Scrutatio

Domenica, 19 maggio 2024 - San Celestino V - Pietro di Morrone ( Letture di oggi)

ΘΡΗΝΟΙ - Lamentazioni - Lamentations 2


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 πως εγνοφωσεν εν οργη αυτου κυριος την θυγατερα σιων κατερριψεν εξ ουρανου εις γην δοξασμα ισραηλ και ουκ εμνησθη υποποδιου ποδων αυτου εν ημερα οργης αυτου1 Milyen sötétbe borította haragjában Sion leányát az Úr! Az égből a földre vetette Izrael ékességét, és nem emlékezett lába zsámolyára haragjának napján.
2 κατεποντισεν κυριος ου φεισαμενος παντα τα ωραια ιακωβ καθειλεν εν θυμω αυτου τα οχυρωματα της θυγατρος ιουδα εκολλησεν εις την γην εβεβηλωσεν βασιλεα αυτης και αρχοντας αυτης2 Elpusztította az Úr kíméletlenül Jákob minden lakóhelyét; lerombolta haragjában Júda leányának erődítményeit. Földre sújtotta, beszennyezte a királyságot és fejedelmeit.
3 συνεκλασεν εν οργη θυμου αυτου παν κερας ισραηλ απεστρεψεν οπισω δεξιαν αυτου απο προσωπου εχθρου και ανηψεν εν ιακωβ ως πυρ φλογα και κατεφαγεν παντα τα κυκλω3 Letörte izzó haragjában Izrael minden szarvát; visszavonta jobbját az ellenség előtt. Égett Jákobban, mint lángoló tűz, emésztette körös-körül.
4 ενετεινεν τοξον αυτου ως εχθρος εστερεωσεν δεξιαν αυτου ως υπεναντιος και απεκτεινεν παντα τα επιθυμηματα οφθαλμων μου εν σκηνη θυγατρος σιων εξεχεεν ως πυρ τον θυμον αυτου4 Megfeszítette íját, mint ellenség, előállt, mint ellenfél, és jobbjával megölt mindent, ami drága a szemnek. Sion leányának a sátrában tűzként öntötte ki haragját.
5 εγενηθη κυριος ως εχθρος κατεποντισεν ισραηλ κατεποντισεν πασας τας βαρεις αυτης διεφθειρεν τα οχυρωματα αυτου και επληθυνεν τη θυγατρι ιουδα ταπεινουμενην και τεταπεινωμενην5 Olyan volt az Úr, mint ellenség, elpusztította Izraelt; elpusztította minden palotáját, tönkretette erődítményeit. Megsokasította Júda leányában a szomorúságot és szomorkodást.
6 και διεπετασεν ως αμπελον το σκηνωμα αυτου διεφθειρεν εορτην αυτου επελαθετο κυριος ο εποιησεν εν σιων εορτης και σαββατου και παρωξυνεν εμβριμηματι οργης αυτου βασιλεα και ιερεα και αρχοντα6 Szétrombolta sövényét, mint kertet, tönkretette ünnepi gyülekezőhelyét; elfeledtetett az Úr Sionban ünnepet és szombatot, s elvetett bosszús haragjában királyt és papot.
7 απωσατο κυριος θυσιαστηριον αυτου απετιναξεν αγιασμα αυτου συνετριψεν εν χειρι εχθρου τειχος βαρεων αυτης φωνην εδωκαν εν οικω κυριου ως εν ημερα εορτης7 Eltaszította oltárát az Úr, meggyalázta szentélyét; ellenség kezébe adta palotáinak falait, s azok hangoskodtak az Úr házában, mint ünnepnapon.
8 και επεστρεψεν κυριος του διαφθειραι τειχος θυγατρος σιων εξετεινεν μετρον ουκ απεστρεψεν χειρα αυτου απο καταπατηματος και επενθησεν το προτειχισμα και τειχος ομοθυμαδον ησθενησεν8 Elhatározta az Úr, hogy elpusztítja Sion leányának várfalát; kifeszítette a mérőzsinórt, nem vonta vissza kezét a pusztítástól. Gyászba borított bástyát és falat, együtt hervadoznak.
9 ενεπαγησαν εις γην πυλαι αυτης απωλεσεν και συνετριψεν μοχλους αυτης βασιλεα αυτης και αρχοντας αυτης εν τοις εθνεσιν ουκ εστιν νομος και γε προφηται αυτης ουκ ειδον ορασιν παρα κυριου9 A földbe süllyedtek kapui, elpusztította és összetörte zárait. Királya és fejedelmei a nemzetek közt vannak, nincs többé törvény, és prófétái sem kapnak látomást az Úrtól.
10 εκαθισαν εις την γην εσιωπησαν πρεσβυτεροι θυγατρος σιων ανεβιβασαν χουν επι την κεφαλην αυτων περιεζωσαντο σακκους κατηγαγον εις γην αρχηγους παρθενους εν ιερουσαλημ10 A földön ülnek némán Sion leányának vénei; port hintettek a fejükre, zsákruhába öltöztek. A földig hajtották fejüket Jeruzsálem szűzei.
11 εξελιπον εν δακρυσιν οι οφθαλμοι μου εταραχθη η καρδια μου εξεχυθη εις γην η δοξα μου επι το συντριμμα της θυγατρος του λαου μου εν τω εκλιπειν νηπιον και θηλαζοντα εν πλατειαις πολεως11 Elgyengültek a könnyektől szemeim, háborog a bensőm; földre omlott a májam népem leányának romlása miatt; mert elalélt gyermek és csecsemő a város terein.
