Scrutatio

Lunedi, 20 maggio 2024 - San Bernardino da Siena ( Letture di oggi)

Premier livre de Samuel 30


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 David arriva le surlendemain à Siklag avec ses hommes. Or les Amalécites avaient fait un raid dans le Négueb jusqu’à Siklag, ils avaient frappé la ville et l’avaient incendiée.1 Και οτε ο Δαβιδ και οι ανδρες αυτου εισηλθον εις Σικλαγ την τριτην ημεραν, οι Αμαληκιται ειχον καμει εισδρομην εις το μεσημβρινον και εις Σικλαγ, και ειχον παταξει την Σικλαγ και κατακαυσει αυτην εν πυρι?
2 Ils avaient capturé les femmes et tous ceux qui s’y trouvaient, petits et grands, mais sans tuer personne; et ils avaient repris leur route en emmenant tout le monde.2 και ειχον αιχμαλωτισει τας γυναικας τας εν αυτη, απο μικρου εως μεγαλου? δεν εθανατωσαν ουδενα, αλλα ελαβον αυτους και υπηγαν εις την οδον αυτων.
3 Lorsque David et ses compagnons arrivèrent à la ville, ils la trouvèrent incendiée: leurs femmes, leurs fils et leurs filles avaient été emmenés.3 Ο δε Δαβιδ και οι ανδρες αυτου ηλθον εις την πολιν, και ιδου, ητο πυρπολημενη? και αι γυναικες αυτων και οι υιοι αυτων και αι θυγατερες αυτων ηχμαλωτισμενοι.
4 David et le peuple qui l’accompagnait se mirent à crier et à pleurer jusqu’à ce qu’ils n’aient plus la force de pleurer.4 Τοτε υψωσεν ο Δαβιδ και ο λαος ο μετ' αυτου την φωνην αυτων και εκλαυσαν, εωσου δεν εμεινε πλεον εν αυτοις δυναμις να κλαιωσι.
5 Les deux femmes de David, Ahinoam de Yizréel et Abigayil femme de Nabal de Karmel, avaient été aussi emmenées captives.5 Και αμφοτεραι αι γυναικες του Δαβιδ ηχμαλωτισθησαν, Αχινοαμ η Ιεζραηλιτις, και Αβιγαια η γυνη Ναβαλ του Καρμηλιτου.
6 David se vit dans une grande détresse car ses gens parlaient de le lapider, tellement chacun se désespérait à cause de ses fils et de ses filles. Mais David reprit courage en Yahvé son Dieu.6 Και εθλιβη ο Δαβιδ σφοδρα? διοτι ο λαος ελεγε να λιθοβολησωσιν αυτον, επειδη η ψυχη παντος του λαου ητο καταπικρος, εκαστος δια τους υιους αυτου και δια τας θυγατερας αυτου? ο Δαβιδ ομως εκραταιωθη εν Κυριω τω Θεω αυτου.
7 David dit au prêtre Ébyatar, fils d’Ahimélek: “Apporte-moi l’éphod.” Ébyatar apporta l’éphod à David.7 Και ειπεν ο Δαβιδ προς Αβιαθαρ τον ιερεα, υιον του Αχιμελεχ, Φερε μοι ενταυθα, παρακαλω, το εφοδ. Και εφερεν ο Αβιαθαρ το εφοδ προς τον Δαβιδ.
8 David consulta Yahvé: “Dois-je poursuivre cette bande? Est-ce que je la rattraperai?” La réponse fut: “Poursuis-les, tu les rattraperas et tu délivreras les captifs.”8 Και ηρωτησεν ο Δαβιδ τον Κυριον, λεγων, Να καταδιωξω οπισθεν τουτων των ληστων; θελω προφθασει αυτους; Ο δε ειπε προς αυτον, Καταδιωξον? διοτι θελεις βεβαιως προφθασει και αφευκτως θελεις ελευθερωσει παντα.
9 David partit; 600 compagnons marchèrent avec lui jusqu’au torrent de Bésor,9 Τοτε υπηγεν ο Δαβιδ, αυτος και οι εξακοσιοι ανδρες οι μετ' αυτου, και ηλθον εως του χειμαρρου Βοσορ, οπου οι απομενοντες εσταθησαν.
10 mais 400 seulement continuèrent la poursuite avec David, car les 200 autres s’étaient arrêtés, trop fatigués pour traverser le torrent de Bésor.10 Ο δε Δαβιδ, αυτος και τετρακοσιοι ανδρες, κατεδιωκον, επειδη εμειναν οπισω διακοσιοι, οιτινες αποκαμοντες δεν ηδυναντο να διαβωσι τον χειμαρρον Βοσορ.
