Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΓΕΝΕΣΙΣ - Genesi - Genesis 20


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Και εκινησεν εκειθεν ο Αβρααμ εις την γην την προς μεσημβριαν, και κατωκησε μεταξυ Καδης και Σουρ? και παρωκησεν εν Γεραροις.1 Abraham partit pour le pays du Négueb et s’installa entre Qadesh et Chour. Ensuite il vint séjourner à Guérar.
2 Και ειπεν ο Αβρααμ περι Σαρρας της γυναικος αυτου, Αδελφη μου ειναι. Εστειλε δε Αβιμελεχ ο βασιλευς των Γεραρων, και ελαβε την Σαρραν.2 Comme Abraham avait dit de sa femme Sara: “C’est ma sœur”, Abimélek roi de Guérar la fit enlever.
3 Και ηλθεν ο Θεος προς τον Αβιμελεχ κατ' οναρ την νυκτα, και ειπε προς αυτον, Ιδου, συ αποθνησκεις εξ αιτιας της γυναικος, την οποιαν ελαβες? διοτι ειναι νενυμφευμενη με ανδρα.3 Mais dans un songe, durant la nuit, Dieu visita Abimélek et lui dit: “Tu vas mourir à cause de la femme que tu as prise, car c’est une femme mariée.”
4 Ο δε Αβιμελεχ δεν ειχε πλησιασει εις αυτην? και ειπε, Κυριε, ηθελες φονευσει εθνος ετι και δικαιον;4 Abimélek, qui ne s’était pas encore approché d’elle, répondit: “Mon Seigneur, feras-tu mourir un païen quand il est innocent?
5 δεν μοι ειπεν αυτος, Αδελφη μου ειναι; και αυτη παλιν, αυτη ειπεν, Αδελφος μου ειναι. Εν ευθυτητι της καρδιας μου και εν καθαροτητι των χειρων μου επραξα τουτο.5 N’est-ce pas lui qui m’a dit: C’est ma sœur? Et elle-même l’a confirmé en disant: C’est mon frère. C’est donc avec une bonne conscience et des mains pures que j’ai agi de la sorte.”
6 Ειπε δε προς αυτον ο Θεος κατ' οναρ, Και εγω εγνωρισα οτι εν ευθυτητι της καρδιας σου επραξας τουτο? οθεν και εγω σε εμποδισα απο του να αμαρτησης εις εμε? δια τουτο δεν σε αφηκα να εγγισης αυτην?6 Dieu lui répondit en songe: “Moi aussi, je sais que tu as agi en bonne conscience. Aussi je t’ai retenu de pécher et je n’ai pas permis que tu la touches.
7 τωρα λοιπον αποδος την γυναικα προς τον ανθρωπον, διοτι ειναι προφητης? και θελει προσευχηθη υπερ σου και θελεις ζησει? αλλ' εαν δεν αποδωσης αυτην, εξευρε οτι εξαπαντος θελεις αποθανει, συ και παντα οσα εχεις.7 Rends donc maintenant cette femme à son mari; c’est un prophète, et il intercédera pour toi afin que tu vives. Mais si tu ne la rends pas, tu dois bien savoir que tu mourras, toi et toute ta famille.”
8 Σηκωθεις δε ο Αβιμελεχ ενωρις το πρωι, εκαλεσε παντας τους δουλους αυτου, και ελαλησε παντας τους λογους τουτους εις επηκοον αυτων? και εφοβηθησαν οι ανθρωποι σφοδρα.8 De bon matin Abimélek se leva. Il appela tous ses serviteurs et leur raconta discrètement ce qui s’était passé. Ses hommes furent saisis d’une grande peur.
9 Και εκαλεσεν ο Αβιμελεχ τον Αβρααμ και ειπε προς αυτον, Τι επραξας εις ημας; και τι αμαρτημα επραξα εις σε, ωστε επεφερες επ' εμε και επι το βασιλειον μου, αμαρτιαν μεγαλην; επραξας εις εμε πραγμα, το οποιον δεν επρεπε να πραχθη.9 Puis Abimélek appela Abraham et lui dit: “Que nous as-tu fait? Quel péché ai-je commis contre toi pour que tu m’aies exposé à une si grande faute, moi et mon royaume? Tu m’as fait des choses qui ne se font pas.”
10 Και ειπεν ο Αβιμελεχ προς τον Αβρααμ, Τι ειδες, ωστε να πραξης το πραγμα τουτο;10 Abimélek ajouta: “À quoi pensais-tu en agissant ainsi?”
11 Και ειπεν ο Αβρααμ, Επειδη εγω ειπον, Βεβαια δεν ειναι φοβος Θεου εν τω τοπω τουτω και θελουσι με φονευσει δια την γυναικα μου?11 Abraham lui répondit: “Je m’étais dit: Si les gens de ce pays n’ont pas la crainte de Dieu, ils me tueront à cause de ma femme.
12 και ομως αληθως αδελφη μου ειναι, θυγατηρ του πατρος μου, αλλ' ουχι θυγατηρ της μητρος μου? και εγεινε γυνη μου.12 De plus, elle est bien ma sœur: elle est fille de mon père, mais non de ma mère, et elle est devenue ma femme.
13 και οτε με εκαμεν ο Θεος να εξελθω εκ του οικου του πατρος μου, ειπον προς αυτην, Ταυτην την χαριν θελεις καμει εις εμε? εις παντα τοπον οπου αν υπαγωμεν, λεγε περι εμου, Ουτος ειναι αδελφος μου.13 Aussi, lorsque les dieux me firent errer loin de la maison paternelle, je lui ai dit: Je t’en supplie, en tout endroit où nous nous arrêterons, dis que je suis ton frère.”
14 Και ελαβεν ο Αβιμελεχ προβατα και βοας και δουλους και δουλας, και εδωκεν εις τον Αβρααμ, και απεδωκεν εις αυτον Σαρραν την γυναικα αυτου.14 Alors Abimélek prit du petit bétail et du gros bétail, des serviteurs et des servantes, et il les donna à Abraham en même temps qu’il lui rendait sa femme Sara.
15 και ειπεν ο Αβιμελεχ, Ιδου, η γη μου εμπροσθεν σου. κατοικησον οπου σοι αρεσκει.15 Abimélek dit encore: “À présent mon pays est à ta disposition, installe-toi dans le lieu qui te plaira.”
16 Και προς την Σαρραν ειπεν, Ιδου, εδωκα χιλια αργυρια εις τον αδελφον σου? ιδου, αυτος ειναι εις σε σκεπη των οφθαλμων προς παντας τους μετα σου και προς παντας τους αλλους. Ουτως αυτη επεπληχθη.16 Il dit à Sara: “Je viens de donner mille pièces d’argent à ton frère. Elles seront comme un bandeau sur les yeux de tous ceux qui sont avec toi: ainsi personne ne dira du mal de toi.”
17 Προσηυχηθη δε ο Αβρααμ προς τον Θεον? και εθεραπευσεν ο Θεος τον Αβιμελεχ και την γυναικα αυτου και τας θεραπαινας αυτου, και ετεκνοποιησαν.17 Abraham intercéda auprès de Dieu, et Dieu guérit Abimélek, ainsi que sa femme et ses servantes, pour qu’elles puissent enfanter.
18 διοτι ο Κυριος ειχε κλεισει διολου πασαν μητραν εν τη οικια του Αβιμελεχ, εξ αιτιας Σαρρας της γυναικος του Αβρααμ.18 En effet Yahvé avait frappé de stérilité toute la maison d’Abimélek à cause de Sara, la femme d’Abraham.