1 μη καυχω τα εις αυριον ου γαρ γινωσκεις τι τεξεται η επιουσα | 1 O homem que, apesar das admoestações, se obstina será logo irremediavelmente arruinado. |
2 εγκωμιαζετω σε ο πελας και μη το σον στομα αλλοτριος και μη τα σα χειλη | 2 Quando dominam os justos, alegra-se o povo; quando governa o ímpio, o povo geme. |
3 βαρυ λιθος και δυσβαστακτον αμμος οργη δε αφρονος βαρυτερα αμφοτερων | 3 Quem ama a sabedoria alegra seu pai; o que freqüenta as prostitutas dissipa sua fortuna. |
4 ανελεημων θυμος και οξεια οργη αλλ' ουδενα υφισταται ζηλος | 4 É pela justiça que um rei firma seu país, mas aquele que o sobrecarrega com muitos impostos, o arruína. |
5 κρεισσους ελεγχοι αποκεκαλυμμενοι κρυπτομενης φιλιας | 5 O homem que adula seu próximo estende redes aos seus pés. |
6 αξιοπιστοτερα εστιν τραυματα φιλου η εκουσια φιληματα εχθρου | 6 No delito do ímpio há um ardil, mas o justo corre alegremente. |
7 ψυχη εν πλησμονη ουσα κηριοις εμπαιζει ψυχη δε ενδεει και τα πικρα γλυκεια φαινεται | 7 O justo conhece a causa dos pobres; o ímpio a ignora. |
8 ωσπερ οταν ορνεον καταπετασθη εκ της ιδιας νοσσιας ουτως ανθρωπος δουλουται οταν αποξενωθη εκ των ιδιων τοπων | 8 Os escarnecedores ateiam fogo na cidade, mas os sábios acalmam o furor. |
9 μυροις και οινοις και θυμιαμασιν τερπεται καρδια καταρρηγνυται δε υπο συμπτωματων ψυχη | 9 Discute um sábio com um tolo? Que ele se zangue ou que ele se ria, não terá paz. |
10 φιλον σον η φιλον πατρωον μη εγκαταλιπης εις δε τον οικον του αδελφου σου μη εισελθης ατυχων κρεισσων φιλος εγγυς η αδελφος μακραν οικων | 10 Os homens sanguinários odeiam o íntegro, mas os homens retos tomam cuidado com sua vida. |
11 σοφος γινου υιε ινα ευφραινηται μου η καρδια και αποστρεψον απο σου επονειδιστους λογους | 11 O insensato desafoga toda sua ira, mas o sábio a domina e a recalca. |
12 πανουργος κακων επερχομενων απεκρυβη αφρονες δε επελθοντες ζημιαν τεισουσιν | 12 Quando um soberano presta atenção às mentiras, todos os seus servidores tornam-se maus. |
13 αφελου το ιματιον αυτου παρηλθεν γαρ υβριστης οστις τα αλλοτρια λυμαινεται | 13 O pobre e o opressor se encontram: é o Senhor que ilumina os olhos de cada um. |
14 ος αν ευλογη φιλον το πρωι μεγαλη τη φωνη καταρωμενου ουδεν διαφερειν δοξει | 14 Um rei que julga com eqüidade os humildes terá seu trono firmado para sempre. |
15 σταγονες εκβαλλουσιν ανθρωπον εν ημερα χειμερινη εκ του οικου αυτου ωσαυτως και γυνη λοιδορος εκ του ιδιου οικου | 15 Vara e correção dão a sabedoria; menino abandonado à sua vontade se torna a vergonha da mãe. |
16 βορεας σκληρος ανεμος ονοματι δε επιδεξιος καλειται | 16 Quando se multiplicam os ímpios, multiplica-se o crime, mas os justos contemplarão sua queda. |
17 σιδηρος σιδηρον οξυνει ανηρ δε παροξυνει προσωπον εταιρου | 17 Corrige teu filho e ele te dará repouso e será as delícias de tua vida. |
18 ος φυτευει συκην φαγεται τους καρπους αυτης ος δε φυλασσει τον εαυτου κυριον τιμηθησεται | 18 Por falta de visão, o povo vive sem freios; ditoso o que observa a instrução! |
19 ωσπερ ουχ ομοια προσωπα προσωποις ουτως ουδε αι καρδιαι των ανθρωπων | 19 Não é com palavras que se corrige um escravo, porque ele compreende, mas não se atém a elas. |
20 αδης και απωλεια ουκ εμπιμπλανται ωσαυτως και οι οφθαλμοι των ανθρωπων απληστοι [20α] βδελυγμα κυριω στηριζων οφθαλμον και οι απαιδευτοι ακρατεις γλωσση | 20 Viste um homem precipitado no falar: há mais esperança num tolo do que nele. |
21 δοκιμιον αργυρω και χρυσω πυρωσις ανηρ δε δοκιμαζεται δια στοματος εγκωμιαζοντων αυτον [21α] καρδια ανομου εκζητει κακα καρδια δε ευθης εκζητει γνωσιν | 21 Um escravo mimado desde sua juventude, acaba por se tornar desobediente. |
22 εαν μαστιγοις αφρονα εν μεσω συνεδριου ατιμαζων ου μη περιελης την αφροσυνην αυτου | 22 Um homem irascível excita contendas; o colérico acumula as faltas. |
23 γνωστως επιγνωση ψυχας ποιμνιου σου και επιστησεις καρδιαν σου σαις αγελαις | 23 O orgulho de um homem leva-o à humilhação, mas o humilde de espírito obtém a glória. |
24 οτι ου τον αιωνα ανδρι κρατος και ισχυς ουδε παραδιδωσιν εκ γενεας εις γενεαν | 24 Quem partilha com o ladrão, odeia-se a si mesmo; ouve a maldição e nada denuncia. |
25 επιμελου των εν τω πεδιω χλωρων και κερεις ποαν και συναγε χορτον ορεινον | 25 O temor dos homens prepara um laço, mas quem confia no Senhor permanece seguro. |
26 ινα εχης προβατα εις ιματισμον τιμα πεδιον ινα ωσιν σοι αρνες | 26 Muitos buscam o favor dum príncipe, mas é do Senhor que cada homem alcança justiça |
27 υιε παρ' εμου εχεις ρησεις ισχυρας εις την ζωην σου και εις την ζωην σων θεραποντων | 27 O homem iníquo é abominado pelos justos; o ímpio abomina aquele que anda pelo caminho certo. |