Scrutatio

Domenica, 19 maggio 2024 - San Celestino V - Pietro di Morrone ( Letture di oggi)

Isaías 36


font
SAGRADA BIBLIALXX
1 No décimo quarto ano do reinado de Ezequias aconteceu que Senaquerib, rei da Assíria, atacou todas as cidades fortificadas de Judá e se apoderou delas.1 και εγενετο του τεσσαρεσκαιδεκατου ετους βασιλευοντος εζεκιου ανεβη σενναχηριμ βασιλευς ασσυριων επι τας πολεις της ιουδαιας τας οχυρας και ελαβεν αυτας
2 O rei da Assíria tinha enviado de Laquis a Jerusalém, contra o rei Ezequias, o general de exército com um poderoso contingente de tropas. Ele tomou posição ao pé do aqueduto do reservatório superior, no caminho do campo do pisoeiro.2 και απεστειλεν βασιλευς ασσυριων ραψακην εκ λαχις εις ιερουσαλημ προς τον βασιλεα εζεκιαν μετα δυναμεως πολλης και εστη εν τω υδραγωγω της κολυμβηθρας της ανω εν τη οδω του αγρου του γναφεως
3 Eliacim, filho de Helcias, prefeito do palácio, foi ter com ele, junto com o escriba Sobna e o cronista Joaé, filho de Asaf.3 και εξηλθεν προς αυτον ελιακιμ ο του χελκιου ο οικονομος και σομνας ο γραμματευς και ιωαχ ο του ασαφ ο υπομνηματογραφος
4 O general lhes disse: Eis o que direis a Ezequias: Assim fala o grande rei, o rei da Assíria: de onde te vem tanta confiança?4 και ειπεν αυτοις ραψακης ειπατε εζεκια ταδε λεγει ο βασιλευς ο μεγας βασιλευς ασσυριων τι πεποιθως ει
5 Tu só dizes palavras vãs. Entretanto, é de prudência e de bravura que se precisa na guerra. Sobre quem, então, pões tua confiança para contra mim te revoltares?5 μη εν βουλη η λογοις χειλεων παραταξις γινεται και νυν επι τινι πεποιθας οτι απειθεις μοι
6 Eu o vejo: é com o Egito que tu contas, com esse caniço rachado que fere e transpassa a mão quando alguém sobre ele se apóia. Eis o que é o faraó, rei do Egito, para todos os que confiam nele.6 ιδου πεποιθως ει επι την ραβδον την καλαμινην την τεθλασμενην ταυτην επ' αιγυπτον ος αν επ' αυτην επιστηρισθη εισελευσεται εις την χειρα αυτου ουτως εστιν φαραω βασιλευς αιγυπτου και παντες οι πεποιθοτες επ' αυτω
7 Dir-me-eis, sem dúvida, que é no Senhor, vosso Deus, que pondes vossa confiança. Mas não é esse Deus de quem Ezequias suprimiu os lugares altos e os altares, dizendo ao povo de Judá e Jerusalém: É somente diante desse altar que vos prostrareis?7 ει δε λεγετε επι κυριον τον θεον ημων πεποιθαμεν
8 Pois então, faze uma convenção com meu soberano, o rei da Assíria. Eu fornecerei dois mil cavalos, se puderes encontrar cavaleiros para montá-los.8 νυν μειχθητε τω κυριω μου τω βασιλει ασσυριων και δωσω υμιν δισχιλιαν ιππον ει δυνησεσθε δουναι αναβατας επ' αυτους
9 Mas como serás capaz de repelir um só dos menores oficiais de meu soberano? Contas com o Egito para arranjar carros e cavaleiros?9 και πως δυνασθε αποστρεψαι εις προσωπον τοπαρχου ενος οικεται εισιν οι πεποιθοτες επ' αιγυπτιοις εις ιππον και αναβατην
10 Porventura foi sem o consentimento do Senhor que ataquei esta terra para destruí-la? O Senhor foi quem me disse: Vai contra aquela terra e a destrói.10 και νυν μη ανευ κυριου ανεβημεν επι την χωραν ταυτην πολεμησαι αυτην
11 Eliacim, Sobna e Joaé disseram ao general: Fala a teus servos em aramaico, pois nós entendemos esse dialeto; não nos fales em hebraico, posto que a turba que está sobre a muralha pode ouvir-nos.11 και ειπεν προς αυτον ελιακιμ και σομνας και ιωαχ λαλησον προς τους παιδας σου συριστι ακουομεν γαρ ημεις και μη λαλει προς ημας ιουδαιστι και ινα τι λαλεις εις τα ωτα των ανθρωπων των επι τω τειχει