12 ταις μητρασιν αυτων ειπαν που σιτος και οινος εν τω εκλυεσθαι αυτους ως τραυματιας εν πλατειαις πολεως εν τω εκχεισθαι ψυχας αυτων εις κολπον μητερων αυτων12 Azt mondják anyjuknak: »Hol van gabona és bor?«, amikor elalélnak, mint a sebesültek a város terein; amikor kilehelik lelküket anyjuk ölében.
13 τι μαρτυρησω σοι η τι ομοιωσω σοι θυγατερ ιερουσαλημ τις σωσει σε και παρακαλεσει σε παρθενος θυγατερ σιων οτι εμεγαλυνθη ποτηριον συντριβης σου τις ιασεται σε13 Milyen példázatot mondjak rólad? Mivel vesselek össze, Jeruzsálem leánya? Mihez hasonlítsalak, hogy megvigasztaljalak, Sion szűz leánya? Mert nagy a te romlásod, mint a tenger, ki gyógyíthatna meg téged?
14 προφηται σου ειδοσαν σοι ματαια και αφροσυνην και ουκ απεκαλυψαν επι την αδικιαν σου του επιστρεψαι αιχμαλωσιαν σου και ειδοσαν σοι λημματα ματαια και εξωσματα14 Amit prófétáid láttak számodra, az hamisság és színlelés; nem tárták fel bűnödet, hogy megfordítsák sorsodat, hanem amiket láttak számodra, hamis és félrevezető kijelentések.
15 εκροτησαν επι σε χειρας παντες οι παραπορευομενοι οδον εσυρισαν και εκινησαν την κεφαλην αυτων επι την θυγατερα ιερουσαλημ η αυτη η πολις ην ερουσιν στεφανος δοξης ευφροσυνη πασης της γης15 Összecsapták kezüket miattad mind, akik az úton jártak, pisszegtek és fejüket csóválták Jeruzsálem leánya miatt: »Ez az a város, amelyről azt mondják: tökéletes szépség, az egész föld öröme?«
16 διηνοιξαν επι σε στομα αυτων παντες οι εχθροι σου εσυρισαν και εβρυξαν οδοντας ειπαν κατεπιομεν αυτην πλην αυτη η ημερα ην προσεδοκωμεν ευρομεν αυτην ειδομεν16 Kitátotta rád száját minden ellenséged, hörögtek és fogukat csikorgatták; azt mondták: »Elpusztítottuk! Igen, ez az a nap, amelyre vártunk, megértük, megláttuk!«
17 εποιησεν κυριος α ενεθυμηθη συνετελεσεν ρηματα αυτου α ενετειλατο εξ ημερων αρχαιων καθειλεν και ουκ εφεισατο και ηυφρανεν επι σε εχθρον υψωσεν κερας θλιβοντος σε17 Megtette az Úr, amit eltervezett, beteljesítette szavát, amit elrendelt az ősidő napjai óta: rombolt, és nem kímélt; megörvendeztette fölötted az ellenséget, fölemelte ellenfeleid szarvát.
18 εβοησεν καρδια αυτων προς κυριον τειχη σιων καταγαγετε ως χειμαρρους δακρυα ημερας και νυκτος μη δως εκνηψιν σεαυτη μη σιωπησαιτο θυγατερ ο οφθαλμος σου18 Szívük az Úrhoz kiáltott. Sion leányának várfala, folyjon könnyed, mint a patak, éjjel és nappal! Ne engedj magadnak pihenőt, ne csillapodjék szemed bogara!
19 αναστα αγαλλιασαι εν νυκτι εις αρχας φυλακης σου εκχεον ως υδωρ καρδιαν σου απεναντι προσωπου κυριου αρον προς αυτον χειρας σου περι ψυχης νηπιων σου των εκλυομενων λιμω επ' αρχης πασων εξοδων19 Kelj föl, kiálts az éjszakában, az éjjeli őrségek kezdetén! Öntsd ki szívedet, mint a vizet, az Úr színe előtt! Emeld föl hozzá kezedet gyermekeid életéért, akik elaléltak az éhségtől minden utcasarkon!
20 ιδε κυριε και επιβλεψον τινι επεφυλλισας ουτως ει φαγονται γυναικες καρπον κοιλιας αυτων επιφυλλιδα εποιησεν μαγειρος φονευθησονται νηπια θηλαζοντα μαστους αποκτενεις εν αγιασματι κυριου ιερεα και προφητην20 »Lásd, Uram, és tekints arra, akivel így bántál! Hát egyék meg az asszonyok méhük gyümölcsét: a dédelgetett gyermekeket? Hát öljenek meg az Úr szentélyében papot és prófétát?
21 εκοιμηθησαν εις την εξοδον παιδαριον και πρεσβυτης παρθενοι μου και νεανισκοι μου επορευθησαν εν αιχμαλωσια εν ρομφαια και εν λιμω απεκτεινας εν ημερα οργης σου εμαγειρευσας ουκ εφεισω21 A földön hevernek az utcákon fiatalok és öregek; szüzeim és ifjaim elestek a kard által. Öldököltél haragod napján, mészároltál kíméletlenül.
22 εκαλεσεν ημεραν εορτης παροικιας μου κυκλοθεν και ουκ εγενοντο εν ημερα οργης κυριου ανασωζομενος και καταλελειμμενος ως επεκρατησα και επληθυνα εχθρους μου παντας22 Mint ünnepnapra, úgy hívtad össze mindenfelől azokat, akik rémítgetnek; és nem volt az Úr haragjának napján, aki megmenekült és megmaradt volna. Akiket dédelgettem és fölneveltem, azokkal ellenségem végzett.«