Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΤΩΒΙΤ - Tobia - Tobit 7


font
LXXVULGATA
1 και ηλθον εις εκβατανα και παρεγενοντο εις την οικιαν ραγουηλ σαρρα δε υπηντησεν αυτοις και εχαιρετισεν αυτους και αυτοι αυτην και εισηγαγεν αυτους εις την οικιαν1 Ingressi sunt autem ad Raguelem, et suscepit eos Raguel cum gaudio.
2 και ειπεν ραγουηλ εδνα τη γυναικι αυτου ως ομοιος ο νεανισκος τωβιτ τω ανεψιω μου2 Intuensque Tobiam Raguel, dixit Annæ uxori suæ : Quam similis est juvenis iste consobrino meo !
3 και ηρωτησεν αυτους ραγουηλ ποθεν εστε αδελφοι και ειπαν αυτω εκ των υιων νεφθαλι των αιχμαλωτων εν νινευη3 Et cum hæc dixisset, ait : Unde estis juvenes fratres nostri ? At illi dixerunt : Ex tribu Nephthali sumus, ex captivitate Ninive.
4 και ειπεν αυτοις γινωσκετε τωβιτ τον αδελφον ημων οι δε ειπαν γινωσκομεν4 Dixitque illis Raguel : Nostis Tobiam fratrem meum ? Qui dixerunt : Novimus.
5 και ειπεν αυτοις υγιαινει οι δε ειπαν και ζη και υγιαινει και ειπεν τωβιας πατηρ μου εστιν5 Cumque multa bona loqueretur de eo, dixit angelus ad Raguelem : Tobias, de quo interrogas, pater istius est.
6 και ανεπηδησεν ραγουηλ και κατεφιλησεν αυτον και εκλαυσε και ευλογησεν αυτον και ειπεν αυτω ο του καλου και αγαθου ανθρωπου και ακουσας οτι τωβιτ απωλεσεν τους οφθαλμους αυτου ελυπηθη και εκλαυσεν6 Et misit se Raguel, et cum lacrimis osculatus est eum, et plorans supra collum ejus
7 και εδνα η γυνη αυτου και σαρρα η θυγατηρ αυτου εκλαυσαν και υπεδεξαντο αυτους προθυμως7 dixit : Benedictio sit tibi, fili mi, quia boni et optimi viri filius es.
8 και εθυσαν κριον προβατων και παρεθηκαν οψα πλειονα8 Et Anna uxor ejus, et Sara ipsorum filia, lacrimatæ sunt.
9 ειπεν δε τωβιας τω ραφαηλ αζαρια αδελφε λαλησον υπερ ων ελεγες εν τη πορεια και τελεσθητω το πραγμα9 Postquam autem locuti sunt, præcepit Raguel occidi arietem, et parari convivium. Cumque hortaretur eos discumbere ad prandium,
10 και μετεδωκεν τον λογον τω ραγουηλ και ειπεν ραγουηλ προς τωβιαν φαγε και πιε και ηδεως γινου σοι γαρ καθηκει το παιδιον μου λαβειν πλην υποδειξω σοι την αληθειαν10 Tobias dixit : Hic ego hodie non manducabo neque bibam, nisi prius petitionem meam confirmes, et promittas mihi dare Saram filiam tuam.
11 εδωκα το παιδιον μου επτα ανδρασιν και οποτε εαν εισεπορευοντο προς αυτην απεθνησκοσαν υπο την νυκτα αλλα το νυν εχων ηδεως γινου11 Quo audito verbo Raguel expavit, sciens quid evenerit illis septem viris qui ingressi sunt ad eam : et timere cœpit ne forte et hunc similiter contingeret. Et cum nutaret, et non daret petenti ullum responsum,
12 και ειπεν τωβιας ου γευσομαι ουδεν ωδε εως αν στησητε και σταθητε προς με και ειπεν ραγουηλ κομιζου αυτην απο του νυν κατα την κρισιν συ δε αδελφος ει αυτης και αυτη σου εστιν ο δε ελεημων θεος ευοδωσει υμιν τα καλλιστα12 dixit ei angelus : Noli timere dare eam isti, quoniam huic timenti Deum debetur conjux filia tua : propterea alius non potuit habere illam.
13 και εκαλεσεν σαρραν την θυγατερα αυτου και λαβων της χειρος αυτης παρεδωκεν αυτην τω τωβια γυναικα και ειπεν ιδου κατα τον νομον μωυσεως κομιζου αυτην και απαγε προς τον πατερα σου και ευλογησεν αυτους13 Tunc dixit Raguel : Non dubito quod Deus preces et lacrimas meas in conspectu suo admiserit.
14 και εκαλεσεν εδναν την γυναικα αυτου και λαβων βιβλιον εγραψεν συγγραφην και εσφραγισαντο και ηρξαντο εσθιειν14 Et credo quoniam ideo fecit vos venire ad me, ut ista conjungeretur cognationi suæ secundum legem Moysi : et nunc noli dubium gerere quod tibi eam tradam.
15 και εκαλεσεν ραγουηλ εδναν την γυναικα αυτου και ειπεν αυτη αδελφη ετοιμασον το ετερον ταμιειον και εισαγαγε αυτην15 Et apprehendens dexteram filiæ suæ, dexteræ Tobiæ tradidit, dicens : Deus Abraham, et Deus Isaac, et Deus Jacob vobiscum sit, et ipse conjungat vos, impleatque benedictionem suam in vobis.
16 και εποιησεν ως ειπεν και εισηγαγεν αυτην εκει και εκλαυσεν και απεδεξατο τα δακρυα της θυγατρος αυτης και ειπεν αυτη16 Et accepta carta, fecerunt conscriptionem conjugii.
17 θαρσει τεκνον ο κυριος του ουρανου και της γης δωη σοι χαριν αντι της λυπης σου ταυτης θαρσει θυγατερ17 Et post hæc epulati sunt, benedicentes Deum.
18 Vocavitque Raguel ad se Annam uxorem suam, et præcepit ei ut præpararet alterum cubiculum.
19 Et introduxit illuc Saram filiam suam, et lacrimata est.
20 Dixitque ei : Forti animo esto, filia mea : Dominus cæli det tibi gaudium pro tædio quod perpessa es.