11 Ils trouvèrent dans la campagne un Égyptien et le conduisirent à David. Ils lui donnèrent du pain et de l’eau, il mangea et il but.11 Και ευρηκαν ανθρωπον Αιγυπτιον εν αγρω και εφεραν αυτον προς τον Δαβιδ? και εδωκαν εις αυτον αρτον, και εφαγε, και εποτισαν αυτον υδωρ?
12 Ils lui donnèrent encore une tranche d’un gâteau de figues et deux grappes de raisins secs, il mangea et ses esprits lui revinrent, car il n’avait pas mangé ni bu depuis trois jours et trois nuits.12 και εδωκαν εις αυτον τμημα πηττας συκων και δυο βοτρυς σταφιδων? και εφαγε, και επανηλθε το πνευμα αυτου εις αυτον? διοτι δεν ειχε φαγει αρτον ουδε ειχε πιει υδωρ, τρεις ημερας και τρεις νυκτας.
13 David lui dit: “À qui appartiens-tu et d’où viens-tu?” Il dit: “Je suis un jeune Égyptien esclave d’un Amalécite; mon maître m’a abandonné depuis trois jours car j’étais malade.13 Και ειπε προς αυτον ο Δαβιδ, Τινος εισαι; και ποθεν εισαι; Και ειπεν, Ειμαι νεος Αιγυπτιος, δουλος τινος Αμαληκιτου? και με αφηκεν ο κυριος μου, επειδη ηρρωστησα τρεις ημερας τωρα?
14 Nous avons fait une expédition dans le Négueb des Kérétiens, dans le Négueb de Juda et dans le Négueb de Caleb; nous avons brûlé Siklag.”14 ημεις εκαμαμεν εισδρομην εις το μεσημβρινον των Χερεθαιων και εις τα μερη της Ιουδαιας και εις το μεσημβρινον του Χαλεβ? και επυρπολησαμεν την Σικλαγ.
15 David lui dit: “Peux-tu nous conduire vers ces pillards?” Il répondit: “Jure-moi par ton Dieu de ne pas me tuer et de ne pas me livrer à mon maître, et je te conduirai vers ces pillards.”15 Και ειπε προς αυτον ο Δαβιδ, Δυνασαι να με οδηγησης κατω προς τους ληστας τουτους; Ο δε ειπεν, Ομοσον μοι εις τον Θεον, οτι δεν θελεις με θανατωσει ουτε θελεις με παραδωσει εις την χειρα του κυριου μου, και θελω σε οδηγησει κατω προς τουτους τους ληστας.
16 Il le conduisit donc. Les pillards étaient dispersés, mangeant, buvant, faisant la fête avec tout le butin qu’ils avaient ramassé au pays des Philistins et au pays de Juda.16 Και οτε ωδηγησεν αυτον κατω, ιδου, ησαν διεσκορπισμενοι επι το προσωπον παντος του τοπου, τρωγοντες και πινοντες και χορευοντες, δια παντα τα λαφυρα τα μεγαλα, τα οποια ελαβον εκ της γης των Φιλισταιων και εκ της γης του Ιουδα.
17 David les massacra depuis l’aube jusqu’au soir et les extermina, pas un d’entre eux n’échappa sauf 400 jeunes qui s’étaient enfuis sur des chameaux.17 Και επαταξεν αυτους ο Δαβιδ απο της αυγης μεχρι της εσπερας της επιουσης? και δεν διεσωθη ουδε εις εξ αυτων, πλην τετρακοσιων νεων, οιτινες εκαθηντο επι καμηλων και εφυγον.
18 David récupéra tout ce que les Amalécites avaient pris; il récupéra entre autres ses deux femmes.18 Και ηλευθερωσεν ο Δαβιδ οσα ηρπασαν οι Αμαληκιται? και τας δυο γυναικας αυτου ηλευθερωσεν ο Δαβιδ.
19 Rien ne fut laissé aux Amalécites, petit ou grand, garçon ou fille; rien non plus de tout le butin qu’ils avaient ramassé: David ramena tout.19 Και δεν ελειψεν εις αυτους ουτε μικρον ουτε μεγα, ουτε υιοι ουτε θυγατερες ουτε λαφυρον ουτε ουδεν εκ των οσα ηρπασαν απ' αυτων? τα παντα επανελαβεν ο Δαβιδ.
20 David prit leur petit et leur gros bétail, et l’on poussait ce troupeau devant lui en disant: “Voilà le butin de David!”20 Και ελαβεν ο Δαβιδ παντα τα προβατα και τους βοας, και φεροντες αυτα εμπροσθεν των αλλων κτηνων, ελεγον, Ταυτα ειναι τα λαφυρα του Δαβιδ.
