Scrutatio

Sabato, 18 maggio 2024 - San Giovanni I papa ( Letture di oggi)

Primo libro di Samuele 4


font
LA SACRA BIBBIAGREEK BIBLE
1 La parola di Samuele fu rivolta a tutto Israele. In quei giorni i Filistei si radunarono per combattere contro Israele e Israele uscì in guerra contro i Filistei. Si accamparono presso Eben-Ezer, mentre i Filistei si accamparono a Afèk.1 Και εγεινε λογος του Σαμουηλ προς παντα τον Ισραηλ. Και εξηλθεν ο Ισραηλ εναντιον των Φιλισταιων εις μαχην, και εστρατοπεδευσαν πλησιον του Εβεν-εζερ? οι δε Φιλισταιοι εστρατοπεδευσαν εν Αφεκ.
2 I Filistei si schierarono contro Israele e il combattimento divampò. Israele fu battuto dai Filistei, che uccisero tra le schiere sul campo circa quattromila uomini.2 Και παρεταχθησαν οι Φιλισταιοι εναντιον του Ισραηλ? και οτε εξηπλωθη η μαχη, εκτυπηθη ο Ισραηλ εμπροσθεν των Φιλισταιων? και εφονευθησαν εν τω πεδιω κατα την συμπλοκην εως τεσσαρες χιλιαδες ανδρων.
3 Quando il popolo rientrò nell'accampamento, gli anziani d'Israele dissero: "Perché il Signore ci ha sconfitto oggi davanti ai Filistei? Andiamoci a prendere da Silo l'arca dell'alleanza del Signore, perché venga in mezzo a noi e ci salvi dalla mano dei nostri nemici".3 Οτε δε ηλθεν ο λαος εις το στρατοπεδον, ειπον οι πρεσβυτεροι του Ισραηλ, Δια τι ο Κυριος επαταξεν ημας σημερον εμπροσθεν των Φιλισταιων; ας λαβωμεν προς εαυτους απο Σηλω την κιβωτον της διαθηκης του Κυριου, και ελθουσα εν μεσω ημων θελει σωσει ημας εκ της χειρος των εχθρων ημων.
4 Il popolo mandò a Silo a prendere l'arca dell'alleanza del Signore degli eserciti che siede sui cherubini; c'erano con l'arca dell'alleanza di Dio i due figli di Eli, Ofni e Finees.4 Και απεστειλεν ο λαος εις Σηλω, και εσηκωσαν εκειθεν την κιβωτον της διαθηκης του Κυριου των δυναμεων, του καθημενου επι των χερουβειμ? και αμφοτεροι οι υιοι του Ηλει, Οφνει και Φινεες, ησαν εκει μετα της κιβωτου της διαθηκης του Θεου.
5 Quando l'arca dell'alleanza giunse all'accampamento, tutto Israele esplose in una grande acclamazione da far tremare la terra.5 Και οτε ηλθεν η κιβωτος της διαθηκης του Κυριου εις το στρατοπεδον, πας ο Ισραηλ ηλαλαξε μετα φωνης μεγαλης, ωστε αντηχησεν η γη.
6 I Filistei, udito il frastuono dell'acclamazione, dissero: "Che significa il frastuono di questa straordinaria acclamazione nel campo degli Ebrei?". Poi seppero che l'arca del Signore era giunta nell'accampamento.6 Και ακουσαντες οι Φιλισταιοι την φωνην του αλαλαγμου, ειπον, Τι σημαινει η φωνη του μεγαλου τουτου αλαλαγμου εν τω στρατοπεδω των Εβραιων; Και εμαθον οτι η κιβωτος του Κυριου ηλθεν εις το στρατοπεδον.
7 Allora i Filistei si spaventarono; dicevano infatti: "E' giunto Dio nell'accampamento!". Poi aggiunsero: "Guai a noi! Non era così nei giorni scorsi!7 Και εφοβηθησαν οι Φιλισταιοι, λεγοντες, Ο Θεος ηλθεν εις το στρατοπεδον. Και ειπον, Ουαι εις ημας. Διοτι δεν εσταθη τοιουτον πραγμα χθες και προχθες?
8 Guai a noi! Chi ci scamperà dalla mano di questi dèi potenti? Queste sono le divinità che hanno colpito l'Egitto con ogni specie di piaghe nel deserto.8 ουαι εις ημας. Τις θελει σωσει ημας εκ της χειρος των θεων τουτων των ισχυρων; ουτοι ειναι οι θεοι, οι παταξαντες τους Αιγυπτιους εν παση πληγη εν τη ερημω?
9 Siate forti e siate uomini, o Filistei, per non diventare schiavi degli Ebrei come essi furono vostri schiavi! Siate uomini e combattete!".9 ενδυναμωθητε, Φιλισταιοι, και σταθητε ως ανδρες, δια να μη γεινητε δουλοι εις τους Εβραιους, καθως αυτοι εσταθησαν δουλοι εις εσας? σταθητε ως ανδρες, και πολεμησατε αυτους.
10 Poi i Filistei attaccarono battaglia e Israele fu sbaragliato: ognuno se ne fuggì alla sua tenda; la sconfitta fu veramente grande: caddero trentamila fanti d'Israele.10 Τοτε οι Φιλισταιοι επολεμησαν? και εκτυπηθη ο Ισραηλ, και εφυγεν εκαστος εις την σκηνην αυτου? και εγεινε σφαγη μεγαλη σφοδρα? και επεσον εκ του Ισραηλ τριακοντα χιλιαδες πεζοι.
