Scrutatio

Venerdi, 17 maggio 2024 - San Pasquale Baylon ( Letture di oggi)

Neemia 1


font
BIBBIA RICCIOTTIGREEK BIBLE
1 - Parole di Neemia figlio di Elchia. Era il mese di Casleu dell'anno ventesimo, ed io mi trovavo nella cittadella di Susa.1 Λογοι Νεεμια υιου του Αχαλια. Και εν τω μηνι Χισλευ, εν τω εικοστω ετει, οτε ημην εν Σουσοις τη βασιλευουση,
2 E venne dalla terra di Giuda uno dei miei fratelli, Anani, ed altri uomini con lui. Chiesi a loro notizie de' Giudei rimasti e sopravvissuti alla cattività, e di Gerusalemme.2 ο Ανανι, εις εκ των αδελφων μου, ηλθεν, αυτος και τινες εκ του Ιουδα, και ηρωτησα αυτους περι των διασωθεντων Ιουδαιων, οιτινες εναπελειφθησαν εκ της αιχμαλωσιας, και περι Ιερουσαλημ.
3 Mi dissero: «Quelli che sono sopravvissuti, e son rimasti lì in provincia dopo la cattività, si trovano in grande afflizione ed obbrobrio; i muri poi di Gerusalemme sono in rovina, e le sue porte abbruciate dal fuoco».3 Και ειπον προς εμε, Οι υπολοιποι, οι εναπολειφθεντες εκ της αιχμαλωσιας εκει εν τη επαρχια, ειναι εν θλιψει μεγαλη, και ονειδισμω? και το τειχος της Ιερουσαλημ καθηρεθη, και αι πυλαι αυτης κατεκαυθησαν εν πυρι.
4 Udite tali parole, m'assisi, e piansi e gemei per molti giorni, digiunando e pregando al cospetto del Dio del cielo.4 Και οτε ηκουσα τους λογους τουτους, εκαθησα και εκλαυσα και επενθησα ημερας και ενηστευον, και προσηυχομην ενωπιον του Θεου του ουρανου,
5 E dicevo: «Ti supplico, Signore, Dio del cielo, forte, grande e terribile, che osservi il patto, e fai misericordia con quelli che ti amano, e che custodiscono i tuoi comandamenti;5 και ειπα, Δεομαι, Κυριε, Θεε του ουρανου, ο μεγας και φοβερος Θεος, ο φυλαττων την διαθηκην και το ελεος προς τους αγαπωντας αυτον και τηρουντας τας εντολας αυτου,
6 ascoltino i tuoi orecchi, e siano aperti i tuoi occhi, a udire l'orazione del servo tuo, che io levo a te ora, notte e giorno, pei figli di Israele tuoi servi, confessando i peccati che i figli d'Israele hanno commesso contro di te. Io e la casa del padre mio abbiamo peccato;6 ας ηναι τωρα το ους σου προσεκτικον και οι οφθαλμοι σου ανεωγμενοι, δια να ακουσης την προσευχην του δουλου σου, την οποιαν ηδη προσευχομαι ενωπιον σου ημεραν και νυκτα υπερ των υιων Ισραηλ των δουλων σου, και εξομολογουμαι τα αμαρτηματα των υιων Ισραηλ, τα οποια ημαρτησαμεν εις σε? και εγω και ο οικος του πατρος μου ημαρτησαμεν.
7 sedotti dalla vanità, non osservammo i comandamenti, le prescrizioni e le leggi da te ingiunte al tuo servo Mosè.7 Ολως διεφθαρημεν ενωπιον σου, και δεν εφυλαξαμεν τας εντολας και τα διαταγματα και τας κρισεις, τας οποιας προσεταξας εις τον δουλον σου τον Μωυσην.
8 Ricordati della parola da te data a Mosè tuo servo, quando dicesti: - Se sarete disobbedienti, io vi disperderò fra le nazioni;8 Ενθυμηθητι, δεομαι, τον λογον, τον οποιον προσεταξας εις τον δουλον σου τον Μωυσην, λεγων, Εαν γεινητε παραβαται, εγω θελω σας διασκορπισει μεταξυ των εθνων?
9 ma se ritornerete a me, per osservare i miei comandamenti ed eseguirli, foste anche stati trasportati ai confini dell'universo, vi rimetterò insieme, e di lì vi ricondurrò nel luogo che io già scelsi acciò vi abitasse il mio nome. -9 αλλ' εαν επιστρεψητε προς εμε και φυλαξητε τας εντολας μου και εκτελητε αυτας, και αν ηναι απο σας απερριμμενοι εως των εσχατων του ουρανου, και εκειθεν θελω συναξει αυτους και θελω φερει αυτους εις τον τοπον, τον οποιον εξελεξα δια να κατοικισω το ονομα μου εκει.
10 Questi dunque sono i tuoi servi e il tuo popolo, che tu hai riscattato con la potenza tua grande, e con la forza del braccio tuo.10 Ουτοι δε ειναι δουλοι σου και λαος σου, τους οποιους ελυτρωσας δια της δυναμεως σου της μεγαλης και δια της χειρος σου της κραταιας.
11 Ti prego, Signore, ascolti il tuo orecchio l'orazione del servo tuo, e l'orazione de' tuoi servi che voglion temere il tuo nome. Dirigi oggi il tuo servo, e fagli trovare misericordia nel cospetto di quest'uomo». Io infatti ero coppiere del re.11 Δεομαι, Κυριε, ας ηναι ηδη το ους σου προσεκτικον εις την προσευχην του δουλου σου και εις την προσευχην των δουλων σου, των θελοντων να φοβωνται το ονομα σου? και ευοδωσον, δεομαι, τον δουλον σου την ημεραν ταυτην, και χαρισον εις αυτον ελεος ενωπιον του ανδρος τουτου. Διοτι εγω ημην οινοχοος του βασιλεως.