Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΓΕΝΕΣΙΣ - Genesi - Genesis 20


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και εκινησεν εκειθεν αβρααμ εις γην προς λιβα και ωκησεν ανα μεσον καδης και ανα μεσον σουρ και παρωκησεν εν γεραροις1 Ábrahám ezután elment onnan Negeb földjére, és letelepedett Kádes és Súr között. Egy darabig Gerárban tartózkodott.
2 ειπεν δε αβρααμ περι σαρρας της γυναικος αυτου οτι αδελφη μου εστιν εφοβηθη γαρ ειπειν οτι γυνη μου εστιν μηποτε αποκτεινωσιν αυτον οι ανδρες της πολεως δι' αυτην απεστειλεν δε αβιμελεχ βασιλευς γεραρων και ελαβεν την σαρραν2 Sáráról, a feleségéről pedig azt mondta: »A húgom ő.« Érte küldött tehát Abimelek, Gerár királya, és elvitette.
3 και εισηλθεν ο θεος προς αβιμελεχ εν υπνω την νυκτα και ειπεν ιδου συ αποθνησκεις περι της γυναικος ης ελαβες αυτη δε εστιν συνωκηκυια ανδρι3 Isten azonban éjjel álmában eljött Abimelekhez, és azt mondta neki: »Íme, meghalsz az asszony miatt, akit elhozattál, mert az férjnél van.«
4 αβιμελεχ δε ουχ ηψατο αυτης και ειπεν κυριε εθνος αγνοουν και δικαιον απολεις4 De Abimelek nem érintette még őt. Azt mondta tehát: »Uram, hát gyanútlan és igaz népet ölsz meg?
5 ουκ αυτος μοι ειπεν αδελφη μου εστιν και αυτη μοι ειπεν αδελφος μου εστιν εν καθαρα καρδια και εν δικαιοσυνη χειρων εποιησα τουτο5 Hát nem ő maga mondta nekem: ‘Ő az én húgom?’ És az is azt mondta: ‘Ő az én bátyám!’ Szívem gyanútlanságában, s kezem tisztaságában cselekedtem ezt!«
6 ειπεν δε αυτω ο θεος καθ' υπνον καγω εγνων οτι εν καθαρα καρδια εποιησας τουτο και εφεισαμην εγω σου του μη αμαρτειν σε εις εμε ενεκεν τουτου ουκ αφηκα σε αψασθαι αυτης6 Isten erre azt mondta neki: »Magam is jól tudom, hogy ártatlan szívvel cselekedted, azért óvtalak meg attól, hogy vétkezz ellenem, azért nem engedtem, hogy hozzáérj.
7 νυν δε αποδος την γυναικα τω ανθρωπω οτι προφητης εστιν και προσευξεται περι σου και ζηση ει δε μη αποδιδως γνωθι οτι αποθανη συ και παντα τα σα7 Most tehát add vissza az asszonyt a férjének, mert ő próféta. Ő majd imádkozik érted, hogy életben maradj. Ha azonban nem adod vissza, tudd meg, hogy halállal lakolsz, te és minden hozzátartozód!«
8 και ωρθρισεν αβιμελεχ το πρωι και εκαλεσεν παντας τους παιδας αυτου και ελαλησεν παντα τα ρηματα ταυτα εις τα ωτα αυτων εφοβηθησαν δε παντες οι ανθρωποι σφοδρα8 Mihelyt felkelt Abimelek reggel, összehívatta minden szolgáját, s fülük hallatára elbeszélte mindezeket a dolgokat. Erre az emberei mindannyian igen megrémültek.
9 και εκαλεσεν αβιμελεχ τον αβρααμ και ειπεν αυτω τι τουτο εποιησας ημιν μη τι ημαρτομεν εις σε οτι επηγαγες επ' εμε και επι την βασιλειαν μου αμαρτιαν μεγαλην εργον ο ουδεις ποιησει πεποιηκας μοι9 Aztán Abimelek hívatta Ábrahámot, és így szólt hozzá: »Mit tettél velünk! Mit vétettem ellened, hogy ilyen nagy bűnt hoztál rám és országomra? Olyan dolgot tettél velem, amit nem lett volna szabad tenned!«
10 ειπεν δε αβιμελεχ τω αβρααμ τι ενιδων εποιησας τουτο10 Aztán megint kifakadt, és azt mondta: »Mi jutott eszedbe, hogy ezt művelted?«
11 ειπεν δε αβρααμ ειπα γαρ αρα ουκ εστιν θεοσεβεια εν τω τοπω τουτω εμε τε αποκτενουσιν ενεκεν της γυναικος μου11 Ábrahám azt válaszolta: »Azt gondoltam magamban: Hátha nem félik Istent ezen a helyen, és megölnek engem a feleségem miatt.
12 και γαρ αληθως αδελφη μου εστιν εκ πατρος αλλ' ουκ εκ μητρος εγενηθη δε μοι εις γυναικα12 Egyébként valóban a húgom ő: lánya az apámnak, csak az anyámnak nem lánya, és én feleségül vettem.
13 εγενετο δε ηνικα εξηγαγεν με ο θεος εκ του οικου του πατρος μου και ειπα αυτη ταυτην την δικαιοσυνην ποιησεις επ' εμε εις παντα τοπον ου εαν εισελθωμεν εκει ειπον εμε οτι αδελφος μου εστιν13 Amikor azonban Isten kihozott engem apám házából, azt mondtam neki: Azzal mutasd meg szeretetedet irántam, hogy minden helyen, ahová bemegyünk, azt mondod, hogy a bátyád vagyok!«
14 ελαβεν δε αβιμελεχ χιλια διδραχμα προβατα και μοσχους και παιδας και παιδισκας και εδωκεν τω αβρααμ και απεδωκεν αυτω σαρραν την γυναικα αυτου14 Erre Abimelek juhokat és marhákat, rabszolgákat és szolgálókat vett, odaadta azokat Ábrahámnak, és visszaadta neki Sárát, a feleségét.
15 και ειπεν αβιμελεχ τω αβρααμ ιδου η γη μου εναντιον σου ου εαν σοι αρεσκη κατοικει15 Azt mondta neki: »Előttetek van ez a föld: ahol tetszik, ott lakhatsz!«
16 τη δε σαρρα ειπεν ιδου δεδωκα χιλια διδραχμα τω αδελφω σου ταυτα εσται σοι εις τιμην του προσωπου σου και πασαις ταις μετα σου και παντα αληθευσον16 Sárának pedig azt mondta: »Íme, ezer ezüstöt adtam a ‘bátyádnak’: szolgáljon ez neked fátyolként mindazok előtt, akik veled vannak, és mindenki előtt igazoljon téged.«
17 προσηυξατο δε αβρααμ προς τον θεον και ιασατο ο θεος τον αβιμελεχ και την γυναικα αυτου και τας παιδισκας αυτου και ετεκον17 Isten azután Ábrahám könyörgésére meggyógyította Abimeleket, a feleségét és a szolgálóit, úgyhogy ismét szülhettek;
18 οτι συγκλειων συνεκλεισεν κυριος εξωθεν πασαν μητραν εν τω οικω του αβιμελεχ ενεκεν σαρρας της γυναικος αβρααμ18 az Úr ugyanis bezárta Abimelek egész háza népe méhét Sára, Ábrahám felesége miatt.