Scrutatio

Lunedi, 3 giugno 2024 - San Carlo Lwanga ( Letture di oggi)

Dániel jövendölése 6


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Akkor a méd Dáriusz foglalta el az országot, hatvankét esztendős korában.1 Αρεστον εφανη εις τον Δαρειον να καταστηση επι του βασιλειου εκατον εικοσι σατραπας, δια να ηναι εφ' ολου του βασιλειου?
2 Úgy tetszett Dáriusznak, hogy országa fölé, egész birodalmában elosztva százhúsz szatrapát állítson;2 και επ' αυτους τρεις προεδρους, εις των οποιων ητο ο Δανιηλ, δια ν' αποδιδωσι λογον εις αυτους οι σατραπαι ουτοι, και ο βασιλευς να μη ζημιονηται.
3 azok fölé pedig három főnököt, akik közül az egyik Dániel volt, hogy a szatrapák nekik adjanak számot, és a királynak ne legyen annyi gondja.3 Τοτε ο Δανιηλ ουτος προετιμηθη υπερ τους προεδρους και σατραπας, διοτι πνευμα εξοχον ητο εν αυτω? και ο βασιλευς εστοχασθη να καταστηση αυτον εφ' ολου του βασιλειου.
4 Dániel azonban kiválóbb volt valamennyi főnöknél és szatrapánál, mert Isten lelke nagyobb mértékben volt meg benne.4 Οι δε προεδροι και οι σατραπαι εζητουν να ευρωσι προφασιν κατα του Δανιηλ εκ των υποθεσεων της βασιλειας? πλην δεν ηδυναντο να ευρωσιν ουδεμιαν προφασιν ουδε αμαρτημα? διοτι ητο πιστος, και δεν ευρεθη εν αυτω ουδεν σφαλμα ουδε αμαρτημα.
5 Mivel a király őt egész országa fölé szándékozott állítani, azért a főnökök és a szatrapák arra törekedtek, hogy valami kifogást találjanak Dániel ellen a király szolgálatában, de semmi kifogást vagy gyanús dolgot sem tudtak találni, mert hűséges volt, és semmiféle bűnt vagy gyanús dolgot sem lehetett találni benne.5 Και ειπον οι ανθρωποι ουτοι, δεν θελομεν ευρει προφασιν κατα του Δανιηλ τουτου, εκτος εαν ευρωμεν τι εναντιον αυτου εκ του νομου του Θεου αυτου.
6 Azért ezt mondták azok a férfiak: »Nem találunk ez ellen a Dániel ellen semmi kifogást sem, hacsak nem az ő Istenének törvényében.«6 Τοτε οι προεδροι και οι σατραπαι ουτοι συνηχθησαν εις τον βασιλεα και ειπον ουτω προς αυτον? Βασιλευ Δαρειε, ζηθι εις τον αιωνα.
7 Akkor a főnökök és a szatrapák a királyhoz futottak és azt mondták neki: »Dáriusz király, örökké élj!7 Παντες οι προεδροι του βασιλειου, οι διοικηται και οι σατραπαι, οι αυλικοι και οι τοπαρχαι, συνεβουλευθησαν να εκδοθη βασιλικον ψηφισμα και να στηριχθη απαγορευσις, οτι οστις καμη αιτησιν τινα παρ' οποιουδηποτε θεου η ανθρωπου, εως τριακοντα ημερων, εκτος παρα σου, βασιλευ, ουτος να ριφθη εις τον λακκον των λεοντων?
8 Országodnak összes főnöke, hivatalnoka, szatrapája, tanácsosa és bírája megállapodtak, hogy királyi rendeletet és határozatot kell kibocsátani, hogy mindenki, aki harminc napon belül valamely kéréssel bármely más istenhez vagy emberhez fordul, mint hozzád, király, azt vessék az oroszlánok vermébe.8 τωρα λοιπον, βασιλευ, καμε την απαγορευσιν και υπογραψον το ψηφισμα, δια να μη αλλαχθη, κατα τον νομον των Μηδων και Περσων, οστις δεν ακυρουται.
9 Most azért király, erősítsd meg ezt a határozatot és add ki írásban a rendeletet, hogy a médek és a perzsák törvénye következtében megváltoztatni ne lehessen, és senki meg ne szeghesse.«9 Οθεν ο βασιλευς Δαρειος υπεγραψε την γραφην και την απαγορευσιν.
10 Dáriusz király ki is adta és kibocsátotta a rendeletet.10 Και ο Δανιηλ, καθως εμαθεν οτι υπεγραφη η γραφη, εισηλθεν εις τον οικον αυτου? και εχων τας θυριδας του κοιτωνος αυτου ανεωγμενας προς την Ιερουσαλημ, επιπτεν επι τα γονατα αυτου τρις της ημερας, προσευχομενος και δοξολογων ενωπιον του Θεου αυτου, καθως εκαμνε προτερον.
