1 και βασιλευς δαρειος εποιησεν δοχην μεγαλην πασιν τοις υπ' αυτον και πασιν τοις οικογενεσιν αυτου και πασιν τοις μεγιστασιν της μηδιας και της περσιδος | 1 Era già venuto il settimo mese, e i figliuoli d' Israel erano nelle città loro. Tutto il popolo, quasi come uno uomo, si raunò in Ierusalem. |
2 και πασιν τοις σατραπαις και στρατηγοις και τοπαρχαις τοις υπ' αυτον απο της ινδικης μεχρι της αιθιοπιας εν ταις εκατον εικοσι επτα σατραπειαις | 2 E levossi .Iosue figliuolo di Iosedec e' suoi fratelli sacerdoti [e Zorobabel figliuolo di Salatiel e' suoi fratelli, ed] edificarono l'altare di Dio d' lsrael, per offerire in quello olocausti, sì come è scritto nella legge dell' uomo di Dio Moisè. |
3 και εφαγοσαν και επιοσαν και εμπλησθεντες ανελυσαν ο δε δαρειος ο βασιλευς ανελυσεν εις τον κοιτωνα και εκοιμηθη και εξυπνος εγενετο | 3 E allogarono l'altare sopra le sue basi, ispaventando loro i popoli delle terre dintorno; e offerirono, sopra quello, olocausto al Signore la mattina e al vespro. |
4 τοτε οι τρεις νεανισκοι οι σωματοφυλακες οι φυλασσοντες το σωμα του βασιλεως ειπαν ετερος προς τον ετερον | 4 E feciono la festa de' tabernacoli, sì come egli è scritto, e lo olocausto ciascuno die per ordine, secondo il comandamento dell' opera nel dìe suo. |
5 ειπωμεν εκαστος ημων ενα λογον ος υπερισχυσει και ου αν φανη το ρημα αυτου σοφωτερον του ετερου δωσει αυτω δαρειος ο βασιλευς δωρεας μεγαλας και επινικια μεγαλα | 5 E dopo questo il continuo olocausto, così nei calendi come in tutte le altre solennitadi del Signore, le quali erano consecrate, e in tutte le altre nelle quali oltra questo era offerto dono al Signore. |
6 και πορφυραν περιβαλεσθαι και εν χρυσωμασιν πινειν και επι χρυσω καθευδειν και αρμα χρυσοχαλινον και κιδαριν βυσσινην και μανιακην περι τον τραχηλον | 6 Dal primo die del settimo mese cominciarono a offerire lo olocausto al Signore; ma il tempio di Dio non era ancora fondato. |
7 και δευτερος καθιειται δαρειου δια την σοφιαν αυτου και συγγενης δαρειου κληθησεται | 7 E diedero la moneta a' petraiuoli e a' calcinaiuoli, e il manicare e il bere e olio a que' di Sidone e di Tiro, acciò che portassero legnami di cedro dal Libano al mare di Ioppe, secondo che Ciro re di Persia avea comandato loro. |
8 και τοτε γραψαντες εκαστος τον εαυτου λογον εσφραγισαντο και εθηκαν υπο το προσκεφαλαιον δαρειου του βασιλεως και ειπαν | 8 E nell'anno secondo del loro avvenimento al tempo del Signore in Ierusalem, nel secondo mese, cominciarono Zorobabel figliuolo di Salatiel, e Iosue figliuolo di Iosedec, e tutti gli altri de' loro fratelli sacerdoti e Leviti, e tutti gli altri i quali erano venuti della pregione in Ierusalem, e ordinarono gli Leviti da XX anni in suso, che sollecitassero il lavorio del Signore. |
9 οταν εγερθη ο βασιλευς δωσουσιν αυτω το γραμμα και ον αν κρινη ο βασιλευς και οι τρεις μεγιστανες της περσιδος οτι ο λογος αυτου σοφωτερος αυτω δοθησεται το νικος καθως γεγραπται | 9 E istettero Iosue e i suoi figliuoli e i suoi fratelli, Cedmiel e i suoi figliuoli, e i figliuoli di Giuda, quasi come uno uomo, soprastando a coloro i quali lavoravano nel tempio di Dio; i figliuoli di Enadad, i loro figliuoli e i loro fratelli Leviti. |
10 ο εις εγραψεν υπερισχυει ο οινος | 10 E fondato il tempio di Dio da' maestri, istettero i sacerdoti nel suo ornamento con le trombe, e i Leviti figliuoli di Asaf con cimbali, a laudare Iddio per mano di David re d' Israel. |
11 ο ετερος εγραψεν υπερισχυει ο βασιλευς | 11 E cantavano con inni e confessione al Signore; però ch' egli è buono, e in secolo di secoli si è la sua misericordia sopra Israel. E tutto il popolo gridava con grande rumore, laudando Iddio, però ch' era fondato il tempio del Signore. |
12 ο τριτος εγραψεν υπερισχυουσιν αι γυναικες υπερ δε παντα νικα η αληθεια | 12 E molti sacerdoti [e Leviti] e principi di padri, e gli antichi i quali aveano veduto il tempio prima che fosse fondato, e questo tempio era dinanzi agli occhii loro, piagneano con voci alte; e molti gridando con allegrezza, levavano le loro voci. |
13 και οτε εξηγερθη ο βασιλευς λαβοντες το γραμμα εδωκαν αυτω και ανεγνω | 13 E non potea persona conoscere la voce del popolo che piagnea, e di quelli che si rallegravano; però che mescolatamente il popolo gridava con grande rumore, e la voce s' udiva da lungi. |
14 και εξαποστειλας εκαλεσεν παντας τους μεγιστανας της περσιδος και της μηδιας και σατραπας και στρατηγους και τοπαρχας και υπατους και εκαθισεν εν τω χρηματιστηριω και ανεγνωσθη το γραμμα ενωπιον αυτων | |
15 και ειπεν καλεσατε τους νεανισκους και αυτοι δηλωσουσιν τους λογους αυτων και εκληθησαν και εισηλθοσαν | |
16 και ειπαν αυτοις απαγγειλατε ημιν περι των γεγραμμενων | |
17 και ηρξατο ο πρωτος ο ειπας περι της ισχυος του οινου και εφη ουτως | |
18 ανδρες πως υπερισχυει ο οινος παντας τους ανθρωπους τους πινοντας αυτον πλανα την διανοιαν | |
19 του τε βασιλεως και του ορφανου ποιει την διανοιαν μιαν την τε του οικετου και την του ελευθερου την τε του πενητος και την του πλουσιου | |
20 και πασαν διανοιαν μεταστρεφει εις ευωχιαν και ευφροσυνην και ου μεμνηται πασαν λυπην και παν οφειλημα | |
21 και πασας καρδιας ποιει πλουσιας και ου μεμνηται βασιλεα ουδε σατραπην και παντα δια ταλαντων ποιει λαλειν | |
22 και ου μεμνηται οταν πινωσιν φιλιαζειν φιλοις και αδελφοις και μετ' ου πολυ σπωνται μαχαιρας | |
23 και οταν απο του οινου γενηθωσιν ου μεμνηται α επραξαν | |
24 ω ανδρες ουχ υπερισχυει ο οινος οτι ουτως αναγκαζει ποιειν και εσιγησεν ουτως ειπας | |