Scrutatio

Venerdi, 24 maggio 2024 - Maria Ausiliatrice ( Letture di oggi)

ΓΕΝΕΣΙΣ - Genesi - Genesis 12


font
GREEK BIBLEEINHEITSUBERSETZUNG BIBEL
1 Ο δε Κυριος ειπε προς τον Αβραμ, Εξελθε εκ της γης σου, και εκ της συγγενειας σου, και εκ του οικου του πατρος σου, εις την γην την οποιαν θελω σοι δειξει?1 Der Herr sprach zu Abram: Zieh weg aus deinem Land, von deiner Verwandtschaft und aus deinem Vaterhaus in das Land, das ich dir zeigen werde.
2 και θελω σε καμει εις εθνος μεγα? και θελω σε ευλογησει, και θελω μεγαλυνει το ονομα σου? και θελεις εισθαι εις ευλογιαν?2 Ich werde dich zu einem großen Volk machen, dich segnen und deinen Namen groß machen. Ein Segen sollst du sein.
3 και θελω ευλογησει τους ευλογουντας σε, και τους καταρωμενους σε θελω καταρασθη? και θελουσιν ευλογηθη εν σοι πασαι αι φυλαι της γης.3 Ich will segnen, die dich segnen; wer dich verwünscht, den will ich verfluchen. Durch dich sollen alle Geschlechter der Erde Segen erlangen.
4 Και υπηγεν ο Αβραμ, καθως ειπε προς αυτον ο Κυριος? και μετ' αυτου υπηγε και ο Λωτ? ο δε Αβραμ ητο ηλικιας εβδομηκοντα πεντε ετων, οτε εξηλθεν απο Χαρραν.4 Da zog Abram weg, wie der Herr ihm gesagt hatte, und mit ihm ging auch Lot. Abram war fünfundsiebzig Jahre alt, als er aus Haran fortzog.
5 Και ελαβεν ο Αβραμ Σαραν την γυναικα αυτου, και Λωτ τον υιον του αδελφου αυτου, και παντα τα υπαρχοντα αυτων οσα ειχον αποκτησει, και τους ανθρωπους τους οποιους ειχον αποκτησει εν Χαρραν, και εξηλθον δια να υπαγωσιν εις την γην Χανααν? και ηλθον εις την γην Χανααν.5 Abram nahm seine Frau Sarai mit, seinen Neffen Lot und alle ihre Habe, die sie erworben hatten, und die Knechte und Mägde, die sie in Haran gewonnen hatten. Sie wanderten nach Kanaan aus und kamen dort an.
6 Και διεπερασεν ο Αβραμ την γην εκεινην εως του τοπου Συχεμ, εως της δρυος Μορεχ? οι δε Χαναναιοι τοτε κατωκουν εν τη γη ταυτη.6 Abram zog durch das Land bis zur Stätte von Sichem, bis zur Orakeleiche. Die Kanaaniter waren damals im Land.
7 Και εφανη ο Κυριος εις τον Αβραμ και ειπεν, Εις το σπερμα σου θελω δωσει την γην ταυτην. Και ωκοδομησεν εκει θυσιαστηριον εις τον Κυριον, οστις εφανη εις αυτον.7 Der Herr erschien Abram und sprach: Deinen Nachkommen gebe ich dieses Land. Dort baute er dem Herrn, der ihm erschienen war, einen Altar.
8 Και εκειθεν μετεβη προς το ορος, το κατα ανατολας της Βαιθηλ, και εστησε την σκηνην αυτου εχων την Βαιθηλ προς δυσμας και την Γαι προς ανατολας? και ωκοδομησεν εκει θυσιαστηριον εις τον Κυριον, και επεκαλεσθη το ονομα του Κυριου.8 Von da brach er auf zum Bergland östlich von Bet-El und schlug sein Zelt so auf, dass er Bet-El im Westen und Ai im Osten hatte. Dort baute er dem Herrn einen Altar und rief den Namen des Herrn an.
