Scrutatio

Giovedi, 16 maggio 2024 - San Simone Stock ( Letture di oggi)

Sámuel második könyve 2


font
KÁLDI-NEOVULGÁTALXX
1 Ezek után Dávid megkérdezte az Urat: »Felmenjek-e Júda valamelyik városába?« Az Úr azt mondta neki: »Menj fel.« Azt mondta erre Dávid: »Hova menjek fel?« Ő azt felelte neki: »Hebronba.«1 και εγενετο μετα ταυτα και επηρωτησεν δαυιδ εν κυριω λεγων ει αναβω εις μιαν των πολεων ιουδα και ειπεν κυριος προς αυτον αναβηθι και ειπεν δαυιδ που αναβω και ειπεν εις χεβρων
2 Felment tehát Dávid két feleségével, a jezreeli Ahinoámmal és a kármeli Nábál volt feleségével, Abigaillal együtt.2 και ανεβη εκει δαυιδ εις χεβρων και αμφοτεραι αι γυναικες αυτου αχινοομ η ιεζραηλιτις και αβιγαια η γυνη ναβαλ του καρμηλιου
3 Azokat az embereket, akik vele voltak, szintén felvitte Dávid, mindenkit a maga házanépével együtt, s azok Hebron városaiban telepedtek meg.3 και οι ανδρες οι μετ' αυτου εκαστος και ο οικος αυτου και κατωκουν εν ταις πολεσιν χεβρων
4 Erre eljöttek Júda férfiai és felkenték ott Dávidot Júda házának királyává. Aztán hírül vitték Dávidnak, hogy a jábesgileádi emberek eltemették Sault.4 και ερχονται ανδρες της ιουδαιας και χριουσιν τον δαυιδ εκει του βασιλευειν επι τον οικον ιουδα και απηγγειλαν τω δαυιδ λεγοντες οτι οι ανδρες ιαβις της γαλααδιτιδος εθαψαν τον σαουλ
5 Erre Dávid követeket küldött a jábesgileádi emberekhez és ezt üzente nekik: Áldjon meg az Úr titeket, amiért azt az irgalmasságot cselekedtétek uratokkal, Saullal, hogy eltemettétek.5 και απεστειλεν δαυιδ αγγελους προς τους ηγουμενους ιαβις της γαλααδιτιδος και ειπεν προς αυτους ευλογημενοι υμεις τω κυριω οτι πεποιηκατε το ελεος τουτο επι τον κυριον υμων επι σαουλ τον χριστον κυριου και εθαψατε αυτον και ιωναθαν τον υιον αυτου
6 Nos, az Úr ugyan majd megfizet nektek irgalmassággal és hűséggel, de én is meg akarom hálálni, hogy ezt cselekedtétek.6 και νυν ποιησαι κυριος μεθ' υμων ελεος και αληθειαν και γε εγω ποιησω μεθ' υμων τα αγαθα ταυτα οτι εποιησατε το ρημα τουτο
7 Legyen csak kezetek erős és legyetek csak bátor emberek, noha uratok, Saul meghalt, mert Júda háza máris felkent engem királyává.7 και νυν κραταιουσθωσαν αι χειρες υμων και γινεσθε εις υιους δυνατους οτι τεθνηκεν ο κυριος υμων σαουλ και γε εμε κεχρικεν ο οικος ιουδα εφ' εαυτους εις βασιλεα
8 Ámde Ábner, Nér fia, Saul hadvezére, fogta Isbaált, Saul fiát, körülhordozta a Mahanaimban,8 και αβεννηρ υιος νηρ αρχιστρατηγος του σαουλ ελαβεν τον ιεβοσθε υιον σαουλ και ανεβιβασεν αυτον εκ της παρεμβολης εις μαναεμ
9 és megtette Gileád, Gessúri, Jezreel, Efraim, Benjamin és egész Izrael királyává.9 και εβασιλευσεν αυτον επι την γαλααδιτιν και επι τον θασιρι και επι τον ιεζραελ και επι τον εφραιμ και επι τον βενιαμιν και επι παντα ισραηλ
10 Negyven esztendős volt Isbaál, Saul fia, amikor uralkodni kezdett Izraelen és két esztendeig uralkodott. Dávidot csak Júda háza követte.10 τεσσαρακοντα ετων ιεβοσθε υιος σαουλ οτε εβασιλευσεν επι τον ισραηλ και δυο ετη εβασιλευσεν πλην του οικου ιουδα οι ησαν οπισω δαυιδ
11 Azoknak a napoknak az összege, amelyek alatt Dávid Hebronban tartózkodott és csak Júda házán uralkodott, hét esztendő és hat hónap volt.11 και εγενοντο αι ημεραι ας δαυιδ εβασιλευσεν εν χεβρων επι τον οικον ιουδα επτα ετη και εξ μηνας
12 Majd kivonult Ábner, Nér fia, Isbaálnak, Saul fiának a legényeivel a Mahanaimból Gibeonba.12 και εξηλθεν αβεννηρ υιος νηρ και οι παιδες ιεβοσθε υιου σαουλ εκ μαναεμ εις γαβαων
