Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Livre de Néhémie 5


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Les gens du peuple et leurs femmes se plaignirent de leurs frères juifs.1 Ητο δε μεγαλη κραυγη του λαου και των γυναικων αυτων κατα των αδελφων αυτων των Ιουδαιων.
2 Certains disaient: - “Nous devons donner nos fils et nos filles en gage pour recevoir du blé, manger et vivre.”2 Διοτι ησαν τινες λεγοντες, Ημεις, οι υιοι ημων και αι θυγατερες ημων, ειμεθα πολλοι? οθεν ας λαβωμεν σιτον, δια να φαγωμεν και να ζησωμεν.
3 D’autres disaient: - “Nous devons engager nos champs, nos vignes et nos maisons pour recevoir du blé durant cette famine.”3 Και ησαν τινες λεγοντες, Ημεις βαλλομεν ενεχυρον τους αγρους ημων, τους αμπελωνας ημων και τας οικιας ημων, δια να λαβωμεν σιτον εξ αιτιας της πεινης.
4 D’autres encore disaient: - “Pour payer l’impôt du roi, nous avons dû emprunter de l’argent sur nos champs et sur nos vignes.4 Ησαν ετι τινες λεγοντες, Ημεις εδανεισθημεν αργυρια δια τους φορους του βασιλεως επι τους αγρους και επι τους αμπελωνας ημων?
5 Nous sommes pourtant du même sang que nos frères et nos enfants valent autant que les leurs; or nous devons donner en gage nos fils et nos filles, et souvent on profite de nos filles. Nous n’y pouvons rien puisque nos champs et nos vignes appartiennent déjà à d’autres que nous.”5 τωρα δε η σαρξ ημων ειναι ως η σαρξ των αδελφων ημων, τα τεκνα ημων ως τα τεκνα αυτων? και ιδου, ημεις καθυποβαλλομεν εις δουλειαν τους υιους ημων και τας θυγατερας ημων δια να ηναι δουλοι, και τινες εκ των θυγατερων ημων εφερθησαν ηδη εις δουλειαν? και δεν ειναι ουδεν εις την εξουσιαν ημων, διοτι αλλοι εχουσι τους αγρους και τους αμπελωνας ημων.
6 En entendant cette plainte et ces paroles, je me suis mis dans une grande colère.6 Και ηγανακτησα σφοδρα, ακουσας την κραυγην αυτων και τους λογους τουτους.
7 Après y avoir réfléchi, j’ai secoué sévèrement les nobles et les fonctionnaires. Je leur ai dit: - “Chacun de vous fait peser un lourd fardeau sur ses frères!” Alors j’ai convoqué une grande assemblée,7 Και εσκεφθην κατ' εμαυτον, και επεπληξα τους προκριτους και τους προεστωτας και ειπα προς αυτους, Σεις φορολογειτε εκαστος τον αδελφον αυτου. Και συνεκαλεσα κατ' αυτων συναξιν μεγαλην.
8 et je leur ai dit: - “Nous avons selon nos moyens racheté nos frères juifs qui avaient été vendus parmi les nations, et aujourd’hui c’est vous qui vendez vos frères, ou c’est à nous qu’ils sont vendus.” Tous se taisaient, ils n’avaient rien à répliquer.8 Και ειπα προς αυτους, Ημεις κατα την δυναμιν ημων εξηγορασαμεν τους αδελφους ημων Ιουδαιους, τους πωληθεντας εις τα εθνη? και σεις αυτοι θελετε πωλησει τους αδελφους σας; η θελουσι πωληθη εις ημας; Εκεινοι δε εσιωπων και δεν ευρηκαν αποκρισιν.
9 J’ai ajouté: - “Ce que vous faites là n’est vraiment pas bien. Marchez plutôt dans la crainte de notre Dieu et vous n’aurez pas à redouter le mépris des nations ennemies.9 Και ειπα, Δεν ειναι καλον το πραγμα το οποιον σεις καμνετε? δεν πρεπει να περιπατητε εν τω φοβω του Θεου ημων, δια να μη ονειδιζωσιν ημας τα εθνη, οι εχθροι ημων;
10 Moi aussi, et mes frères, et mes hommes, nous leur avons prêté de l’argent et du blé: eh bien, remettons-leur cette dette!10 και εγω ετι και οι αδελφοι μου και οι δουλοι μου εδανεισαμεν εις αυτους χρηματα και σιτον? ας αφησωμεν, παρακαλω, την απαιτησιν ταυτην?
11 Rendez-leur immédiatement leurs champs, leurs vignes, leurs oliviers et leurs maisons; remettez-leur la dette en argent, en blé, en vin ou en huile qu’ils ont envers vous.”11 επιστρεψατε λοιπον εις αυτους, ταυτην την ημεραν, τους αγρους αυτων, τους αμπελωνας αυτων, τους ελαιωνας αυτων και τους οικους αυτων και το εκατοστον του αργυριου και του σιτου, του οινου και του ελαιου, το οποιον απαιτειτε παρ' αυτων.
