Sámuel első könyve 21
12345678910111213141516171819202122232425262728293031
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Felkerekedett erre Dávid és elment, Jonatán pedig visszament a városba. | 1 Και ηλθεν ο Δαβιδ εις Νωβ, προς Αχιμελεχ τον ιερεα? εξεπλαγη δε ο Αχιμελεχ εις την συναντησιν του Δαβιδ και ειπε προς αυτον, Δια τι συ μονος, και δεν ειναι ουδεις μετα σου; |
2 Így Dávid Nóbba, Ahimelek paphoz jutott. Ahimelek azonban meghökkent, hogy Dávid odajött és azt mondta neki: »Miért vagy egyedül, s miért nincs senki sem veled?« | 2 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Αχιμελεχ τον ιερεα, Ο βασιλευς προσεταξεν εις εμε υποθεσιν τινα και μοι ειπεν, Ας μη εξευρη μηδεις μηδεν περι της υποθεσεως, δια την οποιαν εγω σε αποστελλω, μηδε τι προσεταξα εις εσε? και διωρισα εις τους δουλους τον δεινα και δεινα τοπον. |
3 Azt mondta erre Dávid Ahimelek papnak: »Megbízott engem valamivel a király, de azt mondta: ‘Senki se tudja meg a dolgot, amiért elküldelek, s hogy milyen parancsokat adtam neked.’ Éppen azért a legényeket erre és erre a helyre rendeltem. | 3 Τωρα λοιπον τι σοι ειναι προχειρον; δος πεντε αρτους εις την χειρα μου, η ο, τι ευρισκεται. |
4 Nos tehát, ha van valami a kezednél, adj vagy öt kenyeret nekem, vagy valami mást, amit tudsz.« | 4 Και απεκριθη ο ιερευς προς τον Δαβιδ, και ειπε, Δεν εχω προχειρον ουδενα κοινον αρτον, αλλ' ειναι αρτοι ηγιασμενοι? οι νεοι εφυλαχθησαν καθαροι τουλαχιστον απο γυναικων; |
5 A pap azt felelte Dávidnak: »Közönséges kenyér nincs a kezemnél, csak szent kenyér. Tiszták-e legényeid, főképpen asszonytól?« | 5 Και απεκριθη ο Δαβιδ προς τον ιερεα και ειπε προς αυτον, Μαλιστα αι γυναικες ειναι μακραν αφ' ημων εις τας τρεις ταυτας ημερας, αφου εξηλθον, και τα σκευη των νεων ειναι καθαρα? και ουτος ο αρτος ειναι τροπον τινα κοινος, μαλιστα επειδη σημερον ειναι αλλος ηγιασμενος εις τα σκευη. |
6 Dávid erre azt mondta neki: »Igen; ami az asszonyt illeti, megtartóztattuk magunkat tegnaptól és tegnapelőttől, amikor elindultunk, s a legények teste is tiszta volt, s bár ez az út közönséges, a holmi szempontjából ma ez is szent lesz.« | 6 Εδωκε λοιπον ο ιερευς εις αυτον τους αρτους τους αγιους? διοτι δεν ητο εκει αρτος παρα τους αρτους της προθεσεως, οιτινες ειχον σηκωθη απ' εμπροσθεν του Κυριου, δια να θεσωσιν αρτους ζεστους καθ' ην ημεραν εσηκωθησαν εκεινοι. |
7 Erre a pap szent kenyeret adott neki; nem volt ott ugyanis más kenyér, mint csak azok a kitett kenyerek, amelyeket elvettek az Úr színe elől, hogy meleg kenyereket tegyenek helyükbe. | 7 Ητο δε εκει ανθρωπος τις εκ των δουλων του Σαουλ, την ημεραν εκεινην, κρατουμενος ενωπιον του Κυριου? και το ονομα αυτου Δωηκ, ο Ιδουμαιος, ο πρωτιστος των ποιμενων του Σαουλ. |
