Jeremiás könyve 40
12345678910111213141516171819202122232425262728293031323334353637383940414243444546474849505152
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Az ige, amely elhangzott Jeremiáshoz az Úrtól, miután elbocsátotta őt Nabuzardán testőrparancsnok Rámából. Elhozatta ugyanis őt, amikor még bilincsbe volt verve Jeruzsálem és Júda összes foglya között, akiket fogságba vittek Babilonba. | 1 Ο λογος ο γενομενος προς Ιερεμιαν παρα Κυριου, αφου Νεβουζαραδαν ο αρχισωματοφυλαξ εξαπεστειλεν αυτον απο Ραμα, οτε ειχε λαβει αυτον δεδεμενον με χειροδεσμα μεταξυ παντων των μετοικισθεντων απο Ιερουσαλημ και Ιουδα, οιτινες εφεροντο αιχμαλωτοι εις την Βαβυλωνα. |
2 Elhozatta tehát a testőrparancsnok Jeremiást, és így szólt hozzá: »Az Úr, a te Istened mondta ki ezt a bajt erre a helyre. | 2 Και επιασεν ο αρχισωματοφυλαξ τον Ιερεμιαν και ειπε προς αυτον, Κυριος ο Θεος σου ελαλησε τα κακα ταυτα επι τον τοπον τουτον. |
3 El is hozta és megcselekedte az Úr, amint mondta. Mivel vétkeztetek az Úr ellen, és nem hallgattatok szavára, azért történt meg veletek ez a dolog. | 3 Και επεφερεν αυτα ο Κυριος και εκαμε καθως ειπεν? επειδη ημαρτησατε εις τον Κυριον και δεν υπηκουσατε εις την φωνην αυτου, δια τουτο εγεινεν εις εσας το πραγμα τουτο. |
4 Most pedig, íme, feloldozlak téged ma a kezeden levő bilincsektől. Ha jónak látszik szemedben, hogy velem jöjj Babilonba, jöjj, és rajtad tartom szememet; ha azonban rossznak látszik szemedben, hogy velem jöjj Babilonba, maradj itt! Nézd, előtted az egész ország, oda menj, ahová menni jónak és helyesnek látszik szemedben!« | 4 Και τωρα ιδου, σε ελυσα σημερον εκ των χειροδεσμων των επι των χειρων σου? εαν φαινηται εις σε καλον να ελθης μετ' εμου εις την Βαβυλωνα, ελθε, και εγω θελω σε περιποιηθη? αλλ' εαν φαινηται εις σε κακον να ελθης μετ' εμου εις την Βαβυλωνα, μεινον? ιδου, πας ο τοπος ειναι εμπροσθεν σου? οπου σοι φαινεται καλον και αρεστον να υπαγης, εκει υπαγε. |
5 Ő még akkor nem tért vissza. »Térj vissza Gedaljához, Sáfán fiának, Ahikámnak a fiához, akit Babilon királya Júda városai fölé rendelt, és lakj vele a nép között! Vagy menj bárhová, ahová menni helyesnek látszik szemedben!« A testőrparancsnok élelmet és ajándékot adott neki, majd elbocsátotta. | 5 Και επειδη δεν εστρεφετο, Επιστρεψον λοιπον, ειπε, προς τον Γεδαλιαν, υιον του Αχικαμ υιου του Σαφαν, τον οποιον ο βασιλευς της Βαβυλωνος κατεστησεν επι τας πολεις του Ιουδα, και κατοικησον μετ' αυτου μεταξυ του λαου? η υπαγε οπου σοι φαινεται αρεστον να υπαγης. Και εδωκεν εις αυτον ο αρχισωματοφυλαξ ζωοτροφιας και δωρα και εξαπεστειλεν αυτον. |
6 Elment tehát Jeremiás Gedaljához, Ahikám fiához Micpába, és vele lakott a nép között, mely megmaradt az országban. | 6 Και υπηγεν ο Ιερεμιας προς Γεδαλιαν τον υιον του Αχικαμ εις Μισπα και κατωκησε μετ' αυτου μεταξυ του λαου του εναπολειφθεντος εν τη γη. |
7 Meghallották a seregek vezérei mind, akik a mezőn voltak embereikkel együtt, hogy Babilon királya Gedalját, Ahikám fiát rendelte az ország fölé, és rábízta a férfiakat, asszonyokat és gyermekeket, az ország szegényei közül azokat, akiket nem vittek fogságba Babilonba. | 7 Ακουσαντες δε παντες οι αρχηγοι των στρατευματων των εν τω αγρω, αυτοι και οι ανδρες αυτων, οτι ο βασιλευς της Βαβυλωνος κατεστησε Γεδαλιαν τον υιον του Αχικαμ επι την γην και ετι ενεπιστευθη εις αυτον ανδρας και γυναικας και παιδια και εκ των πτωχων της γης, εκ των μη μετοικισθεντων εις την Βαβυλωνα, |
