Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

Premier livre de Samuel 1


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Il y avait un homme de Ramataïm, un Soufite de la montagne d’Éphraïm, qui s’appelait Elkana. Il était fils de Yéroham, fils d’Élihou, fils de Tohou, fils de Souf, de la tribu d’Éphraïm.1 Ητο δε ανθρωπος τις εκ Ραμαθαιμ-σοφιμ, εκ του ορους Εφραιμ, και το ονομα αυτου Ελκανα, υιος του Ιεροαμ, υιου Ελιου, υιου Θοου, υιου Σουφ, Εφραθαιος.
2 Il avait deux femmes, l’une s’appelait Anne, l’autre Pénina. Pénina avait des enfants mais Anne n’en avait pas.2 Και ειχεν ουτος δυο γυναικας? το ονομα της μιας Αννα, και το ονομα της δευτερας Φενιννα? η μεν Φενιννα ειχε τεκνα, η δε Αννα δεν ειχε τεκνα.
3 Cet homme montait chaque année de sa ville pour adorer et pour offrir des sacrifices à Yahvé Sabaot, au sanctuaire de Silo; les deux fils d’Héli, Hofni et Pinhas, servaient comme prêtres de Yahvé en cet endroit.3 Ανεβαινε δε ο ανθρωπος ουτος εκ της πολεως αυτου κατ' ετος, δια να προσκυνηση και να προσφερη θυσιαν προς τον Κυριον των δυναμεων εν Σηλω. Και ησαν εκει οι δυο υιοι του Ηλει, Οφνει και Φινεες, ιερεις του Κυριου.
4 Un jour Elkana offrait un sacrifice; il donna des portions à sa femme Pénina ainsi qu’à ses fils et à ses filles;4 Εφθασε δε η ημερα, καθ' ην εθυσιασεν ο Ελκανα και εδωκε μεριδας εις την Φενινναν την γυναικα αυτου και εις παντας τους υιους αυτης και τας θυγατερας αυτης.
5 il servit une double portion à Anne car il aimait Anne, mais Yahvé l’avait rendue stérile.5 εις δε την Ανναν εδωκε διπλασιαν μεριδα? διοτι ηγαπα την Ανναν? αλλ' ο Κυριος ειχε κλεισει την μητραν αυτης.
6 Sa rivale ne faisait qu’augmenter sa peine: elle l’humiliait parce que Yahvé l’avait rendue stérile.6 Και η αντιζηλος αυτης παρωξυνεν αυτην σφοδρα, ωστε να καμνη αυτην να αδημονη, οτι ο Κυριος ειχε κλεισει την μητραν αυτης.
7 Chaque année c’était pareil quand elle montait à la maison de Yahvé: l’autre ravivait sa peine, Anne pleurait et ne mangeait plus.7 Και ουτως εκαμνε κατ' ετος? οσακις ανεβαινεν εις τον οικον του Κυριου, ουτω παρωξυνεν αυτην? και εκεινη εκλαιε και δεν ετρωγεν.
8 Elkana, son mari, lui dit: “Anne, pourquoi pleures-tu, pourquoi ne manges-tu pas, pourquoi es-tu si triste, est-ce que je ne vaux pas mieux pour toi que dix fils?”8 Ειπε δε προς αυτην Ελκανα ο ανηρ αυτης, Αννα, δια τι κλαιεις; και δια τι δεν τρωγεις; και δια τι η καρδια σου ειναι τεθλιμμενη; δεν ειμαι εγω εις σε καλητερος παρα δεκα υιους;
9 Ce jour-là, après qu’on eut mangé et bu à Silo, Anne se leva alors que le prêtre Héli était assis sur son siège contre un des montants de la porte du sanctuaire de Yahvé.9 Και εσηκωθη η Αννα, αφου εφαγον εν Σηλω και αφου επιον? ο δε Ηλει ο ιερευς εκαθητο επι καθεδρας, πλησιον του παραστατου της πυλης του ναου του Κυριου.
