Salmi 64
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
BIBBIA RICCIOTTI | LXX |
---|---|
1 - Al corifeo. Salmo di David. Cantico di Geremia ed Ezechiele per il popolo esultante, quando principiavano a partire. | 1 εις το τελος ψαλμος τω δαυιδ ωδη ιερεμιου και ιεζεκιηλ εκ του λογου της παροικιας οτε εμελλον εκπορευεσθαι |
2 A te si convien l'inno o Dio, in Sion, a te si renderà il voto in Gerusalemme. | 2 σοι πρεπει υμνος ο θεος εν σιων και σοι αποδοθησεται ευχη εν ιερουσαλημ |
3 Ascolta la mia preghiera: a te ricorre ogni mortale. | 3 εισακουσον προσευχης μου προς σε πασα σαρξ ηξει |
4 Le parole degli empi han prevalso su noi; ma alle nostre empietà tu perdonerai propizio. | 4 λογοι ανομιων υπερεδυναμωσαν ημας και τας ασεβειας ημων συ ιλαση |
5 Beato colui che tu eleggi e avvicini [a te], [perchè] dimori ne' tuoi atrii. Ci sazieremo de' beni della tua casa: santo è il tuo tempio, | 5 μακαριος ον εξελεξω και προσελαβου κατασκηνωσει εν ταις αυλαις σου πλησθησομεθα εν τοις αγαθοις του οικου σου αγιος ο ναος σου θαυμαστος εν δικαιοσυνη |
6 mirabile nella giustizia. Esaudiscici, o Dio salvatore nostro, speranza d'ogni estremo angolo della terra, e [di quei che son] nel mare, lontano: | 6 επακουσον ημων ο θεος ο σωτηρ ημων η ελπις παντων των περατων της γης και εν θαλασση μακραν |
7 tu, che stabilisci i monti con la tua forza, cinto di potenza, | 7 ετοιμαζων ορη εν τη ισχυι αυτου περιεζωσμενος εν δυναστεια |
8 tu che sconvolgi il profondo del mare, il fragor de' suoi flutti. S'agitan le genti, | 8 ο συνταρασσων το κυτος της θαλασσης ηχους κυματων αυτης ταραχθησονται τα εθνη |
9 e temono gli abitanti degli [estremi] confini a cagion de' tuoi portenti. Le porte del mattino e della seratu riempi di giubilo. | 9 και φοβηθησονται οι κατοικουντες τα περατα απο των σημειων σου εξοδους πρωιας και εσπερας τερψεις |
10 Tu visiti la terra e l'abbeveri, copiosamente l'arricchisci. Il fiume di Dio é colmo di acque, con esso tu prepari il [frumento], cibo degli uomini: tale è invero la sua preparazione. | 10 επεσκεψω την γην και εμεθυσας αυτην επληθυνας του πλουτισαι αυτην ο ποταμος του θεου επληρωθη υδατων ητοιμασας την τροφην αυτων οτι ουτως η ετοιμασια σου |
11 Irriga i suoi solchi, moltiplica i suoi germogli: delle sue piogge si allieterà germinando. | 11 τους αυλακας αυτης μεθυσον πληθυνον τα γενηματα αυτης εν ταις σταγοσιν αυτης ευφρανθησεται ανατελλουσα |
12 Benedici il coronamento dell'anno [oggetto] della tua bontà, e i tuoi campi si riempiranno d'ubertà. | 12 ευλογησεις τον στεφανον του ενιαυτου της χρηστοτητος σου και τα πεδια σου πλησθησονται πιοτητος |
13 S'impingueranno i bei [prati] del deserto, e di giubilo le colline si cingeranno. | 13 πιανθησονται τα ωραια της ερημου και αγαλλιασιν οι βουνοι περιζωσονται |
14 Si riveston gli arieti de' greggi, e le valli abbonderan di frumento. Levan la voce e inneggiano! | 14 ενεδυσαντο οι κριοι των προβατων και αι κοιλαδες πληθυνουσι σιτον κεκραξονται και γαρ υμνησουσιν |