8 Elmentek tehát Gedaljához Micpába, Jismaél, Natanja fia, Johanán és Jonatán, Káree fiai, Szeraja, Tanhumet fia, a netofai Efáj fiai és Jaazonja, Maakáti fia, embereikkel együtt. | 8 ηλθον προς τον Γεδαλιαν εις Μισπα και Ισμαηλ ο υιος του Νεθανιου και Ιωαναν και Ιωναθαν οι υιοι του Καρηα και Σεραιας ο υιος του Τανουμεθ και οι υιοι του Ιωφη του Νετωφαθιτου και Ιεζανιας υιος Μααχαθιτου τινος, αυτοι και οι ανδρες αυτων. |
9 Akkor Gedalja, Sáfán fiának, Ahikámnak a fia megesküdött nekik, meg embereiknek, és így szólt: »Ne féljetek attól, hogy a káldeaiakat szolgáljátok! Lakjatok az országban, és szolgáljátok Babilon királyát, akkor jó dolgotok lesz! | 9 Και ωμοσε προς αυτους Γεδαλιας ο υιος του Αχικαμ υιου του Σαφαν και προς τους ανδρας αυτων, λεγων, Μη φοβεισθε να ησθε δουλοι των Χαλδαιων? κατοικησατε εν τη γη και δουλευετε εις τον βασιλεα της Βαβυλωνος και θελει εισθαι καλον εις εσας. |
10 Íme, én Micpában lakom, hogy rendelkezésükre álljak a káldeaiaknak, akik hozzánk jönnek. Ti pedig gyűjtsétek be a bort, a gyümölcsöt és az olajat, tegyétek edényeitekbe, és lakjatok városaitokban, melyeket elfoglaltatok!« | 10 Εγω δε, ιδου, θελω κατοικησει εν Μισπα, δια να παρισταμαι ενωπιον των Χαλδαιων, οιτινες θελουσιν ελθει προς ημας? και σεις συναξατε οινον και οπωρικα και ελαιον και βαλετε αυτα εις τα αγγεια σας και κατοικησατε εν ταις πολεσιν υμων, τας οποιας κρατειτε. |
11 Mindazok a júdaiak is, akik Moábban, Ammon fiai között és Edomban voltak, meg az összes országban, meghallották, hogy Babilon királya meghagyott egy maradékot Júdának, és föléjük rendelte Gedalját, Sáfán fiának, Ahikámnak a fiát. | 11 Παρομοιως παντες οι Ιουδαιοι οι εν Μωαβ και οι μεταξυ των υιων Αμμων και οι εν Εδωμ και οι εν πασι τοις τοποις, οτε ηκουσαν οτι ο βασιλευς της Βαβυλωνος αφηκεν υπολοιπον εις τον Ιουδαν και οτι κατεστησεν επ' αυτους Γεδαλιαν τον υιον του Αχικαμ υιου του Σαφαν, |
12 Visszatértek tehát a júdaiak valamennyien mindazokról a helyekről, ahová elűzték őket, és Júda földjére jöttek Gedaljához Micpába. Nagyon sok bort és gyümölcsöt gyűjtöttek be. | 12 τοτε επεστρεψαν παντες οι Ιουδαιοι εκ παντων των τοπων οπου ησαν διεσπαρμενοι και ηλθον εις την γην του Ιουδα, προς τον Γεδαλιαν εις Μισπα, και εσυναξαν οινον και οπωρικα πολλα σφοδρα. |
13 Johanán, Káree fia és a seregek vezérei mindnyájan, akik a mezőn voltak, elmentek Gedaljához Micpába, | 13 Ο δε Ιωαναν ο υιος του Καρηα και παντες οι αρχηγοι των στρατευματων των εν τω αγρω ηλθον προς τον Γεδαλιαν εις Μισπα, |
14 és ezt mondták neki: »Tudod-e, hogy Baálisz, Ammon fiainak királya elküldte Jismaélt, Natanja fiát, hogy megöljön téged?« De Gedalja, Ahikám fia nem hitt nekik. | 14 και ειπον προς αυτον, Εξευρεις τωοντι οτι ο Βααλεις ο βασιλευς των υιων Αμμων απεστειλε τον Ισμαηλ τον υιον του Νεθανιου δια να σε φονευση; Αλλ' ο Γεδαλιας ο υιος του Αχικαμ δεν επιστευσεν εις αυτους. |
15 Akkor Johanán, Káree fia titokban így szólt Gedaljához Micpában: »Elmegyek, és megölöm Jismaélt, Natanja fiát, úgyhogy senki sem fogja megtudni! Miért öljön meg ő téged, hogy aztán szétszóródjék egész Júda, akik hozzád gyűltek, és elpusztuljon Júda maradéka?« | 15 Τοτε Ιωαναν ο υιος του Καρηα ελαλησε κρυφιως προς τον Γεδαλιαν εν Μισπα, λεγων, Ας υπαγω τωρα και ας παταξω τον Ισμαηλ τον υιον του Νεθανιου και ουδεις θελει μαθει αυτο? δια τι να σε φονευση και ουτω παντες οι Ιουδαιοι, οι συνηγμενοι περι σε, να διασκορπισθωσι και το υπολοιπον του Ιουδα να απολεσθη; |
16 De Gedalja, Ahikám fia azt mondta Johanánnak, Káree fiának: »Ne tedd meg ezt a dolgot, mert hazugságot beszélsz Jismaélről!« | 16 Αλλ' ο Γεδαλιας ο υιος του Αχικαμ ειπε προς Ιωαναν τον υιον του Καρηα, Μη καμης το πραγμα τουτο, διοτι ψευδη λεγεις περι του Ισμαηλ. |