Scrutatio

Domenica, 12 maggio 2024 - Santi Nereo e Achilleo ( Letture di oggi)

Bírák könyve 17


font
KÁLDI-NEOVULGÁTALXX
1 Volt abban az időben egy Efraim hegységéről való ember, akit Míkajehunak hívtak.1 και εγενετο ανηρ εξ ορους εφραιμ και ονομα αυτω μιχα
2 Ez azt mondta anyjának: »Az az ezerszáz ezüst, amelyet elvettek tőled, és amely miatt fülem hallatára esküdöztél, íme, az én birtokomban, nálam van.« Ő így felelt neki: »Áldjon meg az Úr, fiam!«2 και ειπεν τη μητρι αυτου χιλιους και εκατον αργυριου τους λημφθεντας σοι και εξωρκισας και ειπας εν τοις ωσιν μου ιδου το αργυριον παρ' εμοι εγω ελαβον αυτο και ειπεν η μητηρ αυτου ευλογημενος ο υιος μου τω κυριω
3 Erre ő visszaadta anyjának, aki így szólt hozzá: »Az Úrnak akarom szentelni és ajánlani ezt az ezüstöt, úgy, hogy fiam vegye el kezemből és csináljon belőle faragott és öntött képet: oda is adom most neked.«3 και απεδωκεν τους χιλιους και εκατον του αργυριου τη μητρι αυτου και ειπεν η μητηρ αυτου αγιασμω ηγιασα το αργυριον τω κυριω εκ της χειρος μου κατα μονας του ποιησαι γλυπτον και χωνευτον και νυν επιστρεψω αυτα σοι και αποδωσω σοι αυτο
4 Erre ő visszaadta anyjának, az pedig vett kétszáz ezüstöt, s odaadta az ezüstművesnek, hogy készítsen belőle faragott és öntött képet. Ez aztán Míka házába került.4 και απεδωκεν το αργυριον τη μητρι αυτου και ελαβεν η μητηρ αυτου διακοσιους του αργυριου και εδωκεν αυτο τω χωνευτη και εποιησεν αυτο γλυπτον και χωνευτον και εγενετο εν τω οικω μιχα
5 Ő ott egy kis hajlékot is elkülönített Isten tiszteletére, és efódot meg teráfokat, vagyis papi ruhákat és bálványokat készített. Felavatta egyik fiának kezét, s az papja lett neki.5 και ο ανηρ μιχα αυτω οικος θεου και εποιησεν εφουδ και θεραφιν και ενεπλησεν την χειρα ενος των υιων αυτου και εγενηθη αυτω εις ιερεα
6 Azokban a napokban ugyanis nem volt király Izraelben, hanem mindenki azt cselekedte, amit jónak látott.6 εν ταις ημεραις εκειναις ουκ ην βασιλευς εν ισραηλ ανηρ το αγαθον εν οφθαλμοις αυτου εποιει
7 Volt továbbá egy másik, Júda Betleheméből és nemzetségéből való ifjú, aki levita volt, de ott lakott.7 και εγενετο παιδαριον εκ βηθλεεμ δημου ιουδα εκ της συγγενειας ιουδα και αυτος λευιτης και αυτος παρωκει εκει
8 Ez kivándorolt Betlehem városából, s idegenként ott akart letelepedni, ahol alkalmas helyet talál magának. Amikor aztán útján Efraim hegységére érkezett, s egy kissé betért Míka házába,8 και επορευθη ο ανηρ εκ της πολεως ιουδα εκ βηθλεεμ παροικειν ου εαν ευρη και εγενηθη εις ορος εφραιμ εως οικου μιχα του ποιησαι την οδον αυτου
9 az megkérdezte tőle, hogy honnan jön. Ő ezt felelte: »Levita vagyok, Júda Betleheméből, s megyek, hogy letelepedjem valahol, ahol lehet, s ahol azt hasznosnak látom.«9 και ειπεν αυτω μιχα ποθεν ερχη και ειπεν προς αυτον λευιτης εγω ειμι εκ βηθλεεμ ιουδα και εγω πορευομαι παροικειν ου εαν ευρω
10 Azt mondta erre Míka: »Maradj nálam, s légy atyám és papom; esztendőnként tíz ezüstöt, egy váltó ruhát s ellátást adok érte neked.«10 και ειπεν αυτω μιχα καθου μετ' εμου και γενου μοι εις πατερα και εις ιερεα και εγω δωσω σοι δεκα αργυριου εις ημερας και ζευγος ιματιων και τα προς το ζην σου και επορευθη ο λευιτης
11 Ő beleegyezett, ott maradt az embernél, s úgy számított nála, mint fiai egyike.11 και ηρξατο παροικειν παρα τω ανδρι και εγενηθη αυτω το παιδαριον ως εις των υιων αυτου
12 Míka fel is avatta kezét, s az ifjút tette meg papjának,12 και ενεπλησεν μιχα την χειρα του λευιτου και εγενηθη αυτω το παιδαριον εις ιερεα και ην εν τω οικω μιχα
13 s azt mondta: »Most tudom, hogy jót fog tenni velem az Úr, mert levita nemzetségű papom van.«13 και ειπεν μιχα νυν εγνων οτι ηγαθοποιησεν με κυριος οτι εγενηθη μοι ο λευιτης εις ιερεα