11 L'arca di Dio fu catturata e i due figli di Eli, Ofni e Finees, morirono.11 Και η κιβωτος του Θεου επιασθη? και αμφοτεροι οι υιοι του Ηλει, Οφνει και Φινεες, εθανατωθησαν.
12 Un uomo di Beniamino fuggì di corsa dall'accampamento e giunse a Silo quel giorno stesso con le vesti stracciate e la polvere sulla testa.12 Και εδραμεν εκ της μαχης ανθρωπος τις εκ του Βενιαμιν, και ηλθεν εις Σηλω την αυτην ημεραν, εχων τα ιματια αυτου διεσχισμενα και χωμα επι την κεφαλην αυτου.
13 Quando arrivò, Eli stava seduto sul seggio presso la porta, scrutando la via, perché il suo cuore era in ansia per l'arca di Dio. Quell'uomo andò a portare la notizia nella città: e tutta la città levò alte grida.13 Και οτε ηλθεν, ιδου, ο Ηλει εκαθητο επι της καθεδρας, κατα το πλαγιον της οδου, σκοπευων? διοτι η καρδια αυτου ετρεμε περι της κιβωτου του Θεου. Και οτε ο ανθρωπος ελθων εις την πολιν ανηγγειλε ταυτα, ανεβοησε πασα η πολις.
14 Eli, udito il rumore delle grida, domandò: "Che significa il rumore di questo tumulto?". Quell'uomo in fretta andò a portare la notizia a Eli.14 Και ακουσας ο Ηλει την φωνην της βοης, ειπε, Τι σημαινει η φωνη της βοης ταυτης; Και ο ανθρωπος ηλθε σπευδων και ανηγγειλε προς τον Ηλει.
15 Egli aveva novantotto anni, aveva gli occhi bloccati e non riusciva più a vedere.15 Ητο δε ο Ηλει ενενηκοντα οκτω ετων? και οι οφθαλμοι αυτου ησαν ημαυρωμενοι, ωστε δεν ηδυνατο να βλεπη.
16 Quell'uomo disse a Eli: "Io vengo dall'accampamento e sono fuggito oggi stesso dal campo". Eli domandò: "Come è andata la cosa, figlio mio?".16 Και ειπεν ο ανθρωπος προς τον Ηλει, Εγω ειμαι ο ελθων εκ της μαχης, και εφυγον εγω εκ της μαχης σημερον. Και ειπε, Τι εγεινε, τεκνον μου;
17 Il messaggero rispose dicendo: "Israele è fuggito di fronte ai Filistei: c'è stata anche un'enorme strage del popolo e i tuoi due figli Ofni e Finees sono morti e l'arca di Dio è stata catturata".17 Και απεκριθη ο μηνυτης και ειπεν, Εφυγεν ο Ισραηλ εμπροσθεν των Φιλισταιων, και ετι μεγαλη σφαγη εγεινεν εις τον λαον? και προσετι αμφοτεροι οι υιοι σου, Οφνει και Φινεες, απεθανον? και η κιβωτος του Θεου επιασθη.
18 Quando sentì nominare l'arca di Dio, Eli cadde dal seggio all'indietro dal lato della porta, si ruppe la nuca e morì. Egli infatti era vecchio e pesante. Era stato giudice d'Israele quarant'anni.18 Και καθως ανεφερε περι της κιβωτου του Θεου, ο Ηλει επεσεν εκ της καθεδρας εις τα οπισθια προς το πλαγιον της πυλης, και συνετριβη ο τραχηλος αυτου, και απεθανε? διοτι ητο γερων ο ανθρωπος και βαρυς. Εκρινε δε αυτος τον Ισραηλ τεσσαρακοντα ετη.
19 Sua nuora, moglie di Finees, era incinta e prossima al parto; quando udì la notizia che l'arca di Dio era stata catturata e che erano morti suo suocero e suo marito, si accasciò e partorì, perché assalita dalle doglie.19 Και η νυμφη αυτου, η γυνη του Φινεες, ουσα εγκυος, ετοιμη να γεννηση, ως ηκουσε την αγγελιαν, οτι η κιβωτος του Θεου επιασθη και οτι ο πενθερος αυτης και ο ανηρ αυτης απεθανον, εκυρτωθη και εγεννησε? διοτι ηλθον εις αυτην οι πονοι.
20 Mentre stava sul punto di morire, le assistenti dicevano: "Non temere, perché hai dato alla luce un bambino". Essa non rispose e non vi prestò attenzione,20 Και καθ' ον καιρον απεθνησκεν, αι γυναικες αι παρισταμεναι ειπον προς αυτην, Μη φοβου? διοτι εγεννησας υιον. Εκεινη ομως δεν απεκριθη ουδε εβαλεν αυτο εις την καρδιαν αυτης.
21 ma chiamò il bambino Icabod, volendo dire: "Se ne è andata la gloria da Israele!", riferendosi alla cattura dell'arca di Dio, al suocero e a suo marito.21 Και εκαλεσε το παιδιον Ιχαβωδ, λεγουσα, Η δοξα εφυγεν εκ του Ισραηλ? διοτι η κιβωτος του Θεου επιασθη, και διοτι ο πενθερος αυτης και ο ανηρ αυτης απεθανον.
22 Disse dunque: "Se ne è andata la gloria da Israele", perché l'arca di Dio era stata catturata.22 Και ειπεν, Η δοξα εφυγεν εκ του Ισραηλ? διοτι επιασθη η κιβωτος του Θεου.