Scrutatio

Lunedi, 3 giugno 2024 - San Carlo Lwanga ( Letture di oggi)

ΗΣΑΙΑΣ - Isaia - Isaiah 41


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 εγκαινιζεσθε προς με νησοι οι γαρ αρχοντες αλλαξουσιν ισχυν εγγισατωσαν και λαλησατωσαν αμα τοτε κρισιν αναγγειλατωσαν1 Hallgassatok rám, szigetek, és a népek kapjanak új erőre! Lépjenek elő, aztán beszéljenek, szálljunk perbe egymással!
2 τις εξηγειρεν απο ανατολων δικαιοσυνην εκαλεσεν αυτην κατα ποδας αυτου και πορευσεται δωσει εναντιον εθνων και βασιλεις εκστησει και δωσει εις γην τας μαχαιρας αυτων και ως φρυγανα εξωσμενα τα τοξα αυτων2 Ki támasztotta kelet felől azt, akinek léptét győzelem kíséri? Kiszolgáltatja színe előtt a nemzeteket, és királyokat vet alá neki; mint a por, olyanná teszi őket kardja, mint elfújt pelyva, olyanná az íja.
3 και διωξεται αυτους και διελευσεται εν ειρηνη η οδος των ποδων αυτου3 Üldözi őket, zavartalanul halad előre, lába alig éri az ösvényt.
4 τις ενηργησεν και εποιησεν ταυτα εκαλεσεν αυτην ο καλων αυτην απο γενεων αρχης εγω θεος πρωτος και εις τα επερχομενα εγω ειμι4 Ki tette és művelte ezt? Ki hívta a nemzedékeket kezdettől fogva? Én, az Úr, az első, de az utolsókkal is én vagyok.
5 ειδοσαν εθνη και εφοβηθησαν τα ακρα της γης ηγγισαν και ηλθοσαν αμα5 Látják a szigetek, és félnek, a föld végei megremegnek, közelednek és összejönnek.
6 κρινων εκαστος τω πλησιον και τω αδελφω βοηθησαι και ερει6 Egyik a másikat segíti, és azt mondja testvérének: »Légy erős!«
7 ισχυσεν ανηρ τεκτων και χαλκευς τυπτων σφυρη αμα ελαυνων ποτε μεν ερει συμβλημα καλον εστιν ισχυρωσαν αυτα εν ηλοις θησουσιν αυτα και ου κινηθησονται7 Bátorítja kovács az ötvöst, a kalapáccsal dolgozó azt, aki az üllőt veri; azt mondja a forrasztásról: »Jó lesz!«, és megerősíti szegekkel, hogy ne inogjon.
8 συ δε ισραηλ παις μου ιακωβ ον εξελεξαμην σπερμα αβρααμ ον ηγαπησα8 De te, Izrael, az én szolgám, Jákob, akit kiválasztottalak, barátomnak, Ábrahámnak ivadéka,
9 ου αντελαβομην απ' ακρων της γης και εκ των σκοπιων αυτης εκαλεσα σε και ειπα σοι παις μου ει εξελεξαμην σε και ουκ εγκατελιπον σε9 te, akit magamhoz ragadtalak a föld végéről, és legtávolabbi sarkából hívtalak el, s azt mondtam neked: »Szolgám vagy, kiválasztottalak, és nem vetlek el téged«,
10 μη φοβου μετα σου γαρ ειμι μη πλανω εγω γαρ ειμι ο θεος σου ο ενισχυσας σε και εβοηθησα σοι και ησφαλισαμην σε τη δεξια τη δικαια μου10 ne félj, mert én veled vagyok! Ne tekingess semerre, mert én vagyok a te Istened! Megerősítelek és megsegítelek, s támogatlak téged szabadító jobbommal.
11 ιδου αισχυνθησονται και εντραπησονται παντες οι αντικειμενοι σοι εσονται γαρ ως ουκ οντες και απολουνται παντες οι αντιδικοι σου11 Íme, szégyen és gyalázat éri mindazokat, akik ellened küzdenek; semmivé lesznek és elvesznek, akik veled perbe szállnak.
12 ζητησεις αυτους και ου μη ευρης τους ανθρωπους οι παροινησουσιν εις σε εσονται γαρ ως ουκ οντες και ουκ εσονται οι αντιπολεμουντες σε12 Keresed majd, de nem találod azokat, akik veled civakodnak; semmivé lesznek és megsemmisülnek, akik ellened harcolnak.
13 οτι εγω ο θεος σου ο κρατων της δεξιας σου ο λεγων σοι μη φοβου13 Mert én vagyok az Úr, a te Istened, aki megragadom jobbodat, és így szólok hozzád: »Ne félj, én megsegítelek!
14 ιακωβ ολιγοστος ισραηλ εγω εβοηθησα σοι λεγει ο θεος ο λυτρουμενος σε ισραηλ14 Ne félj, te férgecske, Jákob, te kis bogár, Izrael! Én megsegítelek« – mondja az Úr, a te megváltód, Izrael Szentje. –
15 ιδου εποιησα σε ως τροχους αμαξης αλοωντας καινους πριστηροειδεις και αλοησεις ορη και λεπτυνεις βουνους και ως χνουν θησεις15 Íme, cséplőszánná teszlek téged, új és éles fogú cséplőhengerré. Hegyeket csépelsz és törsz össze, halmokat zúzol pozdorjává.
