Scrutatio

Domenica, 12 maggio 2024 - Santi Nereo e Achilleo ( Letture di oggi)

Evangélium Márk szerint 9


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Ezután így folytatta: »Bizony, mondom nektek: vannak egyesek az itt állók közül, akik nem ízlelik meg a halált, amíg meg nem látják, hogy eljön az Isten országa hatalommal.«1 Και ελεγε προς αυτους? Αληθως, σας λεγω οτι ειναι τινες των εδω ισταμενων, οιτινες δεν θελουσι γευθη θανατον, εωσου ιδωσι την βασιλειαν του Θεου ελθουσαν μετα δυναμεως.
2 Hat nap múlva Jézus maga mellé vette Pétert, Jakabot és Jánost, őket külön fölvitte egy magas hegyre, és színében elváltozott előttük.2 Και μεθ' ημερας εξ παραλαμβανει ο Ιησους τον Πετρον και τον Ιακωβον και τον Ιωαννην και αναβιβαζει αυτους εις ορος υψηλον κατ' ιδιαν μονους? και μετεμορφωθη εμπροσθεν αυτων?
3 A ruhái fényesek lettek és ragyogó fehérek, mint a hó, ahogy semmiféle ruhafestő a földön nem tudná megfehéríteni.3 και τα ιματια αυτου εγειναν στιλπνα, λευκα λιαν ως χιων, οποια λευκαντης επι της γης δεν δυναται να λευκανη.
4 Egyszerre megjelent nekik Illés Mózessel; Jézussal beszélgettek.4 Και εφανη εις αυτους ο Ηλιας μετα του Μωυσεως, και ησαν συλλαλουντες μετα του Ιησου.
5 Ekkor megszólalt Péter, és azt mondta Jézusnak: »Mester, jó nekünk itt lennünk! Hadd csináljunk három sátrat: neked egyet, Mózesnek egyet és Illésnek egyet.«5 Και αποκριθεις ο Πετρος λεγει προς τον Ιησουν? Ραββι, καλον ειναι να ημεθα εδω? και ας καμωμεν τρεις σκηνας, δια σε μιαν και δια τον Μωυσην μιαν και δια τον Ηλιαν μιαν.
6 Nem is tudta, mit mond, mert teljesen meg voltak rettenve.6 Διοτι δεν ηξευρε τι να ειπη? επειδη ησαν πεφοβισμενοι.
7 Erre felhő szállt alá, beborította őket, és a felhőből szózat hallatszott: »Ez az én szeretett Fiam, őt hallgassátok« .7 Και νεφελη επεσκιασεν αυτους, και ηλθε φωνη εκ της νεφελης, λεγουσα? Ουτος ειναι ο Υιος μου ο αγαπητος? αυτου ακουετε.
8 Mire körülnéztek, már senki mást nem láttak a közelükben, csak Jézust egymagát.8 Και εξαιφνης περιβλεψαντες, δεν ειδον πλεον ουδενα, αλλα τον Ιησουν μονον μεθ' εαυτων.
9 Amikor jöttek lefelé a hegyről, meghagyta nekik, hogy amiket láttak, senkinek el ne beszéljék mindaddig, amíg az Emberfia fel nem támad a halálból.9 Ενω δε κατεβαινον απο του ορους, παρηγγειλεν εις αυτους να μη διηγηθωσιν εις μηδενα οσα ειδον, ειμη οταν ο Υιος του ανθρωπου αναστηθη εκ νεκρων.
10 Ők a dolgot magukban is tartották, de egymás között arról tanakodtak, hogy mit jelent az: ‘feltámad a halálból’.10 Και εφυλαξαν τον λογον εν εαυτοις, συζητουντες προς αλληλους τι ειναι το να αναστηθη εκ νεκρων.
11 Aztán megkérdezték tőle: »Miért mondják a farizeusok és az írástudók, hogy Illésnek előbb el kell jönnie?«11 Και ηρωτων αυτον λεγοντες, Δια τι λεγουσιν οι γραμματεις οτι πρεπει να ελθη ο Ηλιας πρωτον;
12 Ő így felelt nekik: »Illés, amikor eljön, először helyreállít mindent . Akkor az Emberfiáról miért van megírva, hogy sokat kell szenvednie és gyalázatot kell tűrnie?12 Ο δε αποκριθεις ειπε προς αυτους? Ο Ηλιας μεν ελθων πρωτον αποκαθιστα παντα? και οτι ειναι γεγραμμενον περι του Υιου του ανθρωπου οτι πρεπει να παθη πολλα και να εξουδενωθη?
