Scrutatio

Sabato, 1 giugno 2024 - San Giustino ( Letture di oggi)

ΖΑΧΑΡΙΑΣ - Zaccaria - Zachariah 5


font
LXXBIBBIA VOLGARE
1 και επεστρεψα και ηρα τους οφθαλμους μου και ειδον και ιδου δρεπανον πετομενον1 E ritornai a me, e alzai gli occhi, e vidi; ed ecco uno volume che volava.
2 και ειπεν προς με τι συ βλεπεις και ειπα εγω ορω δρεπανον πετομενον μηκος πηχεων εικοσι και πλατος πηχεων δεκα2 E disse a me: che vedi tu? E dissi : io vedo uno volume volante; e la sua lunghezza sì è di XX, e la sua larghezza sì è di X cubiti.
3 και ειπεν προς με αυτη η αρα η εκπορευομενη επι προσωπον πασης της γης διοτι πας ο κλεπτης εκ τουτου εως θανατου εκδικηθησεται και πας ο επιορκος εκ τουτου εως θανατου εκδικηθησεται3 E disse a me: questa è la maledizione, la quale esce fuori sopra l' universa terra; però che ogni ladrone, sì come ivi è scritto, sarà giudicato; e ogni giuratore somigliantemente sarà giudicato.
4 και εξοισω αυτο λεγει κυριος παντοκρατωρ και εισελευσεται εις τον οικον του κλεπτου και εις τον οικον του ομνυοντος τω ονοματι μου επι ψευδει και καταλυσει εν μεσω του οικου αυτου και συντελεσει αυτον και τα ξυλα αυτου και τους λιθους αυτου4 E menerò quello, dice lo Signore delli esèrciti; e verrà alla casa [del ladrone, alla casa] di colui il quale giura nel mio nome mentendo; e starà nel mezzo della sua casa, e (non) consumerà quella, e le legne sue, e le sue pietre.
5 και εξηλθεν ο αγγελος ο λαλων εν εμοι και ειπεν προς με αναβλεψον τοις οφθαλμοις σου και ιδε τι το εκπορευομενον τουτο5 E uscie fuori l'angelo che parlava a me, e disse alza li tuoi occhi, e ragguarda quello che esce fuori.
6 και ειπα τι εστιν και ειπεν τουτο το μετρον το εκπορευομενον και ειπεν αυτη η αδικια αυτων εν παση τη γη6 E io dissi: che è quello? Ed egli disse questa è l'anfora (di vino) ch' esce fuori. E anche mi disse: questo è lo loro occhio nella universa terra.
7 και ιδου ταλαντον μολιβου εξαιρομενον και ιδου μια γυνη εκαθητο εν μεσω του μετρου7 Ed ecco, uno talento di piombo era portato; (il talento sì era una loro moneta, sì come noi diciamo uno grosso); e una femina sedea nel mezzo della anfora.
8 και ειπεν αυτη εστιν η ανομια και ερριψεν αυτην εν μεσω του μετρου και ερριψεν τον λιθον του μολιβου εις το στομα αυτης8 E disse questa è una empietà. E gittolla nel mezzo di una anfora, e mise una massa (cioè uno pezzo) di piombo nella sua bocca.
9 και ηρα τους οφθαλμους μου και ειδον και ιδου δυο γυναικες εκπορευομεναι και πνευμα εν ταις πτερυξιν αυτων και αυται ειχον πτερυγας ως πτερυγας εποπος και ανελαβον το μετρον ανα μεσον της γης και ανα μεσον του ουρανου9 E poi alzai li miei occhi, e vidi; ed ecco, due femine uscivano fuori, e lo spirito era nelle loro ale, e aveano ale quasi come ale di nibbio; e alzarono l'anfora (alta) tra lo cielo e la terra.
10 και ειπα προς τον αγγελον τον λαλουντα εν εμοι που αυται αποφερουσιν το μετρον10 E io dissi all' angelo che mi parlava: dove portano costoro l'anfora?
11 και ειπεν προς με οικοδομησαι αυτω οικιαν εν γη βαβυλωνος και ετοιμασαι και θησουσιν αυτο εκει επι την ετοιμασιαν αυτου11 Ed egli disse a me: loro la portano, acciò che sia edificata una casa nella terra di Senaar, e sia fermata, e sia posta ivi sopra la sua base.