10 Dans sa peine elle se tourna vers Yahvé et le pria sans cesser de pleurer;10 Και αυτη ητο καταπικραμενη την ψυχην και προσηυχετο εις τον Κυριον, κλαιουσα καθ' υπερβολην.
11 elle fit ce vœu: “Yahvé des armées, regarde avec bonté la peine de ta servante, souviens-toi de moi, n’oublie pas ta servante. Si tu donnes à ta servante un petit garçon, je le consacrerai à Yahvé pour le restant de ses jours et le rasoir ne passera pas sur sa tête.”11 Και ηυχηθη ευχην, λεγουσα, Κυριε των δυναμεων, εαν επιβλεψης τωοντι εις την ταπεινωσιν της δουλης σου και με ενθυμηθης και δεν λησμονησης την δουλην σου, αλλα δωσης εις την δουλην σου τεκνον αρσενικον, τοτε θελω δωσει αυτο εις τον Κυριον πασας τας ημερας της ζωης αυτου, και ξυραφιον δεν θελει αναβη επι την κεφαλην αυτου.
12 Elle priait là longuement devant Yahvé et Héli la regardait.12 Ενω δε αυτη εξηκολουθει προσευχομενη ενωπιον του Κυριου, ο Ηλει παρετηρει το στομα αυτης.
13 Anne priait dans le fond de son cœur, elle remuait à peine les lèvres et l’on n’entendait pas sa voix.13 Πλην η Αννα αυτη ελαλει εν τη καρδια αυτης? μονον τα χειλη αυτης εκινουντο, αλλ' η φωνη αυτης δεν ηκουετο? οθεν ο Ηλει ενομισεν οτι ητο μεθυσμενη.
14 Héli pensa donc qu’elle était ivre, il lui dit: “Combien de temps vas-tu rester dans cet état? Va cuver ton vin.”14 Και ειπε προς αυτην ο Ηλει, Εως ποτε θελεις εισθαι μεθυουσα; αποβαλε τον οινον σου απο σου.
15 Anne répondit: “Non, mon seigneur, je ne suis qu’une femme en peine; je n’ai bu ni vin, ni boisson alcoolisée, mais j’épanche mon cœur devant Yahvé.15 Και απεκριθη η Αννα και ειπεν, Ουχι, κυριε μου, εγω ειμαι γυνη κατατεθλιμμενη την ψυχην? ουτε οινον ουτε σικερα δεν επιον, αλλ' εξεχεα την ψυχην μου ενωπιον του Κυριου?
16 Ne prends pas ta servante pour une femme de rien: si je me suis tellement attardée à prier, c’est parce que ma souffrance et mon chagrin sont grands.”16 μη υπολαβης την δουλην σου ως αχρειαν γυναικα? διοτι εκ του πληθους του πονου μου και της θλιψεως μου ελαλησα εως τωρα.
17 Héli reprit la parole et lui dit: “Va en paix, et que le Dieu d’Israël exauce la prière que tu lui as faite.”17 Τοτε απεκριθη ο Ηλει και ειπεν, Υπαγε εις ειρηνην? και ο Θεος του Ισραηλ ας σοι δωση την αιτησιν σου, την οποιαν ητησας παρ' αυτου.
18 Elle lui dit à son tour: “Que ta servante trouve grâce à tes yeux!” Elle se leva, mangea, mais son visage n’était plus le même.18 Η δε ειπεν, Ειθε η δουλη σου να ευρη χαριν εις τους οφθαλμους σου. Τοτε απηλθεν η γυνη εις την οδον αυτης και εφαγε, και το προσωπον αυτης δεν ητο πλεον σκυθρωπον.
19 De bon matin on se leva et, après s’être prosternés devant Yahvé, ils s’en retournèrent pour regagner leur maison à Rama.19 Και το πρωι εσηκωθησαν ενωρις, και προσκυνησαντες ενωπιον του Κυριου, επεστρεψαν και ηλθον εις την οικιαν αυτων εις Ραμαθ. Και ο Ελκανα εγνωρισεν Ανναν την γυναικα αυτου? και ο Κυριος ενεθυμηθη αυτην.
