Scrutatio

Martedi, 28 maggio 2024 - Santi Emilio, Felice, Priamo e Feliciano ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β´ - 2 Samuele - Kings II 10


font
LXXBIBLES DES PEUPLES
1 και εγενετο μετα ταυτα και απεθανεν βασιλευς υιων αμμων και εβασιλευσεν αννων υιος αυτου αντ' αυτου1 En ce temps-là mourut le roi des Ammonites, son fils Anoun régna à sa place.
2 και ειπεν δαυιδ ποιησω ελεος μετα αννων υιου ναας ον τροπον εποιησεν ο πατηρ αυτου μετ' εμου ελεος και απεστειλεν δαυιδ παρακαλεσαι αυτον εν χειρι των δουλων αυτου περι του πατρος αυτου και παρεγενοντο οι παιδες δαυιδ εις την γην υιων αμμων2 David se dit: “Je serai plein d’attentions pour Anoun, fils de Nahach, puisque son père a fait la même chose pour moi.” David envoya donc ses serviteurs pour lui présenter ses condoléances à l’occasion de la mort de son père. Mais lorsque les serviteurs de David arrivèrent chez les Ammonites,
3 και ειπον οι αρχοντες υιων αμμων προς αννων τον κυριον αυτων μη παρα το δοξαζειν δαυιδ τον πατερα σου ενωπιον σου οτι απεστειλεν σοι παρακαλουντας αλλ' ουχι οπως ερευνησωσιν την πολιν και κατασκοπησωσιν αυτην και του κατασκεψασθαι αυτην απεστειλεν δαυιδ τους παιδας αυτου προς σε3 les princes Ammonites dirent à leur maître Anoun: “Penses-tu donc que David a envoyé ses messagers avec des condoléances pour honorer ton père? Il les a sûrement envoyés pour espionner la ville, pour en connaître les défenses et s’en emparer?”
4 και ελαβεν αννων τους παιδας δαυιδ και εξυρησεν τους πωγωνας αυτων και απεκοψεν τους μανδυας αυτων εν τω ημισει εως των ισχιων αυτων και εξαπεστειλεν αυτους4 Alors Anoun saisit les serviteurs de David, il leur rasa la moitié de la barbe, coupa leurs vêtements à la hauteur des fesses et les renvoya;
5 και ανηγγειλαν τω δαυιδ υπερ των ανδρων και απεστειλεν εις απαντην αυτων οτι ησαν οι ανδρες ητιμασμενοι σφοδρα και ειπεν ο βασιλευς καθισατε εν ιεριχω εως του ανατειλαι τους πωγωνας υμων και επιστραφησεσθε5 En apprenant cela, David envoya quelqu’un à leur rencontre car ces hommes étaient couverts de honte. Il leur fit dire: “Restez à Jéricho jusqu’à ce que votre barbe ait repoussé, vous reviendrez ensuite.”
6 και ειδαν οι υιοι αμμων οτι κατησχυνθησαν ο λαος δαυιδ και απεστειλαν οι υιοι αμμων και εμισθωσαντο την συριαν βαιθροωβ εικοσι χιλιαδας πεζων και τον βασιλεα μααχα χιλιους ανδρας και ιστωβ δωδεκα χιλιαδας ανδρων6 Les Ammonites se rendirent bien compte qu’ils s’étaient rendus odieux à David; ils engagèrent donc à leur service les Araméens de Beth-Réhob et les Araméens de Soba, au nombre de 20 000 hommes. Ils engagèrent également le roi de Maaka avec 1 000 hommes et 12 000 hommes de Tob.
7 και ηκουσεν δαυιδ και απεστειλεν τον ιωαβ και πασαν την δυναμιν τους δυνατους7 Quand David apprit cela, il envoya Joab avec toute l’armée et les troupes d’élite.
8 και εξηλθαν οι υιοι αμμων και παρεταξαντο πολεμον παρα τη θυρα της πυλης και συρια σουβα και ροωβ και ιστωβ και μααχα μονοι εν αγρω8 Les Ammonites sortirent et se rangèrent en bataille à l’entrée de la porte, tandis que les Araméens de Soba et de Réhob avec les gens de Tob et de Maaka restaient en rase campagne.