13 Mondom azonban nektek, hogy Illés már eljött, és azt cselekedték vele, amit akartak, amint írva volt felőle.«13 σας λεγω ομως οτι και ο Ηλιας ηλθε, και επραξαν εις αυτον οσα ηθελησαν, καθως ειναι γεγραμμενον περι αυτου.
14 Amikor visszaértek a tanítványokhoz, nagy tömeget láttak körülöttük, és írástudókat, akik vitatkoztak velük.14 Και οτε ηλθε προς τους μαθητας, ειδε περι αυτους οχλον πολυν και γραμματεις καμνοντας συζητησεις μετ' αυτων.
15 Amint az egész néptömeg meglátta Jézust, egyszerre mindnyájan elcsodálkoztak, majd odasiettek hozzá és köszöntötték őt.15 Και ευθυς πας ο οχλος ιδων αυτον εγεινεν εκθαμβος και προστρεχοντες ησπαζοντο αυτον.
16 Jézus megkérdezte őket: »Miről vitatkoztok egymással?«16 Και ηρωτησε τους γραμματεις? Τι συζητειτε μετ' αυτων;
17 A tömegből valaki ezt felelte: »Mester! Elhoztam hozzád a fiamat, akiben néma lélek van,17 Και αποκριθεις εις εκ του οχλου, ειπε? Διδασκαλε, εφερα προς σε τον υιον μου, εχοντα πνευμα αλαλον.
18 mindenütt megragadja őt, a földhöz vágja, ő pedig tajtékzik, a fogait csikorgatja és megmerevedik. Szóltam tanítványaidnak, hogy űzzék ki, de nem tudták.«18 Και οπου πιαση αυτον σπαραττει αυτον, και αφριζει και τριζει τους οδοντας αυτου και ξηραινεται? και ειπον προς τους μαθητας σου να εκβαλωσιν αυτο, αλλα δεν ηδυνηθησαν.
19 Ő így szólt hozzájuk: »Ó, te hitetlen nemzedék! Meddig legyek még veletek? Meddig tűrjelek még titeket? Hozzátok őt ide!«19 Εκεινος δε αποκριθεις προς αυτον, λεγει? Ω γενεα απιστος, εως ποτε θελω εισθαι μεθ' υμων; εως ποτε θελω υπομενει υμας; φερετε αυτον προς εμε.
20 Erre odavitték hozzá. Amint a gyermek meglátta őt, a lélek azonnal rángatni kezdte, és a földre esve tajtékozott és fetrengett.20 Και εφεραν αυτον προς αυτον. Και ως ειδεν αυτον, ευθυς το πνευμα εσπαραξεν αυτον, και πεσων επι της γης εκυλιετο αφριζων.
21 Ő megkérdezte az apját: »Mennyi ideje, hogy ebbe a bajba esett?« Az ezt válaszolta: »Gyermekkora óta.21 Και ηρωτησε τον πατερα αυτου? Ποσος καιρος ειναι αφου τουτο εγεινεν εις αυτον; Ο δε ειπε? Παιδιοθεν.
22 Sokszor tűzbe és vízbe vetette őt, hogy elveszítse. De ha valamit tehetsz, légy segítségünkre, könyörülj rajtunk.«22 Και πολλακις αυτον και εις πυρ ερριψε και εις υδατα, δια να απολεση αυτον? αλλ' εαν δυνασαι τι, βοηθησον ημας, σπλαγχνισθεις εφ' ημας.
23 Jézus így szólt hozzá: »‘Ha valamit tehetsz’? Minden lehetséges annak, aki hisz!«23 Ο δε Ιησους ειπε προς αυτον? Το εαν δυνασαι να πιστευσης, παντα ειναι δυνατα εις τον πιστευοντα.
24 A gyermek apja azonnal felkiáltott, és könnyeket hullatva azt mondta: »Hiszek! Segíts hitetlenségemen!«24 Και ευθυς κραξας ο πατηρ του παιδιου μετα δακρυων, ελεγε? Πιστευω, Κυριε? βοηθει εις την απιστιαν μου.
