Jeremiás könyve 20
12345678910111213141516171819202122232425262728293031323334353637383940414243444546474849505152
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | LXX |
---|---|
1 Meghallotta Fássúr pap, Immer fia, aki főfelügyelő volt az Úr házában, hogy Jeremiás ezeket az igéket prófétálta. | 1 και ηκουσεν πασχωρ υιος εμμηρ ο ιερευς και ουτος ην καθεσταμενος ηγουμενος οικου κυριου του ιερεμιου προφητευοντος τους λογους τουτους |
2 Ezért megverette Fássúr Jeremiás prófétát, és kalodába záratta, amely a felső Benjamin-kapuban volt az Úr házában. | 2 και επαταξεν αυτον και ενεβαλεν αυτον εις τον καταρρακτην ος ην εν πυλη οικου αποτεταγμενου του υπερωου ος ην εν οικω κυριου |
3 Történt pedig másnap, hogy kiengedte Fássúr Jeremiást a kalodából. Ekkor így szólt hozzá Jeremiás: »Nem Fássúrnak hívta nevedet az Úr, hanem így: Rettenet mindenfelől. | 3 και εξηγαγεν πασχωρ τον ιερεμιαν εκ του καταρρακτου και ειπεν αυτω ιερεμιας ουχι πασχωρ εκαλεσεν κυριος το ονομα σου αλλ' η μετοικον |
4 Mert így szól az Úr: Íme, én téged rettenetté teszlek önmagad és minden barátod számára: elesnek majd ellenségeik kardja által, és szemed látni fogja. Egész Júdát Babilon királyának kezébe adom, aki majd fogságba viszi Babilonba, vagy karddal sújtja őket. | 4 διοτι ταδε λεγει κυριος ιδου εγω διδωμι σε εις μετοικιαν συν πασι τοις φιλοις σου και πεσουνται εν μαχαιρα εχθρων αυτων και οι οφθαλμοι σου οψονται και σε και παντα ιουδαν δωσω εις χειρας βασιλεως βαβυλωνος και μετοικιουσιν αυτους και κατακοψουσιν αυτους εν μαχαιραις |
5 Odaadom ennek a városnak minden vagyonát, minden szerzeményét és minden drágaságát; Júda királyainak minden kincsét ellenségeik kezébe adom, elrabolják, elveszik és elviszik azokat Babilonba. | 5 και δωσω την πασαν ισχυν της πολεως ταυτης και παντας τους πονους αυτης και παντας τους θησαυρους του βασιλεως ιουδα εις χειρας εχθρων αυτου και αξουσιν αυτους εις βαβυλωνα |
6 Te pedig, Fássúr, és házadnak minden lakója, fogságba mentek; Babilonba mégy, ott halsz meg, és ott temetnek el téged és minden barátodat, akiknek hazugságot prófétáltál.« | 6 και συ και παντες οι κατοικουντες εν τω οικω σου πορευσεσθε εν αιχμαλωσια και εν βαβυλωνι αποθανη και εκει ταφηση συ και παντες οι φιλοι σου οις επροφητευσας αυτοις ψευδη |
7 Rászedtél, Uram, és hagytam, hogy rászedj! Erősebb voltál nálam, és győztél! Nevetség tárgya lettem egész nap, mindenki gúnyolódik rajtam. | 7 ηπατησας με κυριε και ηπατηθην εκρατησας και ηδυνασθης εγενομην εις γελωτα πασαν ημεραν διετελεσα μυκτηριζομενος |
8 Mert ahányszor csak beszélek, kiáltoznom kell, erőszakot és elnyomást kiáltanom; mert az Úr igéje gyalázatomra lett, és csúfságomra egész nap. | 8 οτι πικρω λογω μου γελασομαι αθεσιαν και ταλαιπωριαν επικαλεσομαι οτι εγενηθη λογος κυριου εις ονειδισμον εμοι και εις χλευασμον πασαν ημεραν μου |