8 Ott volt azonban azon a napon egy ember Saul szolgái közül, benn az Úr hajlékában: egy Dóeg nevű edomita, Saul pásztorainak felügyelője. | 8 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Αχιμελεχ, Και δεν εχεις εδω προχειρον κανεν δορυ η ρομφαιαν; διοτι ουτε την ρομφαιαν μου ουτε τα οπλα μου ελαβον εν τη χειρι μου, επειδη του βασιλεως η υποθεσις ητο κατεπειγουσα. |
9 Azt mondta továbbá Dávid Ahimeleknek: »Van-e itt kezednél dárda vagy kard? Nem hoztam ugyanis magammal kardomat s fegyvereimet, mert a király ügye sürgős volt.« | 9 Και ειπεν ο ιερευς, Η ρομφαια Γολιαθ του Φιλισταιου, τον οποιον επαταξας εν τη κοιλαδι Ηλα, ιδου ειναι περιτετυλιγμενη εις φορεμα οπισθεν του εφοδ? εαν θελης να λαβης αυτην, λαβε? διοτι ενταυθα δεν ειναι αλλη παρα εκεινην. Και ειπεν ο Δαβιδ, Δεν ειναι ουδεμια ως αυτη? δος μοι αυτην. |
10 Azt mondta erre a pap: »Íme, a filiszteus Góliát kardja, akit megvertél a Terebint völgyben, itt van, betakarva egy ruhába az efód mögött; ha azt el akarod vinni, vidd el, mert itt azon kívül más nincs.« Azt mondta erre Dávid: »Nincs több olyan, mint az, add csak ide!« | 10 Και εσηκωθη ο Δαβιδ και εφυγε την ημεραν εκεινην απο προσωπου του Σαουλ, και υπηγε προς τον Αγχους, βασιλεα της Γαθ |
11 Dávid aztán felkerekedett, s még aznap elfutott Saul színe elől és Ákishoz, Gát királyához ment. | 11 Και ειπον οι δουλοι του Αγχους προς αυτον, Δεν ειναι ουτος ο Δαβιδ ο βασιλευς του τοπου; δεν ειναι ουτος, εις τον οποιον αμοιβαιως εψαλλον εν τοις χοροις, λεγουσαι, Ο Σαουλ επαταξε τας χιλιαδας αυτου, και ο Δαβιδ τας μυριαδας αυτου; |
12 Dávid láttára azonban Ákis szolgái, azt mondták uruknak: »Vajon nem ez-e Dávid, annak a földnek a királya? Nem ennek énekelték-e körtáncban, mondva: ‘Megvert Saul ezret, Dávid pedig tízezret?’« | 12 Και εβαλεν ο Δαβιδ τους λογους τουτους εν τη καρδια αυτου και εφοβηθη σφοδρα απο του Αγχους βασιλεως της Γαθ. |
13 Dávid a szívére vette ezeket a szavakat, s nagyon megijedt Ákistól, Gát királyától. | 13 Και ηλλαξε τον τροπον αυτου εμπροσθεν αυτων, και προσεποιηθη τον τρελλον μεταξυ των χειρων αυτων, και εξυεν επανω των θυρων της πυλης, και αφινε τον σιελον αυτου να καταπιπτη εις το γενειον αυτου. |
14 Éppen azért elváltoztatta arcát előttük, dülöngött kezük között, nekiütközött a kapuajtóknak, s nyálát szakállára csurgatta. | 14 Τοτε ειπεν ο Αγχους προς τους δουλους αυτου, Ιδου, σεις βλεπετε τον ανθρωπον οτι ειναι τρελλος? δια τι εφερετε αυτον προς εμε; |
15 Azt mondta erre Ákis a szolgáinak: »Látjátok, hogy ez az ember bolond: miért hoztátok hozzám? | 15 μηπως εγω στερουμαι τρελλων, ωστε να φερητε τουτον δια να καμνη τον τρελλον εμπροσθεν μου; ουτος ηθελεν εισελθει εις την οικιαν μου; |
16 Szűkölködünk-e bolondokban, hogy ezt behoztátok, hogy őrjöngjön előttem? Ez jöjjön be házamba?« |