25 Amikor Jézus látta, hogy a tömeg összefut, megfenyegette a tisztátalan lelket, és azt mondta neki: »Te süket és néma lélek! Parancsolom neked, menj ki belőle, és többé bele ne menj!«25 Ιδων δε ο Ιησους οτι επισυντρεχει οχλος, επετιμησε το πνευμα το ακαθαρτον, λεγων προς αυτο? το πνευμα το αλαλον και κωφον, εγω σε προσταζω, Εξελθε απ' αυτου και μη εισελθης πλεον εις αυτον.
26 Erre az elkezdett kiáltozni, és össze-vissza rángatva őt, kiment belőle. A gyermek pedig olyan lett, mint a halott, mire sokan azt mondták, hogy meghalt.26 Και το πνευμα κραξαν και πολλα σπαραξαν αυτον, εξηλθε, και εγεινεν ως νεκρος, ωστε πολλοι ελεγον οτι απεθανεν.
27 Jézus pedig kézenfogva fölemelte őt; az pedig fölkelt.27 Ο δε Ιησους πιασας αυτον απο της χειρος ηγειρεν αυτον, και εσηκωθη.
28 Mikor aztán bement a házba, külön megkérdezték őt a tanítványai: »Mi miért nem tudtuk kiűzni?«28 Και οτε εισηλθεν εις οικον, οι μαθηται αυτου ηρωτων αυτον κατιδιαν, Δια τι ημεις δεν ηδυνηθημεν να εκβαλωμεν αυτο;
29 Azt felelte nekik: »Ez a fajzat nem megy ki másképpen, mint imádság által.«29 Και ειπε προς αυτους? Τουτο το γενος δεν δυναται να εξελθη δι' ουδενος αλλου τροπου ειμη δια προσευχης και νηστειας.
30 Ezután eltávoztak onnan és átmentek Galileán; ő azonban nem akarta, hogy valaki megtudja ezt.30 Και εξελθοντες εκειθεν διεβαινον δια της Γαλιλαιας, και δεν ηθελε να μαθη τουτο ουδεις.
31 Oktatta ugyanis tanítványait, és elmondta nekik, hogy az Emberfiát az emberek kezébe adják, megölik őt, de miután megölték, harmadnapra feltámad.31 Διοτι εδιδασκε τους μαθητας αυτου και ελεγε προς αυτους οτι ο Υιος του ανθρωπου παραδιδεται εις χειρας ανθρωπων, και θελουσι θανατωσει αυτον, και θανατωθεις την τριτην ημεραν θελει αναστηθη.
32 Azok nem értették ezt a beszédet, de nem merték őt megkérdezni.32 Εκεινοι ομως δεν ηνοουν τον λογον και εφοβουντο να ερωτησωσιν αυτον.
33 Megérkeztek Kafarnaumba. Amikor már a házban volt, megkérdezte őket: »Miről beszélgettetek az úton?«33 Και ηλθεν εις Καπερναουμ? και οτε εισηλθεν εις την οικιαν, ηρωτα αυτους? Τι διελογιζεσθε καθ' οδον προς αλληλους;
34 Azok csak hallgattak, mert az úton arról tanakodtak, hogy ki a legnagyobb közülük.34 Οι δε εσιωπων? διοτι καθ' οδον διελεχθησαν προς αλληλους τις ειναι μεγαλητερος.
35 Ekkor leült, odahívta a tizenkettőt, és azt mondta nekik: »Ha valaki első akar lenni, legyen mindenki közül az utolsó, és mindegyiknek a szolgája.«35 Και καθησας εκαλεσε τους δωδεκα και λεγει προς αυτους? Οστις θελει να ηναι πρωτος, θελει εισθαι παντων εσχατος και παντων υπηρετης.
36 Majd odahívott egy gyermeket, közéjük állította, magához ölelte, és azt mondta nekik:36 Και λαβων παιδιον εστησεν αυτο εν τω μεσω αυτων, και εναγκαλισθεις αυτο ειπε προς αυτους?
37 »Aki egy ilyen gyermeket befogad az én nevemben, engem fogad be; és aki engem befogad, nem engem fogad be, hanem azt, aki engem küldött.«37 Οστις δεχθη εν των τοιουτων παιδιων εις το ονομα μου, εμε δεχεται? και οστις δεχθη εμε, δεν δεχεται εμε, αλλα τον αποστειλαντα με.