9 Και μετεσκηνωσεν ο Αβραμ, οδοιπορων και προχωρων προς μεσημβριαν.9 Dann zog Abram immer weiter, dem Negeb zu.
10 Εγεινε δε πεινα εν τη γη ταυτη? και κατεβη ο Αβραμ εις την Αιγυπτον δια να παροικηση εκει? διοτι η πεινα ητο βαρεια εν τη γη.10 Als über das Land eine Hungersnot kam, zog Abram nach Ägypten hinab, um dort zu bleiben; denn die Hungersnot lastete schwer auf dem Land.
11 Και οτε επλησιαζε να εισελθη εις την Αιγυπτον, ειπε προς Σαραν την γυναικα αυτου, Ιδου, γνωριζω οτι εισαι γυνη ευειδης?11 Als er sich Ägypten näherte, sagte er zu seiner Frau Sarai: Ich weiß, du bist eine schöne Frau.
12 θελει συμβη λοιπον, ωστε καθως σε ιδωσιν οι Αιγυπτιοι, θελουσιν ειπει, Γυνη αυτου ειναι αυτη? και θελουσι φονευσει εμε, σε δε θελουσι φυλαξει ζωσαν.12 Wenn dich die Ägypter sehen, werden sie sagen: Das ist seine Frau!, und sie werden mich erschlagen, dich aber am Leben lassen.
13 Ειπε λοιπον, οτι εισαι αδελφη μου, δια να γεινη καλον εις εμε εξ αιτιας σου, και να φυλαχθη η ζωη μου δια σε.13 Sag doch, du seiest meine Schwester, damit es mir deinetwegen gut geht und ich um deinetwillen am Leben bleibe.
14 Και οτε εισηλθεν ο Αβραμ εις την Αιγυπτον, ειδον οι Αιγυπτιοι την γυναικα οτι ητο ωραια σφοδρα.14 Als Abram nach Ägypten kam, sahen die Ägypter, dass die Frau sehr schön war.
15 Και οι αρχοντες του Φαραω ειδον αυτην, και επηνεσαν αυτην προς τον Φαραω? και εληφθη η γυνη εις την οικιαν του Φαραω.15 Die Beamten des Pharao sahen sie und rühmten sie vor dem Pharao. Da holte man die Frau in den Palast des Pharao.
16 Τον δε Αβραμ μετεχειρισθησαν καλως δι' αυτην? και ειχε προβατα και βοας και ονους και δουλους και δουλας και ονους θηλυκας και καμηλους.16 Er behandelte Abram ihretwegen gut: Abram bekam Schafe und Ziegen, Rinder und Esel, Knechte und Mägde, Eselinnen und Kamele.
17 Και επεφερεν ο Κυριος επι τον Φαραω και επι τον οικον αυτου πληγας μεγαλας εξ αιτιας Σαρας της γυναικος του Αβραμ.17 Als aber der Herr wegen Sarai, der Frau Abrams, den Pharao und sein Haus mit schweren Plagen schlug,
18 Εκαλεσε δε ο Φαραω τον Αβραμ, και ειπε, Τι ειναι τουτο, το οποιον εκαμες εις εμε; δια τι δεν μ' εφανερωσας οτι αυτη ειναι γυνη σου;18 ließ der Pharao Abram rufen und sagte: Was hast du mir da angetan? Warum hast du mir nicht gesagt, dass sie deine Frau ist?
19 δια τι ειπας, Αδελφη μου ειναι αυτη; και ελαβον αυτην εις εμαυτον δια γυναικα? και τωρα, ιδου η γυνη σου? λαβε αυτην, και υπαγε.19 Warum hast du behauptet, sie sei deine Schwester, sodass ich sie mir zur Frau nahm? Nun, da hast du deine Frau wieder, nimm sie und geh!
20 Και διωρισεν ο Φαραω ανθρωπους εις αυτον? και συμπροεπεμψαν αυτον, και την γυναικα αυτου και παντα οσα ειχε.20 Dann ordnete der Pharao seinetwegen Leute ab, die ihn, seine Frau und alles, was ihm gehörte, fortgeleiten sollten.