1 Kings 12
12345678910111213141516171819202122
Gen
Exod
Lev
Num
Deut
Josh
Judg
Ruth
1 Sam
2 Sam
1 Kgs
2 Kgs
1 Chr
2 Chr
Ezra
Neh
Tob
Jdt
Esth
1 Macc
2 Macc
Job
Ps
Prov
Eccl
Cant
Wis
Sir
Isa
Jer
Lam
Bar
Ezek
Dan
Hos
Joel
Amos
Obad
Jon
Mic
Nah
Hab
Zeph
Hag
Zech
Mal
Matt
Mark
Luke
John
Acts
Rom
1 Cor
2 Cor
Gal
Eph
Phil
Col
1 Thess
2 Thess
1 Tim
2 Tim
Titus
Phlm
Heb
Jas
1 Pet
2 Pet
1 John
2 John
3 John
Jude
Rev
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
NEW AMERICAN BIBLE | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Rehoboam went to Shechem, where all Israel had come to proclaim him king. | 1 Και υπηγεν ο Ροβοαμ εις Συχεμ? διοτι εις Συχεμ ηρχετο πας ο Ισραηλ δια να καμη αυτον βασιλεα. |
2 Jeroboam, son of Nebat, who was still in Egypt, where he had fled from King Solomon, returned from Egypt as soon as he learned this. | 2 Και ως ηκουσε τουτο Ιεροβοαμ ο υιος του Ναβατ, οστις ητο ετι εν Αιγυπτω, οπου ειχε φυγει απο προσωπου του βασιλεως Σολομωντος, εμεινεν ετι ο Ιεροβοαμ εν Αιγυπτω? |
3 They said to Rehoboam: | 3 απεστειλαν ομως και εκαλεσαν αυτον. Τοτε ηλθον ο Ιεροβοαμ και πασα η συναγωγη του Ισραηλ και ελαλησαν προς τον Ροβοαμ, λεγοντες, |
4 "Your father put on us a heavy yoke. If you now lighten the harsh service and the heavy yoke your father imposed on us, we will serve you." | 4 Ο πατηρ σου εσκληρυνε τον ζυγον ημων? τωρα λοιπον την δουλειαν την σκληραν του πατρος σου και τον ζυγον αυτου τον βαρυν, τον οποιον επεβαλεν εφ' ημας, ελαφρωσον συ, και θελομεν σε δουλευει. |
5 "Come back to me in three days," he answered them. When the people had departed, | 5 Ο δε ειπε προς αυτους, Αναχωρησατε εως τρεις ημερας? επειτα επιστρεψατε προς εμε. Και ανεχωρησεν ο λαος. |
6 King Rehoboam consulted the elders who had been in his father's service while he was alive, and asked, "What answer do you advise me to give this people?" | 6 Και συνεβουλευθη ο βασιλευς Ροβοαμ τους πρεσβυτερους, οιτινες παρισταντο ενωπιον Σολομωντος του πατρος αυτου ετι ζωντος, λεγων, Τι με συμβουλευετε σεις να αποκριθω προς τον λαον τουτον; |
7 They replied, "If today you will be the servant of this people and submit to them, giving them a favorable answer, they will be your servants forever." | 7 Και ελαλησαν προς αυτον, λεγοντες, Εαν σημερον γεινης δουλος εις τον λαον τουτον και δουλευσης αυτους και αποκριθης προς αυτους και λαλησης αγαθους λογους προς αυτους, τοτε θελουσιν εισθαι δουλοι σου δια παντος. |
8 But he ignored the advice the elders had given him, and consulted the young men who had grown up with him and were in his service. | 8 Απερριψεν ομως την συμβουλην των πρεσβυτερων, την οποιαν εδωκαν εις αυτον, και συνεβουλευθη τους νεους, τους συνανατραφεντας μετ' αυτου τους παρισταμενους ενωπιον αυτου. |
9 He said to them, "What answer do you advise me to give this people, who have asked me to lighten the yoke my father imposed on them?" | 9 Και ειπε προς αυτους, Τι με συμβουλευετε σεις να αποκριθωμεν προς τον λαον τουτον, οστις ελαλησε προς εμε, λεγων, Ελαφρωσον τον ζυγον, τον οποιον ο πατηρ σου επεβαλεν εφ' ημας; |
10 The young men who had grown up with him replied, "This is what you must say to this people who have asked you to lighten the yoke your father put on them: 'My little finger is thicker than my father's body. | 10 Και ελαλησαν προς αυτον οι νεοι, οι συνανατραφεντες μετ' αυτου, λεγοντες, ουτω θελεις λαλησει προς τον λαον τουτον, οστις ελαλησε προς σε, λεγων, Ο πατηρ σου εβαρυνε τον ζυγον ημων, αλλα συ ελαφρωσον αυτον εις ημας? ουτω θελεις λαλησει προς αυτους? Ο μικρος μου δακτυλος θελει εισθαι παχυτερος της οσφυος του πατρος μου? |
