Malakiás jövendölése 3
123
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | LXX |
---|---|
1 Íme, én elküldöm angyalomat, hogy elkészítse az utat színem előtt, és csakhamar eljön templomába az Úr, akit ti kerestek, s a szövetség angyala, akit ti óhajtotok. Íme, már jön is – mondja a Seregek Ura. – | 1 ιδου εγω εξαποστελλω τον αγγελον μου και επιβλεψεται οδον προ προσωπου μου και εξαιφνης ηξει εις τον ναον εαυτου κυριος ον υμεις ζητειτε και ο αγγελος της διαθηκης ον υμεις θελετε ιδου ερχεται λεγει κυριος παντοκρατωρ |
2 De ki tudja elviselni az ő eljövetelének napját, s ki állhat meg az ő láttára? Mert ő olyan, mint az olvasztó tűz, és mint a posztóványolók lúgja. | 2 και τις υπομενει ημεραν εισοδου αυτου η τις υποστησεται εν τη οπτασια αυτου διοτι αυτος εισπορευεται ως πυρ χωνευτηριου και ως ποα πλυνοντων |
3 Leül, mint az ezüstolvasztó és tisztító mester, és salaktalanná teszi Lévi fiait; és megtisztítja őket, mint az aranyat és mint az ezüstöt, hogy igazságban mutassanak be áldozatot az Úrnak, | 3 και καθιειται χωνευων και καθαριζων ως το αργυριον και ως το χρυσιον και καθαρισει τους υιους λευι και χεει αυτους ως το χρυσιον και ως το αργυριον και εσονται τω κυριω προσαγοντες θυσιαν εν δικαιοσυνη |
4 és tetszeni fog az Úrnak Júda és Jeruzsálem áldozata, mint a hajdankor napjaiban, és mint a régi esztendőkben. | 4 και αρεσει τω κυριω θυσια ιουδα και ιερουσαλημ καθως αι ημεραι του αιωνος και καθως τα ετη τα εμπροσθεν |
5 Akkor majd ítéletre megyek hozzátok, és gyors tanú leszek a varázslók, a házasságtörők és a hamisan esküvők ellen, és azok ellen, akik jogtalanul bánnak a napszámos bérével, az özvegyekkel és az árvákkal, és akik elnyomják a jövevényt és nem félnek engem – mondja a Seregek Ura. – | 5 και προσαξω προς υμας εν κρισει και εσομαι μαρτυς ταχυς επι τας φαρμακους και επι τας μοιχαλιδας και επι τους ομνυοντας τω ονοματι μου επι ψευδει και επι τους αποστερουντας μισθον μισθωτου και τους καταδυναστευοντας χηραν και τους κονδυλιζοντας ορφανους και τους εκκλινοντας κρισιν προσηλυτου και τους μη φοβουμενους με λεγει κυριος παντοκρατωρ |
6 Bizony én vagyok az Úr, aki nem változtam meg, de ti akkor is Jákob fiai maradtatok! | 6 διοτι εγω κυριος ο θεος υμων και ουκ ηλλοιωμαι και υμεις υιοι ιακωβ ουκ απεχεσθε |
7 Bizony, atyáitok napjai óta eltávoztatok törvényeimtől és nem tartottátok meg őket. Térjetek vissza hozzám, akkor én is visszatérek hozzátok – mondja a Seregek Ura. – Kérditek: ‘Miben térjünk vissza?’ | 7 απο των αδικιων των πατερων υμων εξεκλινατε νομιμα μου και ουκ εφυλαξασθε επιστρεψατε προς με και επιστραφησομαι προς υμας λεγει κυριος παντοκρατωρ και ειπατε εν τινι επιστρεψωμεν |
8 Vajon ember megcsalhatja-e Istent? Márpedig ti megcsaltatok engem! És kérditek: ‘Miben csaltunk meg téged?’ A tizedekben és a zsengékben! | 8 ει πτερνιει ανθρωπος θεον διοτι υμεις πτερνιζετε με και ερειτε εν τινι επτερνικαμεν σε οτι τα επιδεκατα και αι απαρχαι μεθ' υμων εισιν |
9 Az ínség átka van rajtatok, és ti mégis megcsaltok engem, az egész nép. | 9 και αποβλεποντες υμεις αποβλεπετε και εμε υμεις πτερνιζετε το εθνος συνετελεσθη |
10 Hordjátok csak be az egész tizedet a csűrbe, hogy legyen élelem a házamban; és tegyetek engem ezzel próbára – mondja az Úr –, hogy vajon nem nyitom-e majd meg nektek az ég csatornáit, és nem árasztok-e bőséges áldást rátok? | 10 και εισηνεγκατε παντα τα εκφορια εις τους θησαυρους και εν τω οικω αυτου εσται η διαρπαγη αυτου επισκεψασθε δη εν τουτω λεγει κυριος παντοκρατωρ εαν μη ανοιξω υμιν τους καταρρακτας του ουρανου και εκχεω υμιν την ευλογιαν μου εως του ικανωθηναι |
11 Ráparancsolok majd értetek a sáskára, hogy ne pusztítsa el földetek gyümölcsét, és a szőlő nem lesz meddő a mezőn – mondja a Seregek Ura. – | 11 και διαστελω υμιν εις βρωσιν και ου μη διαφθειρω υμων τον καρπον της γης και ου μη ασθενηση υμων η αμπελος η εν τω αγρω λεγει κυριος παντοκρατωρ |
