebis.
29 Και ειπεν ο Αβιμελεχ προς τον Αβρααμ, Τι ειναι ταυτα τα επτα θηλυκα αρνια, τα οποια εβαλες κατα μερος;29 Abimélek lui demanda donc: “Pourquoi as-tu mis ces sept brebis de côté?”
30 Ο δε ειπεν, Οτι ταυτα τα επτα θηλυκα αρνια θελεις λαβει εκ της χειρος μου, δια να ηναι εις εμε εις μαρτυριον οτι εγω εσκαψα το φρεαρ τουτο.30 Abraham répondit: “C’est pour que tu acceptes de ma main ces sept brebis et qu’elles soient un témoignage que c’est bien moi qui ai creusé ce puits.”
31 δια τουτο ωνομασε τον τοπον εκεινον, Βηρ-σαβεε? διοτι εκει ωμοσαν αμφοτεροι.31 C’est pourquoi on a appelé cet endroit Bersabée (c’est-à-dire: Puits des Sept ou encore: Puits du Serment), car c’est là qu’ils avaient tous les deux prêté serment.
32 Και εκαμον συνθηκην εν Βηρ-σαβεε. Εσηκωθη δε ο Αβιμελεχ και Φιχολ ο αρχιστρατηγος της δυναμεως αυτου, και επεστρεψαν εις την γην των Φιλισταιων.32 Ils conclurent donc une alliance à Bersabée, puis Abimélek et Pikol, le chef de son armée, se levèrent et retournèrent au pays des Philistins.
33 Και εφυτευσεν ο Αβρααμ δρυμον εν Βηρ-σαβεε? και επεκαλεσθη εκει το ονομα του Κυριου, του αιωνιου Θεου.33 Abraham planta un arbre à Bersabée et il y invoqua le nom de Yahvé, le Dieu éternel.
34 Παρωκησε δε ο Αβρααμ εν τη γη των Φιλισταιων ημερας πολλας.34 Abraham séjourna longtemps encore au pays des Philistins.