11 Whereas my father put a heavy yoke on you, I will make it heavier. My father beat you with whips, but I will beat you with scorpions.'" | 11 τωρα λοιπον, ο μεν πατηρ μου επεφορτισεν εις εσας ζυγον βαρυν, εγω δε θελω καμει βαρυτερον τον ζυγον σας? ο πατηρ μου σας επαιδευσε με μαστιγας, αλλ' εγω θελω σας παιδευσει με σκορπιους. |
12 On the third day all Israel came back to King Rehoboam, as he had instructed them to do. | 12 Και ηλθεν ο Ιεροβοαμ και πας ο λαος προς τον Ροβοαμ την τριτην ημεραν, ως ειχε λαλησει ο βασιλευς, λεγων, Επανελθετε προς εμε την τριτην ημεραν. |
13 Ignoring the advice the elders had given him, the king gave the people a harsh answer. | 13 Και απεκριθη ο βασιλευς προς τον λαον σκληρως και εγκατελιπε την συμβουλην των πρεσβυτερων, την οποιαν εδωκαν εις αυτον? |
14 He said to them, as the young men had advised: "My father put on you a heavy yoke, but I will make it heavier. My father beat you with whips, but I will beat you with scorpions." | 14 και ελαλησε προς αυτους κατα την συμβουλην των νεων, λεγων, Ο πατηρ μου εβαρυνε τον ζυγον σας, αλλ' εγω θελω καμει βαρυτερον τον ζυγον σας? ο πατηρ μου σας επαιδευσε με μαστιγας, αλλ' εγω θελω σας παιδευσει με σκορπιους. |
15 The king did not listen to the people, for the LORD brought this about to fulfill the prophecy he had uttered to Jeroboam, son of Nebat, through Ahijah the Shilonite. | 15 Και δεν εισηκουσεν ο βασιλευς εις τον λαον? διοτι το πραγμα εγεινε παρα Κυριου, δια να εκτελεση τον λογον αυτου, τον οποιον ο Κυριος ελαλησε δια του Αχια του Σηλωνιτου προς Ιεροβοαμ τον υιον του Ναβατ. |
16 When all Israel saw that the king did not listen to them, the people answered the king: "What share have we in David? We have no heritage in the son of Jesse. To your tents, O Israel! Now look to your own house, David."So Israel went off to their tents, | 16 Και ιδων πας ο Ισραηλ οτι ο βασιλευς δεν εισηκουσεν εις αυτους, απεκριθη ο λαος προς τον βασιλεα, λεγων, Τι μερος εχομεν ημεις εν τω Δαβιδ; ουδεμιαν κληρονομιαν εχομεν εν τω υιω του Ιεσσαι? εις τας σκηνας σου, Ισραηλ? προβλεψον τωρα, Δαβιδ, περι του οικου σου. Και ανεχωρησεν ο Ισραηλ εις τας σκηνας αυτου. |
17 but Rehoboam reigned over the Israelites who lived in the cities of Judah. | 17 Περι δε των υιων Ισραηλ των κατοικουντων εν ταις πολεσιν Ιουδα, ο Ροβοαμ εβασιλευσεν επ' αυτους. |
18 King Rehoboam then sent out Adoram, superintendent of the forced labor, but all Israel stoned him to death. Rehoboam managed to mount his chariot to flee to Jerusalem, | 18 Και απεστειλεν ο βασιλευς Ροβοαμ τον Αδωραμ, τον επι των φορων? και ελιθοβολησεν αυτον πας ο Ισραηλ με λιθους, και απεθανεν. Οθεν εσπευσεν ο βασιλευς Ροβοαμ να αναβη εις την αμαξαν, δια να φυγη εις Ιερουσαλημ. |
19 and Israel went into rebellion against David's house to this day. | 19 Ουτως απεστατησεν ο Ισραηλ απο του οικου του Δαβιδ εως της ημερας ταυτης. |
20 When all Israel heard that Jeroboam had returned, they summoned him to an assembly and made him king over all Israel. None remained loyal to David's house except the tribe of Judah alone. | 20 Οτε δε ηκουσε πας ο Ισραηλ οτι ο Ιεροβοαμ επεστρεψεν, απεστειλαν και εκαλεσαν αυτον εις την συναγωγην και εκαμον αυτον βασιλεα επι παντα τον Ισραηλ? δεν ηκολουθησε τον οικον του Δαβιδ, ειμη η φυλη του Ιουδα μονη. |
21 On his arrival in Jersusalem, Rehoboam gathered together all the house of Judah and the tribe of Benjamin--one hundred and eighty thousand seasoned warriors--to fight against the house of Israel, to restore the kingdom to Rehoboam, son of Solomon. | 21 Και ελθων ο Ροβοαμ εις Ιερουσαλημ, συνηθροισε παντα τον οικον Ιουδα και την φυλην Βενιαμιν, εκατον ογδοηκοντα χιλιαδας εκλεκτων πολεμιστων, δια να πολεμησωσι κατα του οικου του Ισραηλ, οπως επαναφερωσι την βασιλειαν εις τον Ροβοαμ τον υιον του Σολομωντος. |