21 Lorsque David arriva près des 200 hommes qui s’étaient arrêtés, trop fatigués, au torrent de Bésor, ils vinrent au-devant de lui et de la troupe qui l’accompagnait. David s’avança vers eux et les salua,21 Και ηλθεν ο Δαβιδ προς τους διακοσιους ανδρας, οιτινες ειχον αποκαμει ωστε δεν ηδυνηθησαν να ακολουθησωσι τον Δαβιδ, οθεν εκαθισεν αυτους εις τον χειμαρρον Βοσορ? και εξηλθον εις συναντησιν του Δαβιδ και εις συναντησιν του λαου του μετ' αυτου? και οτε επλησιασεν ο Δαβιδ εις τον λαον, εχαιρετησεν αυτους.
22 mais parmi ceux qui l’accompagnaient, les plus mauvais et méchants prirent la parole: “Puisque ces hommes ne sont pas venus avec nous, nous ne leur donnerons rien du butin que nous avons récupéré. Nous ne leur rendrons que leurs femmes et leurs fils, ils les emmèneront et partiront.”22 Και απεκριθηααν παντες οι πονηροι και διεστραμμενοι εκ των ανδρων, οιτινες υπηγαν μετα του Δαβιδ, και ειπον, Επειδη ουτοι δεν ηλθον μεθ' ημων, δεν θελομεν δωσει εις αυτους εκ των λαφυρων, τα οποια ανελαβομεν, παρα εις εκαστον την γυναικα αυτου και τα τεκνα αυτου? και ας λαβωσιν αυτα και ας φυγωσιν.
23 Mais David leur dit: “Non, frères, ne faites pas cela après ce que Yahvé a fait pour vous. Voyez qu’il nous a protégés, il a livré entre nos mains cette bande de pillards qui étaient venus nous attaquer.23 Αλλ' ο Δαβιδ ειπε, Δεν θελετε καμει ουτως, αδελφοι μου, εις εκεινα τα οποια ο Κυριος εδωκεν εις ημας, οστις εφυλαξεν ημας και παρεδωκεν εις την χειρα ημων τους ληστας τους ελθοντας εναντιον ημων?
24 Qui pourrait être d’accord avec vous? Le combattant et celui qui garde les bagages auront part égale.”24 και τις θελει σας εισακουσει εις ταυτην την υποθεσιν; αλλα κατα την μεριδα του καταβαινοντος εις τον πολεμον, ουτω θελει εισθαι η μερις του καθημενου πλησιον της αποσκευης? ισα θελουσι μοιραζεσθαι.
25 Depuis ce jour, cette façon de faire a été la règle et est devenue une coutume en Israël.25 Και εγεινεν ουτως απ' εκεινης της ημερας και εις το εξης? και εκαμε τουτο νομον και διαταγμα εν τω Ισραηλ εως της ημερας ταυτης.
26 Une fois rentré à Siklag, David envoya une part du butin aux anciens de Juda; il leur dit: “Voici pour vous un cadeau sur le butin que nous avons pris aux ennemis de Yahvé.”26 Οτε δε ηλθεν ο Δαβιδ εις Σικλαγ, επεμψεν εκ των λαφυρων προς τους πρεσβυτερους Ιουδα τους φιλους αυτου, λεγων, Ιδου εις εσας ευλογια, εκ των λαφυρων των εχθρων του Κυριου.
27 Il l’envoya à Bétoul, à Rama du Négueb, à Yattir,27 προς τους εν Βαιθηλ, και προς τους εν Ραμωθ τη μεσημβρινη, και προς τους εν Ιαθειρ,
28 à Aroër, à Sifmot, à Echtémoa,28 και προς τους εν Αροηρ, και προς τους εν Σιφμωθ, και προς τους εν Εσθεμωα,
29 à Karmel, dans les villes de Yérahméel, dans les villes des Kénites,29 και προς τους εν Ραχαλ, και προς τους εν ταις πολεσι των Ιεραμεηλιτων, και προς τους εν ταις πολεσι των Κεναιων,
30 à Horma, à Bor-Achan, à Éter,30 και προς τους εν Ορμα, και προς τους εν Χωρ-ασαν, και προς τους εν Αθαχ,
31 à Hébron, et dans tous les endroits que David avait fréquentés avec ses compagnons: chacun eut sa part.31 και προς τους εν Χεβρων, και προς παντας τους τοπους, εις τους οποιους ο Δαβιδ περιηρχετο, αυτος και οι ανδρες αυτου.