20 Elkana eut des relations avec sa femme Anne et Yahvé se souvint d’elle. Lorsque le temps fut accompli, Anne enfanta un fils et lui donna le nom de Samuel, car, dit-elle: “Je l’ai demandé à Yahvé.”20 Και οτε επληρωθησαν αι ημεραι αφοτου η Αννα συνελαβεν, εγεννησεν υιον και εκαλεσε το ονομα αυτου Σαμουηλ, Διοτι παρα Κυριου ητησα αυτον, ειπε.
21 Elkana, son mari, monta avec toute sa maison pour offrir à Yahvé le sacrifice comme chaque année et s’acquitter de son vœu.21 Και ανεβη ο ανθρωπος Ελκανα και πας ο οικος αυτου, δια να προσφερη προς τον Κυριον την ετησιον θυσιαν και την ευχην αυτου.
22 Anne ne monta pas, mais elle dit à son mari: “Lorsque l’enfant sera sevré, je le conduirai devant Yahvé et il y restera pour toujours.”22 Αλλ' η Αννα δεν ανεβη? διοτι ειπε προς τον ανδρα αυτης, Δεν θελω αναβη εωσου το παιδιον απογαλακτισθη? και τοτε θελω φερει αυτο, δια να εμφανισθη ενωπιον του Κυριου και εκει να κατοικη διαπαντος.
23 Elkana lui répondit: “Fais comme il te semble bon. Reste ici jusqu’à ce que tu l’aies sevré, et que Yahvé fasse comme tu viens de dire.” La femme resta donc, elle allaita son fils jusqu’au jour où il fut sevré.23 Και ειπε προς αυτην Ελκανα ο ανηρ αυτης, Καμε ο, τι σοι φαινεται καλον? καθου εωσου απογαλακτισης αυτο? μονον ο Κυριος να εκπληρωση τον λογον αυτου. Και εκαθισεν η γυνη και εθηλαζε τον υιον αυτης, εωσου απεγαλακτισεν αυτον.
24 Après qu’elle l’eut sevré, elle le fit monter avec elle à la maison de Yahvé à Silo; elle menait un taureau de trois ans avec une mesure de farine et une outre de vin. L’enfant était encore tout jeune.24 Και αφου απεγαλακτισεν αυτον, ανεβιβασεν αυτον μεθ' εαυτης, μετα τριων μοσχων και ενος εφα αλευρου και ασκου οινου, και εφερεν αυτον εις τον οικον του Κυριου εν Σηλω? το δε παιδιον ητο μικρον.
25 Ils sacrifièrent le taureau et ils amenèrent l’enfant à Héli.25 Και εσφαξαν τον μοσχον και εφεραν το παιδιον προς τον Ηλει.
26 Anne lui dit: “Pardon, mon seigneur! Aussi vrai que tu vis, mon seigneur, c’est moi la femme qui se tenait ici près de toi pour prier Yahvé.26 Και ειπεν η Αννα, Ω, κυριε μου ζη η ψυχη σου, κυριε μου, εγω ειμαι η γυνη, ητις εσταθη ενταυθα πλησιον σου, δεομενη του Κυριου?
27 C’est pour cet enfant que j’ai prié et Yahvé m’a donné ce que je lui demandais.27 περι του παιδιου τουτου εδεομην? και ο Κυριος εδωκεν εις εμε την αιτησιν μου, την οποιαν ητησα παρ' αυτου?
28 À mon tour je le cède à Yahvé pour le restant de ses jours: il sera donné à Yahvé.” C’est ainsi qu’il resta là au service de Yahvé.28 οθεν και εγω εδανεισα αυτο εις τον Κυριον? πασας τας ημερας της ζωης αυτου θελει εισθαι δανεισμενον εις τον Κυριον. Και προσεκυνησεν εκει τον Κυριον.