22 However, the LORD spoke to Shemaiah, a man of God: | 22 Εγεινεν ομως λογος Θεου προς τον Σεμαιαν, ανθρωπον του Θεου, λεγων, |
23 "Say to Rehoboam, son of Solomon, king of Judah, and to the house of Judah and to Benjamin, and to the rest of the people: | 23 Λαλησον προς Ροβοαμ, τον υιον του Σολομωντος, τον βασιλεα του Ιουδα, και προς παντα τον οικον Ιουδα και Βενιαμιν και προς το επιλοιπον του λαου, λεγων, |
24 'Thus says the LORD: You must not march out to fight against your brother Israelites. Let every man return home, for I have brought this about.'" They accepted this message of the LORD and gave up the expedition accordingly. | 24 ουτω λεγει Κυριος? Δεν θελετε αναβη ουδε πολεμησει εναντιον των αδελφων σας των υιων Ισραηλ? επιστρεψατε εκαστος εις τον οικον αυτου? διοτι παρ' εμου εγεινε το πραγμα τουτο. Και υπηκουσαν εις τον λογον του Κυριου και επεστρεψαν να υπαγωσι, κατα τον λογον του Κυριου. |
25 Jeroboam built up Shechem in the hill country of Ephraim and lived there. Then he left it and built up Penuel. | 25 Τοτε ωκοδομησεν ο Ιεροβοαμ την Συχεμ επι του ορους Εφραιμ, και κατωκησεν εν αυτη? επειτα εξηλθεν εκειθεν και ωκοδομησε την Φανουηλ. |
26 Jeroboam thought to himself: "The kingdom will return to David's house. | 26 Και ειπεν ο Ιεροβοαμ εν τη καρδια αυτου. Τωρα θελει επιστρεψει η βασιλεια εις τον οικον του Δαβιδ? |
27 If now this people go up to offer sacrifices in the temple of the LORD in Jerusalem, the hearts of this people will return to their master, Rehoboam, king of Judah, and they will kill me." | 27 εαν ο λαος ουτος αναβη δια να προσφερη θυσιας εν τω οικω του Κυριου εν Ιερουσαλημ, τοτε η καρδια του λαου τουτου θελει επιστρεψει προς τον κυριον αυτου, τον Ροβοαμ βασιλεα του Ιουδα, και θελουσι θανατωσει εμε και επιστρεψει προς Ροβοαμ τον βασιλεα του Ιουδα. |
28 After taking counsel, the king made two calves of gold and said to the people: "You have been going up to Jerusalem long enough. Here is your God, O Israel, who brought you up from the land of Egypt." | 28 Ελαβε λοιπον ο βασιλευς βουλην και εκαμε δυο μοσχους χρυσους, και ειπε προς αυτους, Φθανει εις εσας να αναβαινητε εις Ιερουσαλημ? ιδου, οι θεοι σου, Ισραηλ, οιτινες σε ανηγαγον εκ γης Αιγυπτου. |
29 And he put one in Bethel, the other in Dan. | 29 Και εθεσε τον ενα εν Βαιβηλ και τον αλλον εθεσεν εν Δαν. |
30 This led to sin, because the people frequented these calves in Bethel and in Dan. | 30 Και εγεινε το πραγμα τουτο αιτια αμαρτιας? διοτι επορευετο ο λαος εως εις Δαν, δια να προσκυνη ενωπιον του ενος. |
31 He also built temples on the high places and made priests from among the people who were not Levites. | 31 Και εκαμεν οικους επι των υψηλων τοπων και εκαμεν ιερεις εκ των εσχατων του λαου, οιτινες δεν ησαν εκ των υιων Λευι. |
32 Jeroboam established a feast in the eighth month on the fifteenth day of the month to duplicate in Bethel the pilgrimage feast of Judah, with sacrifices to the calves he had made; and he stationed in Bethel priests of the high places he had built. | 32 Και εκαμεν ο Ιεροβοαμ εορτην εν τω μηνι τω ογδοω, εν τη δεκατη πεμπτη ημερα του μηνος, ως την εορτην την εν Ιουδα, και ανεβη επι το θυσιαστηριον. Ουτως εκαμεν εν Βαιθηλ, θυσιαζων εις τους μοσχους τους οποιους εκαμε? και κατεστησεν εν Βαιθηλ τους ιερεις των υψηλων τοπων, τους οποιους εκαμε. |
33 Jeroboam ascended the altar he built in Bethel on the fifteenth day of the eighth month, the month in which he arbitrarily chose to establish a feast for the Israelites; he was going to offer sacrifice. | 33 Και ανεβη επι το θυσιαστηριον το οποιον εκαμεν εν Βαιθηλ, την δεκατην πεμπτην ημεραν του ογδοου μηνος, εν τω μηνι τον οποιον εφευρεν απο της καρδιας αυτου? και εκαμεν εορτην εις τους υιους Ισραηλ, και ανεβη επι το θυσιαστηριον, δια να θυμιαση. |