Ezechiele 19
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
BIBBIA CEI 2008 | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Intona ora un lamento sui prìncipi d’Israele | 1 Και συ αναλαβε θρηνον δια τους ηγεμονας του Ισραηλ, |
2 dicendo: Che cos’era tua madre? Una leonessa fra leoni. Accovacciata in mezzo ai leoni nutriva i suoi cuccioli. | 2 και ειπε, Τι ειναι η μητηρ σου; Λεαινα? κειται μεταξυ λεοντων, εθρεψε τα βρεφη αυτης εν μεσω σκυμνων. |
3 Essa allevò uno dei cuccioli che divenne un leoncello, imparò a sbranare la preda, a divorare gli uomini. | 3 Και ανεθρεψεν εν εκ των βρεφων αυτης και εγεινε σκυμνος και εμαθε να αρπαζη το θηραμα? ανθρωπους ετρωγε. |
4 Ma contro di lui le genti fecero lega, restò preso nella loro fossa e in catene fu condotto in Egitto. | 4 Και τα εθνη ηκουσαν περι αυτου? επιασθη εν τω λακκω αυτων, και εφεραν αυτον με αλυσεις εις την γην της Αιγυπτου. |
5 Quando essa vide che era lunga l’attesa e delusa la sua speranza, prese un altro cucciolo e ne fece un leoncello. | 5 Και ιδουσα οτι η ελπις αυτης εματαιωθη και εχαθη, ελαβεν εν αλλο εκ των βρεφων αυτης και εκαμεν αυτο σκυμνον. |
6 Divenuto leoncello, se ne andava e veniva fra i leoni, e imparò a sbranare la preda, a divorare gli uomini. | 6 Και αναστρεφομενον εν μεσω των λεοντων εγεινε σκυμνος και εμαθε να αρπαζη θηραμα? ανθρωπους ετρωγε. |
7 Penetrò nei loro palazzi, devastò le loro città. Il paese e i suoi abitanti sbigottivano al rumore del suo ruggito. | 7 Και εγνωρισε τα παλατια αυτων και ερημονε τας πολεις αυτων? και ητο ηφανισμενη η γη και το πληρωμα αυτης απο του ηχου του βρυχηματος αυτου. |
8 Lo assalirono le genti, le contrade all’intorno; tesero un laccio contro di lui e restò preso nella loro fossa. | 8 Και τα εθνη παρεταχθησαν εναντιον αυτου κυκλοθεν εκ των επαρχιων και ηπλωσαν κατ' αυτου τα βροχια αυτων, και επιασθη εν τω λακκω αυτων. |
9 Lo chiusero in una gabbia, lo condussero in catene al re di Babilonia e lo misero in una prigione, perché non se ne sentisse la voce sui monti d’Israele. | 9 Και εβαλον αυτον με αλυσεις εις κλωβιον και εφεραν αυτον προς τον βασιλεα της Βαβυλωνος? εν δεσμωτηριω εισηγαγον αυτον, δια να μη ακουσθη πλεον φωνη αυτου επι τα ορη του Ισραηλ. |
10 Tua madre era come una vite piantata vicino alle acque. Era rigogliosa e frondosa per l’abbondanza dell’acqua. | 10 Η μητηρ σου, καθ' ομοιωσιν σου, ητο ως αμπελος πεφυτευμενη πλησιον των υδατων? εγεινε καρποφορος και πληρης κλαδων δια τα πολλα υδατα. |
11 Ebbe rami robusti, buoni per scettri regali; il suo fusto si elevò in mezzo agli arbusti, mirabile per la sua altezza e per l’abbondanza dei suoi rami. | 11 Και εγειναν εις αυτην ραβδοι ισχυραι δια σκηπτρα των κρατουντων? και ο κορμος αυτης υψωθη εν μεσω των πυκνων κλαδων, και εγεινε περιβλεπτος κατα το υψος αυτης μεταξυ του πληθους των βλαστων αυτης. |
12 Ma essa fu sradicata con furore e gettata a terra; il vento d’oriente seccò i suoi frutti e li fece cadere; il suo ramo robusto inaridì e il fuoco lo divorò. | 12 Απεσπασθη ομως μετα θυμου, ερριφθη κατα γης, και ανατολικος ανεμος κατεξηρανε τον καρπον αυτης? αι ισχυραι αυτης ραβδοι συνεθλασθησαν και εξηρανθησαν? πυρ κατεφαγεν αυτας. |
13 Ora è trapiantata nel deserto, in una terra secca e riarsa; | 13 Και τωρα ειναι πεφυτευμενη εν ερημω, εν ξηρα και ανυδρω γη. |
14 un fuoco uscì da un suo ramo, divorò tralci e frutti ed essa non ha più alcun ramo robusto, uno scettro per regnare». Questo è un lamento e come lamento viene usato. | 14 Και εξηλθε πυρ απο ραβδου τινος εκ των κλαδων αυτης και κατεφαγε τον καρπον αυτης, ωστε δεν υπηρχε πλεον εν αυτη ραβδος ισχυρα δια σκηπτρον ηγεμονιας? ουτος ειναι ο θρηνος και θελει εισθαι εις θρηνον. |