16 και λικμησεις και ανεμος λημψεται αυτους και καταιγις διασπερει αυτους συ δε ευφρανθηση εν τοις αγιοις ισραηλ και αγαλλιασονται16 Feldobod őket, és a szél elviszi, a szélvihar szétszórja őket. Te pedig ujjongsz majd az Úrban, és Izrael Szentjében dicsekszel.
17 οι πτωχοι και οι ενδεεις ζητησουσιν γαρ υδωρ και ουκ εσται η γλωσσα αυτων απο της διψης εξηρανθη εγω κυριος ο θεος εγω επακουσομαι ο θεος ισραηλ και ουκ εγκαταλειψω αυτους17 A szegények és a szűkölködők vizet keresnek, de nincs, nyelvük a szomjúságtól kiszárad. Én, az Úr, meghallgatom őket, én, Izrael Istene, nem hagyom el őket.
18 αλλα ανοιξω επι των ορεων ποταμους και εν μεσω πεδιων πηγας ποιησω την ερημον εις ελη και την διψωσαν γην εν υδραγωγοις18 Folyókat fakasztok a kopár dombokon, és a völgyek közepén forrásokat; a sivatagot bővizű tóvá teszem, és a kiaszott földet vizek forrásává.
19 θησω εις την ανυδρον γην κεδρον και πυξον και μυρσινην και κυπαρισσον και λευκην19 A sivatagban cédrust növesztek, akácot, mirtuszt és olajfát; a pusztában fenyőt ültetek, szilfát és ciprust egymás mellé,
20 ινα ιδωσιν και γνωσιν και εννοηθωσιν και επιστωνται αμα οτι χειρ κυριου εποιησεν ταυτα παντα και ο αγιος του ισραηλ κατεδειξεν20 hogy lássák és megtudják, megfontolják és mindjárt megértsék: az Úr keze művelte ezt, és Izrael Szentje teremtette.
21 εγγιζει η κρισις υμων λεγει κυριος ο θεος ηγγισαν αι βουλαι υμων λεγει ο βασιλευς ιακωβ21 Terjesszétek elő ügyeteket! – mondja az Úr. – Adjátok elő érveiteket! – mondja Jákob királya. –
22 εγγισατωσαν και αναγγειλατωσαν υμιν α συμβησεται η τα προτερα τινα ην ειπατε και επιστησομεν τον νουν και γνωσομεθα τι τα εσχατα και τα επερχομενα ειπατε ημιν22 Adják elő és hirdessék nekünk, ami történni fog! A korábbi dolgokat hirdessétek, amint voltak, hadd szívleljük meg, és hadd tudjuk meg a végüket; vagy a jövendőt tudassátok velünk!
23 αναγγειλατε ημιν τα επερχομενα επ' εσχατου και γνωσομεθα οτι θεοι εστε ευ ποιησατε και κακωσατε και θαυμασομεθα και οψομεθα αμα23 Hirdessétek, ami a jövőben következik, hadd tudjuk meg, hogy istenek vagytok! Tegyetek jót, vagy akár rosszat is, hadd vegyük észre, és lássuk együtt!
24 οτι ποθεν εστε υμεις και ποθεν η εργασια υμων εκ γης βδελυγμα εξελεξαντο υμας24 Íme, ti semmik vagytok, és művetek semmiség; utálat, ha valaki titeket választ!
25 εγω δε ηγειρα τον απο βορρα και τον αφ' ηλιου ανατολων κληθησονται τω ονοματι μου ερχεσθωσαν αρχοντες και ως πηλος κεραμεως και ως κεραμευς καταπατων τον πηλον ουτως καταπατηθησεσθε25 Észak felől támasztottam, és eljött, napkeletről nevén szólítottam; eltiporja a helytartókat, mint az agyagot, ahogyan a fazekas a sarat tapossa.
26 τις γαρ αναγγελει τα εξ αρχης ινα γνωμεν και τα εμπροσθεν και ερουμεν οτι αληθη εστιν ουκ εστιν ο προλεγων ουδε ο ακουων υμων τους λογους26 Ki hirdette kezdettől fogva, hogy tudjuk, és régóta, hogy azt mondjuk: »Igaz?« Senki sem hirdette, senki sem tudatta, senki sem hallotta beszédeiteket.
27 αρχην σιων δωσω και ιερουσαλημ παρακαλεσω εις οδον27 Elsőként én mondtam Sionnak: Íme, itt vannak! És Jeruzsálemnek én adtam azt, aki örömhírt vitt.
28 απο γαρ των εθνων ιδου ουδεις και απο των ειδωλων αυτων ουκ ην ο αναγγελλων και εαν ερωτησω αυτους ποθεν εστε ου μη αποκριθωσιν μοι28 Láttam, hogy senki sincs, egy sincs ezek között, aki tanácsot adna, és ha megkérdezném, egy szót is felelne.
29 εισιν γαρ οι ποιουντες υμας και ματην οι πλανωντες υμας29 Íme, ők mind semmik, semmiségek a tetteik; szél és hiábavalóság a bálványaik.