12 Akkor majd boldognak hirdet titeket minden nemzet, mert kívánatos ország lesztek – mondja a Seregek Ura. – | 12 και μακαριουσιν υμας παντα τα εθνη διοτι εσεσθε υμεις γη θελητη λεγει κυριος παντοκρατωρ |
13 Keményen beszéltetek ti ellenem – mondja az Úr –, | 13 εβαρυνατε επ' εμε τους λογους υμων λεγει κυριος και ειπατε εν τινι κατελαλησαμεν κατα σου |
14 és ti kérdezitek: ‘Mit beszéltünk ellened?’ Azt mondjátok: ‘Hiábavaló dolgot tesz az, aki Istennek szolgál! Mi hasznunk van abból, hogy megtartottuk törvényeit, és hogy szomorúan jártunk a Seregek Ura előtt? | 14 ειπατε ματαιος ο δουλευων θεω και τι πλεον οτι εφυλαξαμεν τα φυλαγματα αυτου και διοτι επορευθημεν ικεται προ προσωπου κυριου παντοκρατορος |
15 Ezért hát boldogoknak mondjuk a kevélyeket, mert ők gyarapodtak, bár gonoszságot cselekedtek; és nem lett bántódásuk, bár kísértették Istent.’ | 15 και νυν ημεις μακαριζομεν αλλοτριους και ανοικοδομουνται παντες ποιουντες ανομα και αντεστησαν θεω και εσωθησαν |
16 Így beszéltek egymás között azok, akik az Urat félik. Az Úr pedig felfigyelt és meghallotta, és előtte emlékkönyvbe írták azokat, akik félik az Urat és nevére gondolnak. | 16 ταυτα κατελαλησαν οι φοβουμενοι τον κυριον εκαστος προς τον πλησιον αυτου και προσεσχεν κυριος και εισηκουσεν και εγραψεν βιβλιον μνημοσυνου ενωπιον αυτου τοις φοβουμενοις τον κυριον και ευλαβουμενοις το ονομα αυτου |
17 Ezek – mondja a Seregek Ura –, az én tulajdonommá lesznek azon a napon, amelyen majd cselekvéshez látok, és én megsajnálom majd őket, mint ahogy az ember megsajnálja a fiát, aki neki szolgál. | 17 και εσονται μοι λεγει κυριος παντοκρατωρ εις ημεραν ην εγω ποιω εις περιποιησιν και αιρετιω αυτους ον τροπον αιρετιζει ανθρωπος τον υιον αυτου τον δουλευοντα αυτω |
18 És akkor majd ismét látjátok, mi a különbség az igaz és a gonosz között, az Istennek szolgáló és a neki nem szolgáló között. | 18 και επιστραφησεσθε και οψεσθε ανα μεσον δικαιου και ανα μεσον ανομου και ανα μεσον του δουλευοντος θεω και του μη δουλευοντος |
19 Bizony, íme, eljön majd az a nap, lángolva, mint a kemence, és minden kevély és minden gonosztevő olyan lesz, mint a tarló, és az eljövendő nap lángra lobbantja őket – mondja a Seregek Ura –, és nem hagy rajtuk sem gyökeret, sem hajtást. | 19 διοτι ιδου ημερα κυριου ερχεται καιομενη ως κλιβανος και φλεξει αυτους και εσονται παντες οι αλλογενεις και παντες οι ποιουντες ανομα καλαμη και αναψει αυτους η ημερα η ερχομενη λεγει κυριος παντοκρατωρ και ου μη υπολειφθη εξ αυτων ριζα ουδε κλημα |
20 Nektek azonban, akik nevemet félitek, felkel az igazság napja, ami gyógyulást hoz szárnyain; kimentek és ugrándoztok, mint a csorda fiatal borjai, | 20 και ανατελει υμιν τοις φοβουμενοις το ονομα μου ηλιος δικαιοσυνης και ιασις εν ταις πτερυξιν αυτου και εξελευσεσθε και σκιρτησετε ως μοσχαρια εκ δεσμων ανειμενα |
21 és összetapossátok a gonoszokat, és ők olyanok lesznek a lábatok talpa alatt, mint a hamu, azon a napon, amelyen majd én cselekvéshez látok – mondja a Seregek Ura. – | 21 και καταπατησετε ανομους διοτι εσονται σποδος υποκατω των ποδων υμων εν τη ημερα η εγω ποιω λεγει κυριος παντοκρατωρ |
22 Emlékezzetek meg szolgámnak, Mózesnek törvényéről, melyet neki a Hóreben egész Izrael számára parancsokként és végzésekként adtam. | 22 και ιδου εγω αποστελλω υμιν ηλιαν τον θεσβιτην πριν ελθειν ημεραν κυριου την μεγαλην και επιφανη |
23 Íme, én elküldöm majd nektek Illés prófétát, mielőtt eljönne az Úrnak nagy és rettenetes napja, | 23 ος αποκαταστησει καρδιαν πατρος προς υιον και καρδιαν ανθρωπου προς τον πλησιον αυτου μη ελθω και παταξω την γην αρδην |
24 hogy visszatérítse az atyák szívét fiaikhoz s a fiúk szívét atyáikhoz, nehogy elmenjek és átokkal sújtsam a földet.« | 24 μνησθητε νομου μωυση του δουλου μου καθοτι ενετειλαμην αυτω εν χωρηβ προς παντα τον ισραηλ προσταγματα και δικαιωματα . |