11 Noha Dániel ezt tudta – azt tudniillik, hogy a rendeletet kibocsátották –, bement a házába, és felső termének Jeruzsálem felé nyitott ablakánál naponként háromszor térdre borult és imádkozott, s magasztalta Istenét, úgy, amint azelőtt is tenni szokta.11 Τοτε οι ανθρωποι εκεινοι συνηχθησαν και ευρηκαν τον Δανιηλ καμνοντα αιτησιν και ικετευοντα ενωπιον του Θεου αυτου.
12 Így azok az emberek, akik fürkészve lesték, rá is találtak Dánielre, amint imádkozott és Istenéhez könyörgött.12 Οθεν προσελθοντες ελαλησαν εμπροσθεν του βασιλεως περι της βασιλικης απαγορευσεως λεγοντες, Δεν υπεγραψας αποφασιν, οτι πας ανθρωπος, οστις καμη αιτησιν παρ' οποιουδηποτε θεου η ανθρωπου, εως τριακοντα ημερων, εκτος παρα σου, βασιλευ, θελει ριφθη εις τον λακκον των λεοντων; Ο βασιλευς απεκριθη και ειπεν, Αληθινος ειναι ο λογος, κατα τον νομον των Μηδων και Περσων, οστις δεν ακυρουται.
13 Erre elmentek, és kérdést intéztek a királyhoz a parancs felől: »Király! Vajon nem rendelted-e el, hogy mindenkit, aki harminc napon belül valamely más istenhez vagy emberhez fordul kéréssel, mint hozzád, király, azt vessék az oroszlánok vermébe?« Azt felelte nekik a király: »Úgy van a dolog, a médek és a perzsák megszeghetetlen törvénye szerint.«13 Τοτε απεκριθησαν και ειπον εμπροσθεν του βασιλεως, Ο Δανιηλ εκεινος, ο εκ των υιων της αιχμαλωσιας του Ιουδα, δεν σε σεβεται, βασιλευ, ουδε την αποφασιν την οποιαν υπεγραψας, αλλα καμνει την δεησιν αυτου τρις της ημερας.
14 Ekkor ők feleltek, és azt mondták a királynak: »A Júda fogoly fiai közül való Dániel nem törődik törvényeddel és a határozattal, amit kiadtál, hanem naponként háromszor elimádkozza a maga imádságát.«14 Τοτε ο βασιλευς, ως ηκουσε τους λογους, ελυπηθη πολυ επ' αυτω και εφροντιζεν εγκαρδιως περι του Δανιηλ να ελευθερωση αυτον, και ηγωνιζετο μεχρι της δυσεως του ηλιου δια να λυτρωση αυτον.
15 Mikor a király ezt meghallotta, nagyon elszomorodott, és Dániel mellé állt, hogy őt megszabadítsa, s egészen napnyugtáig azon fáradozott, hogy megmentse.15 Τοτε οι ανθρωποι εκεινοι συνηχθησαν εις τον βασιλεα και ειπον προς αυτον, Εξευρε, βασιλευ, οτι ο νομος των Μηδων και Περσων ειναι, ουδεμια απαγορευσις ουτε διαταγη, την οποιαν ο βασιλευς καμη, να ακυρουται.
16 Ám azok a férfiak megértették a királyt és azt mondták neki: »Tudd meg, király, hogy a médek és a perzsák törvénye szerint semmiféle határozatot, amelyet a király kiad, megváltoztatni nem szabad.«16 Τοτε ο βασιλευς προσεταξε και εφεραν τον Δανιηλ και ερριψαν αυτον εις τον λακκον των λεοντων. Ελαλησε δε ο βασιλευς και ειπε προς τον Δανιηλ, Ο Θεος σου, τον οποιον συ λατρευεις ακαταπαυστως, αυτος θελει σε ελευθερωσει.
17 Erre a király kiadta a parancsot, és Dánielt előhozták, és az oroszlánok vermébe vetették. Azt mondta akkor a király Dánielnek: »A te Istened, akit te mindenkor tisztelsz, szabadítson meg téged!«17 Και εφερθη εις λιθος και επετεθη επι το στομα του λακκου, και ο βασιλευς εσφραγισεν αυτον δια της ιδιας αυτου σφραγιδος και δια της σφραγιδος των μεγιστανων αυτου, δια να μη αλλοιωθη μηδεν περι του Δανιηλ.
18 Aztán hoztak egy követ, rátették a verem szájára, s a király lepecsételte gyűrűjével és főembereinek gyűrűjével, hogy semmi se történjék Dániel ellen.18 Τοτε ο βασιλευς υπηγεν εις το παλατιον αυτου και διενυκτερευσε νηστικος και δεν εφερθησαν εμπροσθεν αυτου οργανα μουσικα, και ο υπνος αυτου εφυγεν απ' αυτου.
