Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΗΣΑΙΑΣ - Isaia - Isaiah 65


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 εμφανης εγενομην τοις εμε μη ζητουσιν ευρεθην τοις εμε μη επερωτωσιν ειπα ιδου ειμι τω εθνει οι ουκ εκαλεσαν μου το ονομα1 »Hagytam, hogy felkeressenek, akik nem kérdeztek engem; engedtem, hogy megtaláljanak, akik nem kerestek engem. ‘Íme, itt vagyok! Íme, itt vagyok!’ – mondtam a nemzetnek, mely nem szólította nevemet.
2 εξεπετασα τας χειρας μου ολην την ημεραν προς λαον απειθουντα και αντιλεγοντα οι ουκ επορευθησαν οδω αληθινη αλλ' οπισω των αμαρτιων αυτων2 Egész nap kitártam kezemet a lázadó nép felé, amely nem jó úton jár, hanem a saját gondolatai után;
3 ο λαος ουτος ο παροξυνων με εναντιον εμου δια παντος αυτοι θυσιαζουσιν εν τοις κηποις και θυμιωσιν επι ταις πλινθοις τοις δαιμονιοις α ουκ εστιν3 a nép felé, mely haragra ingerel engem, színem előtt, állandóan; véresáldozatot mutatnak be a kertekben, és tömjénáldozatot a téglákon;
4 και εν τοις μνημασιν και εν τοις σπηλαιοις κοιμωνται δι' ενυπνια οι εσθοντες κρεα υεια και ζωμον θυσιων μεμολυμμενα παντα τα σκευη αυτων4 a sírokban tartózkodnak, és a rejtekhelyeken éjszakáznak; megeszik a sertéshúst, és tisztátalan hús leve van edényeikben.
5 οι λεγοντες πορρω απ' εμου μη εγγισης μου οτι καθαρος ειμι ουτος καπνος του θυμου μου πυρ καιεται εν αυτω πασας τας ημερας5 Azt mondják: ‘Húzódj vissza, ne közelíts hozzám, mert szentté teszlek!’ Ezek füst az orromban, egész nap égő tűz.
6 ιδου γεγραπται ενωπιον μου ου σιωπησω εως αν αποδω εις τον κολπον αυτων6 Íme, meg van írva színem előtt; nem hallgatok, csak ha visszafizettem; és vissza fogok fizetni az ölükbe,
7 τας αμαρτιας αυτων και των πατερων αυτων λεγει κυριος οι εθυμιασαν επι των ορεων και επι των βουνων ωνειδισαν με αποδωσω τα εργα αυτων εις τον κολπον αυτων7 bűneitekért és atyáitok bűneiért egyaránt, – mondja az Úr –, akik tömjéneztek a hegyeken, és a halmokon gyaláztak engem; kimérem korábbi tetteik fizetségét az ölükbe.«
8 ουτως λεγει κυριος ον τροπον ευρεθησεται ο ρωξ εν τω βοτρυι και ερουσιν μη λυμηνη αυτον οτι ευλογια κυριου εστιν εν αυτω ουτως ποιησω ενεκεν του δουλευοντος μοι τουτου ενεκεν ου μη απολεσω παντας8 Így szól az Úr: »Mint amikor must található a szőlőfürtben, és azt mondják: ‘Ne pusztítsd el, mert áldás van benne!’, úgy teszek én szolgáimért: nem pusztítok el mindenkit.
9 και εξαξω το εξ ιακωβ σπερμα και το εξ ιουδα και κληρονομησει το ορος το αγιον μου και κληρονομησουσιν οι εκλεκτοι μου και οι δουλοι μου και κατοικησουσιν εκει9 Ivadékot hozok elő Jákobból és Júdából, aki örökli hegyeimet; választottaim fogják örökölni, és szolgáim laknak majd ott.
10 και εσονται εν τω δρυμω επαυλεις ποιμνιων και φαραγξ αχωρ εις αναπαυσιν βουκολιων τω λαω μου οι εζητησαν με10 Sáron nyájak legelője lesz, és Ákor völgye csordák pihenőhelye, népem számára, mely engem keres.
11 υμεις δε οι εγκαταλιποντες με και επιλανθανομενοι το ορος το αγιον μου και ετοιμαζοντες τω δαιμονι τραπεζαν και πληρουντες τη τυχη κερασμα11 Titeket azonban, akik elhagytátok az Urat, és elfeledkeztetek szent hegyemről; akik asztalt terítettetek a szerencseistennek, és fűszeres bort töltöttetek a sorsistennek:
12 εγω παραδωσω υμας εις μαχαιραν παντες εν σφαγη πεσεισθε οτι εκαλεσα υμας και ουχ υπηκουσατε ελαλησα και παρηκουσατε και εποιησατε το πονηρον εναντιον εμου και α ουκ εβουλομην εξελεξασθε12 titeket a kard élére szántalak, és mindnyájan letérdeltek majd a leöléshez, mert kiáltottam, de nem válaszoltatok, szóltam, de nem hallottátok meg; azt tettétek, ami rossz a szememben, és ami nem tetszik nekem, azt választottátok.«
13 δια τουτο ταδε λεγει κυριος ιδου οι δουλευοντες μοι φαγονται υμεις δε πεινασετε ιδου οι δουλευοντες μοι πιονται υμεις δε διψησετε ιδου οι δουλευοντες μοι ευφρανθησονται υμεις δε αισχυνθησεσθε13 Ezért így szól az Úristen: »Íme, szolgáim enni fognak, ti pedig majd éheztek; íme, szolgáim inni fognak, ti pedig majd szomjaztok; íme, szolgáim örvendezni fognak, ti pedig majd szégyenkeztek;
14 ιδου οι δουλευοντες μοι αγαλλιασονται εν ευφροσυνη υμεις δε κεκραξεσθε δια τον πονον της καρδιας υμων και απο συντριβης πνευματος ολολυξετε14 íme, szolgáim ujjongani fognak szívük boldogságában, ti pedig majd kiáltoztok szívetek fájdalmában, és megtört lélekkel jajgattok!