12 Porém o general replicou: Porventura é {unicamente} a teu soberano e a ti que meu soberano me encarregou de transmitir esta mensagem? Não é antes a esses homens que estão sobre as muralhas e que vão ser reduzidos, como vós, a comer seus excrementos e a beber sua urina?12 και ειπεν ραψακης προς αυτους μη προς τον κυριον υμων η προς υμας απεσταλκεν με ο κυριος μου λαλησαι τους λογους τουτους ουχι προς τους ανθρωπους τους καθημενους επι τω τειχει ινα φαγωσιν κοπρον και πιωσιν ουρον μεθ' υμων αμα
13 O general adiantou-se, então, e se pôs a gritar em hebraico: Escutai o que disse o grande rei, o rei da Assíria!13 και εστη ραψακης και εβοησεν φωνη μεγαλη ιουδαιστι και ειπεν ακουσατε τους λογους του βασιλεως του μεγαλου βασιλεως ασσυριων
14 Eis o que disse o rei: Não vos deixeis enganar por Ezequias; ele é incapaz de vos livrar.14 ταδε λεγει ο βασιλευς μη απατατω υμας εζεκιας λογοις οι ου δυνησονται ρυσασθαι υμας
15 Que ele não vos leve a confiar no Senhor, dizendo que o Senhor vos livrará e que esta cidade não cairá nas mãos do rei da Assíria!15 και μη λεγετω υμιν εζεκιας οτι ρυσεται υμας ο θεος και ου μη παραδοθη η πολις αυτη εν χειρι βασιλεως ασσυριων
16 Não escuteis o rei Ezequias! Eis o que vos diz o rei da Assíria: Fazei a paz comigo. Rendei-vos. Cada um de vós poderá comer o fruto de sua vinha e de sua figueira e beber a água de seu poço,16 μη ακουετε εζεκιου ταδε λεγει ο βασιλευς ασσυριων ει βουλεσθε ευλογηθηναι εκπορευεσθε προς με και φαγεσθε εκαστος την αμπελον αυτου και τας συκας και πιεσθε υδωρ του λακκου υμων
17 até que eu venha conduzir-vos a uma terra semelhante à vossa, uma terra de trigo e de vinho, uma terra de cereais e de vinhas.17 εως αν ελθω και λαβω υμας εις γην ως η γη υμων γη σιτου και οινου και αρτων και αμπελωνων
18 Que Ezequias não abuse de vós dizendo que o Senhor vos livrará! Porventura os deuses das outras nações as livraram cada uma das mãos do rei da Assíria?18 μη υμας απατατω εζεκιας λεγων ο θεος υμων ρυσεται υμας μη ερρυσαντο οι θεοι των εθνων εκαστος την εαυτου χωραν εκ χειρος βασιλεως ασσυριων
19 Onde estão os deuses de Hamat e Arfad? Onde estão os deuses de Sefarvaim? Porventura livraram eles a Samaria de minha mão?19 που εστιν ο θεος αιμαθ και αρφαθ και που ο θεος της πολεως σεπφαριμ μη εδυναντο ρυσασθαι σαμαρειαν εκ χειρος μου
20 Dentre todos os deuses dessas terras qual é o que salvou sua terra de minha mão? Por que então o Senhor preservaria Jerusalém?20 τις των θεων παντων των εθνων τουτων ερρυσατο την γην αυτου εκ της χειρος μου οτι ρυσεται ο θεος ιερουσαλημ εκ χειρος μου
21 O povo guardou silêncio. Não houve uma só palavra de resposta, pois o rei lhes havia proibido responder.21 και εσιωπησαν και ουδεις απεκριθη αυτω λογον δια το προσταξαι τον βασιλεα μηδενα αποκριθηναι
22 Eliacím, filho de Helcias, prefeito do palácio, o escriba Sobna e o cronista Joaé, filho de Asaf, retomaram para junto de Ezequias, com as vestes rasgadas, e lhe relataram as palavras do general.22 και εισηλθεν ελιακιμ ο του χελκιου ο οικονομος και σομνας ο γραμματευς της δυναμεως και ιωαχ ο του ασαφ ο υπομνηματογραφος προς εζεκιαν εσχισμενοι τους χιτωνας και απηγγειλαν αυτω τους λογους ραψακου