19 A király aztán hazament, és étkezés nélkül nyugalomra tért. Nem is hordták fel elé az étkeket, de még az álom is elkerülte őt.19 Εξηγερθη δε ο βασιλευς πολλα ενωρις το πρωι και υπηγε μετα σπουδης εις τον λακκον των λεοντων.
20 Hajnalhasadtával aztán felkelt a király, és sietve az oroszlánok verméhez ment.20 Και οτε ηλθεν εις τον λακκον, εφωνησε μετα φωνης κλαυθμηρας προς τον Δανιηλ? και ελαλησεν ο βασιλευς και ειπε προς τον Δανιηλ, Δανιηλ, δουλε του Θεου του ζωντος, ο Θεος σου, τον οποιον συ λατρευεις ακαταπαυστως, ηδυνηθη να σε ελευθερωση εκ των λεοντων;
21 Mikor a verem közeléhez ért, síró hangon hívta Dánielt és szólította őt: »Dániel, az élő Isten szolgája, vajon a te Istened, akinek te mindenkor szolgálsz, meg tudott-e téged szabadítani az oroszlánoktól?«21 Τοτε ελαλησεν ο Δανιηλ προς τον βασιλεα, Βασιλευ, ζηθι εις τον αιωνα.
22 Azt felelte erre Dániel a királynak: »Király, örökké élj!22 Ο Θεος μου απεστειλε τον αγγελον αυτου και εφραξε τα στοματα των λεοντων και δεν με εβλαψαν, διοτι αθωοτης ευρεθη εν εμοι ενωπιον αυτου, και ετι ενωπιον σου, βασιλευ, πταισμα δεν επραξα.
23 Az én Istenem elküldte angyalát és bezárta az oroszlánok száját, és ezek nem ártottak nekem, mert ő igaznak talált engem; de ellened sem követtem el bűnt, király!«23 Τοτε ο βασιλευς μεγαλως εχαρη επ' αυτω και προσεταξε να αναβιβασωσι τον Δανιηλ εκ του λακκου. Και ανεβιβασθη ο Δανιηλ εκ του λακκου και ουδεμια βλαβη ηυρεθη εν αυτω, διοτι ειχε πιστιν εις τον Θεον αυτου.
24 Igen megörült ennek a király, és megparancsolta, hogy húzzák ki Dánielt a veremből. Ki is húzták Dánielt a veremből, és semmi sérülést sem találtak rajta, mert bízott az ő Istenében.24 Τοτε ο βασιλευς προσεταξε και εφεραν τους ανθρωπους εκεινους, οιτινες διεβαλον τον Δανιηλ, και ερριψαν εις τον λακκον των λεοντων αυτους, τα τεκνα αυτων και τας γυναικας αυτων? και πριν φθασωσιν εις το βαθος του λακκου, οι λεοντες συνηρπασαν αυτους και κατεσυντριψαν παντα τα οστα αυτων.
25 A király parancsára azonban elővezették azokat a férfiakat, akik Dánielt bevádolták, és őket magukat vetették az oroszlánok vermébe, valamint fiaikat és feleségeiket. Még le sem értek a verem fenekére, s az oroszlánok máris megragadták őket, és összetörték minden csontjukat.25 Τοτε εγραψε Δαρειος ο βασιλευς προς παντας τους λαους, εθνη και γλωσσας, τους κατοικουντας επι πασης της γης, Ειρηνη ας πληθυνθη εις εσας.
26 Ekkor Dáriusz király írt minden népnek, törzsnek és nyelvnek, amely bárhol a földön lakik: »Békességtek bőségben legyen!26 Διαταγη εξεδοθη παρ' εμου, εν ολω τω κρατει της βασιλειας μου, να τρεμωσιν οι ανθρωποι και να φοβωνται ενωπιον του Θεου του Δανιηλ? διοτι αυτος ειναι Θεος ζων και διαμενων εις τον αιωνα, και η βασιλεια αυτου δεν θελει φθαρη και η εξουσια αυτου θελει εισθαι μεχρι τελους?
27 Elrendeltem, hogy egész birodalmamban és országomban rettegjék és féljék Dániel Istenét, Mert ő az élő Isten, és örökké az marad; az Ő országának nem lesz vége, és hatalma örökké tart.27 αυτος ο ελευθερωτης και σωτηρ και ποιων σημεια και τεραστια εν τω ουρανω και επι της γης, οστις ηλευθερωσε τον Δανιηλ εκ της δυναμεως των λεοντων.
28 Ő megment és megszabadít, jeleket és csodákat művel az égen és a földön; Ő, aki megszabadította Dánielt az oroszlánok verméből.«28 Και ευημερησεν αυτος ο Δανιηλ εν τη βασιλεια του Δαρειου και εν τη βασιλεια Κυρου του Περσου.
29 Dánielnek ettől fogva jó sorsa volt Dáriusz uralkodása alatt és a perzsa Círusz uralkodása alatt.