15 καταλειψετε γαρ το ονομα υμων εις πλησμονην τοις εκλεκτοις μου υμας δε ανελει κυριος τοις δε δουλευουσιν αυτω κληθησεται ονομα καινον15 Neveteket átoknak hagyjátok választottaimra: ‘Öljön meg téged az Úristen!’ Szolgáinak pedig más nevet ad.
16 ο ευλογηθησεται επι της γης ευλογησουσιν γαρ τον θεον τον αληθινον και οι ομνυοντες επι της γης ομουνται τον θεον τον αληθινον επιλησονται γαρ την θλιψιν αυτων την πρωτην και ουκ αναβησεται αυτων επι την καρδιαν16 Aki áldást kér magára a földön, a hűség Istenének nevében kér majd áldást; és aki esküszik a földön, a hűség Istenére fog esküdni. Hisz feledésbe megy a hajdani nyomorúság, és rejtve lesz szemem elől.
17 εσται γαρ ο ουρανος καινος και η γη καινη και ου μη μνησθωσιν των προτερων ουδ' ου μη επελθη αυτων επι την καρδιαν17 Mert íme, én új eget és új földet teremtek; az elsőkre nem emlékeznek, nem is jutnak eszébe senkinek.
18 αλλ' ευφροσυνην και αγαλλιαμα ευρησουσιν εν αυτη οτι ιδου εγω ποιω ιερουσαλημ αγαλλιαμα και τον λαον μου ευφροσυνην18 De örvendjetek és ujjongjatok mindörökké annak, amit teremtek; mert íme, én Jeruzsálemet ujjongássá teremtem, népét pedig örömmé.
19 και αγαλλιασομαι επι ιερουσαλημ και ευφρανθησομαι επι τω λαω μου και ουκετι μη ακουσθη εν αυτη φωνη κλαυθμου ουδε φωνη κραυγης19 Ujjongok majd Jeruzsálemben, és örvendezem népemben; nem hallatszik többé benne sírás hangja és kiáltás hangja.
20 και ου μη γενηται εκει αωρος και πρεσβυτης ος ουκ εμπλησει τον χρονον αυτου εσται γαρ ο νεος εκατον ετων ο δε αποθνησκων αμαρτωλος εκατον ετων και επικαταρατος εσται20 Nem lesz ott többé néhány napig élő csecsemő, sem öreg, aki nem tölti be napjait; mert a legfiatalabb is százéves korában hal meg, és aki nem éri meg századik évét, átkozottnak számít.
21 και οικοδομησουσιν οικιας και αυτοι ενοικησουσιν και καταφυτευσουσιν αμπελωνας και αυτοι φαγονται τα γενηματα αυτων21 Házakat építenek, és bennük laknak, szőlőt ültetnek, és eszik gyümölcsét.
22 και ου μη οικοδομησουσιν και αλλοι ενοικησουσιν και ου μη φυτευσουσιν και αλλοι φαγονται κατα γαρ τας ημερας του ξυλου της ζωης εσονται αι ημεραι του λαου μου τα εργα των πονων αυτων παλαιωσουσιν22 Nem azért építenek, hogy más lakjék ott, nem azért ültetnek, hogy más egyék; mert népem életkora olyan lesz, mint a fák életkora, és kezük munkáját élvezik választottaim.
23 οι δε εκλεκτοι μου ου κοπιασουσιν εις κενον ουδε τεκνοποιησουσιν εις καταραν οτι σπερμα ηυλογημενον υπο θεου εστιν και τα εκγονα αυτων μετ' αυτων εσονται23 Nem fáradnak hiába, és nem a hirtelen pusztulásra szülnek; mert az Úrtól megáldott ivadékok ők, és sarjaik velük együtt.
24 και εσται πριν κεκραξαι αυτους εγω επακουσομαι αυτων ετι λαλουντων αυτων ερω τι εστιν24 Ez történik majd: mielőtt még kiáltanának, én válaszolok, ők még beszélnek, és én már meghallgatom.
25 τοτε λυκοι και αρνες βοσκηθησονται αμα και λεων ως βους φαγεται αχυρα οφις δε γην ως αρτον ουκ αδικησουσιν ουδε μη λυμανουνται επι τω ορει τω αγιω μου λεγει κυριος25 Farkas és bárány együtt legelnek majd, az oroszlán szalmát eszik, mint a marha, és a kígyónak por lesz a kenyere. Nem ártanak és nem pusztítanak sehol szent hegyemen« – mondja az Úr.