12 Tous répondirent: - “Nous rendrons ce que nous avons pris en gage, nous ne réclamerons rien et nous ferons comme tu l’as dit.” Alors j’ai appelé les prêtres et j’ai fait jurer à tout le monde de mettre en pratique cette promesse.12 Τοτε ειπον, Θελομεν αποδωσει ταυτα και δεν θελομεν ζητησει ουδεν παρ' αυτων? ουτω θελομεν καμει, καθως συ λεγεις. Τοτε εκαλεσα τους ιερεις και ωρκισα αυτους, οτι θελουσι καμει κατα τον λογον τουτον.
13 Ensuite, j’ai secoué le pli de mon vêtement et j’ai dit: - “Que Dieu secoue ainsi hors de sa maison et de ses biens, tout homme qui ne tiendra pas cette parole! Qu’il soit ainsi secoué et vidé!” Toute l’assemblée répondit: - “Amen!” et on loua Yahvé. Quant au peuple, il respecta cet engagement.13 Εξετιναξα ετι τον κολπον μου, λεγων, Ουτω να εκτιναξη ο Θεος παντα ανθρωπον απο του οικου αυτου και απο του κοπου αυτου, οστις δεν εκτελεση τον λογον τουτον, και ουτω να ηναι εκτετιναγμενος και κενος. Και ειπον πασα η συναξις, Αμην, και εδοξασαν τον Κυριον. Και εκαμεν ο λαος κατα τον λογον τουτον.
14 Depuis le jour où l’on m’a nommé gouverneur du pays de Juda, depuis la vingtième année d’Artaxerxès jusqu’à la trente-deuxième année de son règne, c’est-à-dire pendant 12 ans, ni moi, ni mes frères, n’avons touché au “pain du gouverneur”.14 Αφ' ης δε ημερας προσεταχθην να ημαι κυβερνητης αυτων εν τη γη Ιουδα, απο του εικοστου ετους εως του τριακοστου δευτερου ετους Αρταξερξου του βασιλεως, δωδεκα ετη, εγω και οι αδελφοι μου δεν εφαγομεν τον αρτον του κυβερνητου.
15 Les premiers gouverneurs qui m’ont précédé, écrasaient le peuple. Chaque jour ils lui prenaient pour 400 pièces d’argent de pain et de vin, et leurs hommes abusaient du peuple. Moi je n’ai pas fait pareil, car je craignais Dieu.15 Οι προτεροι ομως κυβερνηται, οι προ εμου, κατεβαρυνον τον λαον, και ελαμβανον παρ' αυτων αρτον και οινον, εκτος τεσσαρακοντα σικλων αργυριου? ετι και οι δουλοι αυτων εξουσιαζον τον λαον? αλλ' εγω δεν εκαμνον ουτω, φοβουμενος τον Θεον.
16 J’étais si absorbé par le travail des remparts que je n’ai pas acheté de champs, et tous mes hommes se trouvaient là pour le travail.16 Και μαλιστα ενισχυθην εις το εργον τουτου του τειχους, και αγρον δεν ηγορασαμεν? και παντες οι δουλοι μου ησαν συνηγμενοι εκει εις το εργον.
17 J’avais à ma table les nobles et les fonctionnaires au nombre de 150, sans compter ceux qui arrivaient des nations étrangères.17 Ησαν ετι εις την τραπεζαν μου εκατον πεντηκοντα ανδρες εκ των Ιουδαιων και των προεστωτων, και οι ερχομενοι προς ημας εκ των εθνων των περιξ ημων.
18 Chaque jour on devait préparer un bœuf, 6 moutons de choix et des volailles: tout cela était à mes frais; tous les 10 jours on apportait de nombreuses outres de vin. Malgré cela, je n’ai pas réclamé le “pain du gouverneur”, car je voyais que ce travail pesait lourdement sur le peuple.18 Το δε καθ' ημεραν ετοιμαζομενον δι' εμε ητο εις βους και εξ εκλεκτα προβατα? και πτηνα ητοιμαζοντο δι' εμε, και απαξ εις δεκα ημερας αφθονια απο παντος ειδους οινου? και ομως δεν εζητησα τον αρτον του κυβερνητου? διοτι η δουλεια ητο βαρεια επι τουτον τον λαον.
19 Souviens-toi de moi, mon Dieu, n’oublie pas tout ce que j’ai fait pour ce peuple.19 Μνησθητι μου, Θεε μου, επ' αγαθω, κατα παντα οσα εγω εκαμον υπερ του λαου τουτου.