38 Ekkor János azt mondta neki: »Mester! Láttunk valakit, aki a te nevedben ördögöt űz, de nem követ minket. Megtiltottuk neki.«38 Απεκριθη δε προς αυτον ο Ιωαννης, λεγων? Διδασκαλε, ειδομεν τινα εκβαλλοντα δαιμονια εις το ονομα σου, οστις δεν ακολουθει ημας, και ημποδισαμεν αυτον, διοτι δεν ακολουθει ημας.
39 Jézus azt felelte: »Ne tiltsátok meg neki! Mert senki, aki az én nevemben csodát tesz, nem fog engem egyhamar szidalmazni.39 Ο δε Ιησους ειπε? Μη εμποδιζετε αυτον? διοτι δεν ειναι ουδεις οστις θελει καμει θαυμα εις το ονομα μου και θελει δυνηθη ευθυς να με κακολογηση.
40 Hiszen aki nincs ellenünk, velünk van.40 Επειδη οστις δεν ειναι καθ' ημων, ειναι υπερ ημων.
41 Mert aki csak egy pohár vizet ad is nektek inni az én nevemben, azért, mert Krisztuséi vagytok, bizony, mondom nektek: nem veszíti el jutalmát.41 Διοτι οστις σας ποτιση ποτηριον υδατος εις το ονομα μου, επειδη εισθε του Χριστου, αληθως σας λεγω, δεν θελει χασει τον μισθον αυτου.
42 Aki pedig megbotránkoztat egyet e kicsik közül, akik hisznek bennem: jobb volna annak, ha malomkövet kötnének a nyakára és a tengerbe vetnék.42 Και οστις σκανδαλιση ενα των μικρων των πιστευοντων εις εμε, συμφερει εις αυτον καλητερον να περιτεθη μυλου πετρα περι τον τραχηλον αυτου και να ριφθη εις την θαλασσαν.
43 Ha a kezed megbotránkoztat téged, vágd le azt: jobb neked csonkán az életre bemenned, mint két kezeddel együtt a gyehennába jutnod, az olthatatlan tűzre.43 Και εαν σε σκανδαλιζη η χειρ σου, αποκοψον αυτην? καλητερον σοι ειναι να εισελθης εις την ζωην κουλλος, παρα εχων τας δυο χειρας να απελθης εις την γεενναν, εις το πυρ το ασβεστον,
44 οπου ο σκωληξ αυτων δεν τελευτα και το πυρ δεν σβυνεται.
45 Ha a lábad megbotránkoztat téged, vágd le azt; jobb neked sántán az örök életre bemenned, mint ha két lábaddal együtt a gyehennára vetnek.45 Και εαν ο πους σου σε σκανδαλιζη, αποκοψον αυτον? καλητερον σοι ειναι να εισελθης εις την ζωην χωλος, παρα εχων τους δυο ποδας να ριφθης εις την γεενναν, εις το πυρ το ασβεστον,
46 οπου ο σκωληξ αυτων δεν τελευτα και το πυρ δεν σβυνεται.
47 Ha a szemed megbotránkoztat téged, vájd ki azt; jobb neked fél szemmel az Isten országába bemenned, mintha két szemmel a gyehennára vetnek,47 Και εαν ο οφθαλμος σου σε σκανδαλιζη, εκβαλε αυτον? καλητερον σοι ειναι να εισελθης μονοφθαλμος εις την βασιλειαν του Θεου, παρα εχων δυο οφθαλμους να ριφθης εις την γεενναν του πυρος,
48 ahol a férgük el nem pusztul, és a tüzük ki nem alszik .48 οπου ο σκωληξ αυτων δεν τελευτα και το πυρ δεν σβυνεται.
49 Mindenkit tűzzel fognak megsózni.49 Διοτι πας τις με πυρ θελει αλατισθη, και πασα θυσια με αλας θελει αλατισθη.
50 Jó a só; de ha a só ízetlenné válik, mivel adtok ízt neki? Legyen só bennetek, és legyen békesség köztetek.«50 Καλον το αλας? αλλ' εαν το αλας γεινη αναλατον, με τι θελετε αρτυσει αυτο; εχετε αλας εν εαυτοις και ειρηνευετε εν αλληλοις.