9 Azt mondtam: »Nem törődöm vele, és nem beszélek többé az ő nevében.« De olyan lett szívemben, mint égő tűz, bezárva csontjaimba; és hiába erőlködtem, hogy magamban tartsam, nem győzöm. | 9 και ειπα ου μη ονομασω το ονομα κυριου και ου μη λαλησω ετι επι τω ονοματι αυτου και εγενετο ως πυρ καιομενον φλεγον εν τοις οστεοις μου και παρειμαι παντοθεν και ου δυναμαι φερειν |
10 Mert hallottam sokak rágalmát, rettenetet mindenfelől: »Jelentsétek! Jelentsük fel őt!« Akik barátságban voltak velem, mind bukásomat lesik: »Hátha rá lehet szedni, legyőzhetjük, és bosszút állhatunk rajta!« | 10 οτι ηκουσα ψογον πολλων συναθροιζομενων κυκλοθεν επισυστητε και επισυστωμεν αυτω παντες ανδρες φιλοι αυτου τηρησατε την επινοιαν αυτου ει απατηθησεται και δυνησομεθα αυτω και λημψομεθα την εκδικησιν ημων εξ αυτου |
11 De az Úr velem van, mint hatalmas hős, ezért üldözőim elbuknak, és nem győznek; nagyon megszégyenülnek, mert nem járnak sikerrel, örök gyalázatuk nem megy feledésbe. | 11 και κυριος μετ' εμου καθως μαχητης ισχυων δια τουτο εδιωξαν και νοησαι ουκ ηδυναντο ησχυνθησαν σφοδρα οτι ουκ ενοησαν ατιμιας αυτων αι δι' αιωνος ουκ επιλησθησονται |
12 Seregek Ura, aki megvizsgálod az igazat, aki látod a veséket és a szívet, hadd lássam bosszúdat rajtuk, mert eléd tártam ügyemet! | 12 κυριε δοκιμαζων δικαια συνιων νεφρους και καρδιας ιδοιμι την παρα σου εκδικησιν εν αυτοις οτι προς σε απεκαλυψα τα απολογηματα μου |
13 Énekeljetek az Úrnak, dicsérjétek az Urat, mert megmentette a szegény lelkét a gonosztevők kezéből! | 13 ασατε τω κυριω αινεσατε αυτω οτι εξειλατο ψυχην πενητος εκ χειρος πονηρευομενων |
14 Átkozott az a nap, amelyen születtem! Az a nap, amelyen szült engem anyám, ne legyen áldott! | 14 επικαταρατος η ημερα εν η ετεχθην εν αυτη η ημερα εν η ετεκεν με η μητηρ μου μη εστω επευκτη |
15 Átkozott az a férfi, aki az örömhírt vitte apámnak: »Fiúgyermeked született«, és nagy örömet szerzett neki! | 15 επικαταρατος ο ανθρωπος ο ευαγγελισαμενος τω πατρι μου λεγων ετεχθη σοι αρσεν ευφραινομενος |
16 Legyen olyan az a férfi, mint a városok, amelyeket feldúlt az Úr, és nem bánta meg; halljon jajkiáltást reggel, és harci riadót délidőben! | 16 εστω ο ανθρωπος εκεινος ως αι πολεις ας κατεστρεψεν κυριος εν θυμω και ου μετεμεληθη ακουσατω κραυγης το πρωι και αλαλαγμου μεσημβριας |
17 Mert nem ölt meg engem az anyaméhben, hogy anyám lett volna a sírom, és méhe örökre terhes volna! | 17 οτι ουκ απεκτεινεν με εν μητρα μητρος και εγενετο μοι η μητηρ μου ταφος μου και η μητρα συλλημψεως αιωνιας |
18 Miért jöttem ki az anyaméhből? Hogy nyomorúságot és bánatot lássak, és szégyenben múljanak el napjaim? | 18 ινα τι τουτο εξηλθον εκ μητρας του βλεπειν κοπους και πονους και διετελεσαν εν αισχυνη αι ημεραι μου |