9 και ειδεν ιωαβ οτι εγενηθη προς αυτον αντιπροσωπον του πολεμου εκ του κατα προσωπον εξ εναντιας και εκ του οπισθεν και επελεξεν εκ παντων των νεανισκων ισραηλ και παρεταξαντο εξ εναντιας συριας9 Joab se retrouva donc avec des ennemis devant lui et derrière lui. Il choisit les troupes d’élite d’Israël et les rangea face aux Araméens,
10 και το καταλοιπον του λαου εδωκεν εν χειρι αβεσσα του αδελφου αυτου και παρεταξαντο εξ εναντιας υιων αμμων10 puis il confia à son frère Abisaï le reste du peuple, et celui-ci les rangea face aux Ammonites.
11 και ειπεν εαν κραταιωθη συρια υπερ εμε και εσεσθε μοι εις σωτηριαν και εαν υιοι αμμων κραταιωθωσιν υπερ σε και εσομεθα του σωσαι σε11 Il dit alors: “Si les Araméens sont plus forts que moi, tu viendras à mon secours, si les Ammonites sont plus forts que toi, je viendrai à ton secours.
12 ανδριζου και κραταιωθωμεν υπερ του λαου ημων και περι των πολεων του θεου ημων και κυριος ποιησει το αγαθον εν οφθαλμοις αυτου12 Sois fort, montrons-nous courageux pour notre peuple et pour les villes de notre Dieu; Yahvé fera ce qui lui semblera bon.”
13 και προσηλθεν ιωαβ και ο λαος αυτου μετ' αυτου εις πολεμον προς συριαν και εφυγαν απο προσωπου αυτου13 Joab s’avança avec son armée pour combattre les Araméens, et ils s’enfuirent devant lui.
14 και οι υιοι αμμων ειδαν οτι εφυγεν συρια και εφυγαν απο προσωπου αβεσσα και εισηλθαν εις την πολιν και ανεστρεψεν ιωαβ απο των υιων αμμων και παρεγενοντο εις ιερουσαλημ14 Lorsque les Ammonites virent que les Araméens fuyaient, eux aussi tournèrent le dos devant Abisaï et rentrèrent en ville. Alors Joab mit fin à la campagne contre les Ammonites et rentra à Jérusalem.
15 και ειδεν συρια οτι επταισεν εμπροσθεν ισραηλ και συνηχθησαν επι το αυτο15 Voyant qu’ils avaient été battus par Israël, les Araméens rassemblèrent leurs forces.
16 και απεστειλεν αδρααζαρ και συνηγαγεν την συριαν την εκ του περαν του ποταμου χαλαμακ και παρεγενοντο αιλαμ και σωβακ αρχων της δυναμεως αδρααζαρ εμπροσθεν αυτων16 Hadadézer envoya des messagers pour appeler tous les Araméens qui étaient de l’autre côté du fleuve et ils se rassemblèrent à Hélam; Chobak, le chef de l’armée de Hadadézer, était à leur tête.
17 και ανηγγελη τω δαυιδ και συνηγαγεν τον παντα ισραηλ και διεβη τον ιορδανην και παρεγενοντο εις αιλαμ και παρεταξατο συρια απεναντι δαυιδ και επολεμησαν μετ' αυτου17 Lorsque David l’apprit, il réunit tout Israël, traversa le Jourdain et arriva à Hélam.
18 και εφυγεν συρια απο προσωπου ισραηλ και ανειλεν δαυιδ εκ της συριας επτακοσια αρματα και τεσσαρακοντα χιλιαδας ιππεων και τον σωβακ τον αρχοντα της δυναμεως αυτου επαταξεν και απεθανεν εκει18 Les Araméens se rangèrent en bataille face à David et le combat s’engagea. Les Araméens tournèrent le dos devant Israël et David leur tua 700 attelages et 40 000 hommes. Chobak, leur chef, fut abattu et mourut sur place.
19 και ειδαν παντες οι βασιλεις οι δουλοι αδρααζαρ οτι επταισαν εμπροσθεν ισραηλ και ηυτομολησαν μετα ισραηλ και εδουλευσαν αυτοις και εφοβηθη συρια του σωσαι ετι τους υιους αμμων19 Lorsque tous les rois, vassaux de Hadadézer, virent qu’ils avaient été battus par Israël, ils demandèrent la paix aux Israélites et firent leur soumission; à partir de ce jour les Araméens n’osèrent plus porter secours aux Ammonites.