13 Erre Joáb, Száruja fia és Dávid legényei is kivonultak, és Gibeon tavánál találkoztak. Miután így összekerültek, egymással szemben telepedtek le: ezek a tónak ezen az oldalán, azok pedig a túlsón.13 και ιωαβ υιος σαρουιας και οι παιδες δαυιδ εξηλθοσαν εκ χεβρων και συναντωσιν αυτοις επι την κρηνην την γαβαων επι το αυτο και εκαθισαν ουτοι επι την κρηνην την γαβαων εντευθεν και ουτοι επι την κρηνην εντευθεν
14 Ekkor Ábner azt üzente Joábnak: »Keljen fel néhány legény, s rendezzen harci játékot előttünk.« Joáb azt felelte erre: »Jó, keljen fel.«14 και ειπεν αβεννερ προς ιωαβ αναστητωσαν δη τα παιδαρια και παιξατωσαν ενωπιον ημων και ειπεν ιωαβ αναστητωσαν
15 Fel is keltek, és kiálltak szám szerint: tizenketten Benjaminból, Isbaálnak, Saul fiának a részéről, és tizenketten Dávid legényei közül.15 και ανεστησαν και παρηλθον εν αριθμω των παιδων βενιαμιν δωδεκα των ιεβοσθε υιου σαουλ και δωδεκα εκ των παιδων δαυιδ
16 Mindenki megragadta azonban párja fejét, s beledöfte kardját ellenfele oldalába, s így valamennyien elestek. Ezért nevezték el Gibeonnak azt a helyét Hősök mezejének.16 και εκρατησαν εκαστος τη χειρι την κεφαλην του πλησιον αυτου και μαχαιρα αυτου εις πλευραν του πλησιον αυτου και πιπτουσιν κατα το αυτο και εκληθη το ονομα του τοπου εκεινου μερις των επιβουλων η εστιν εν γαβαων
17 Erre nagyon kemény harc támadt azon a napon, ám Dávid legényei megszalasztották Ábnert és Izrael embereit.17 και εγενετο ο πολεμος σκληρος ωστε λιαν εν τη ημερα εκεινη και επταισεν αβεννηρ και ανδρες ισραηλ ενωπιον παιδων δαυιδ
18 Ott volt Száruja három fia is: Joáb, Abisáj és Aszaél. Aszaél olyan gyors futó volt, mint az erdei vadkecske.18 και εγενοντο εκει τρεις υιοι σαρουιας ιωαβ και αβεσσα και ασαηλ και ασαηλ κουφος τοις ποσιν αυτου ωσει μια δορκας εν αγρω
19 Aszaél már most üldözőbe vette Ábnert, s nem tért el sem jobbra, sem balra, s nem hagyott fel Ábner üldözésével.19 και κατεδιωξεν ασαηλ οπισω αβεννηρ και ουκ εξεκλινεν του πορευεσθαι εις δεξια ουδε εις αριστερα κατοπισθεν αβεννηρ
20 Hátratekintett azért Ábner és azt mondta: »Te vagy-e az, Aszaél?« Ő azt felelte: »Én vagyok.«20 και επεβλεψεν αβεννηρ εις τα οπισω αυτου και ειπεν ει συ ει αυτος ασαηλ και ειπεν εγω ειμι
21 Azt mondta erre neki Ábner: »Térj jobbra vagy balra, s fogd meg valamelyik legényt, s vedd el a holmiját.« Aszaél azonban csak nem akart felhagyni kergetésével.21 και ειπεν αυτω αβεννηρ εκκλινον συ εις τα δεξια η εις τα αριστερα και κατασχε σαυτω εν των παιδαριων και λαβε σεαυτω την πανοπλιαν αυτου και ουκ ηθελησεν ασαηλ εκκλιναι εκ των οπισθεν αυτου
22 Ismét szólt tehát Ábner Aszaélnek: »Térj vissza, ne kergess, hogy ne legyek kénytelen téged a földre szegezni, mert akkor nem emelhetném fel arcomat Joáb, a fivéred előtt.«22 και προσεθετο ετι αβεννηρ λεγων τω ασαηλ αποστηθι απ' εμου ινα μη παταξω σε εις την γην και πως αρω το προσωπον μου προς ιωαβ και που εστιν ταυτα επιστρεφε προς ιωαβ τον αδελφον σου
23 Ám ő semmibe sem vette szavát és nem akart letérni. Ábner erre dárdája végével úgy lágyékon sújtotta, hogy a dárda keresztülhatolt rajta, s ő ott helyben meghalt. Mindazok, akik azon a helyen mentek keresztül, ahol Aszaél elesett és meghalt, megálltak.23 και ουκ εβουλετο του αποστηναι και τυπτει αυτον αβεννηρ εν τω οπισω του δορατος επι την ψοαν και διεξηλθεν το δορυ εκ των οπισω αυτου και πιπτει εκει και αποθνησκει υποκατω αυτου και εγενετο πας ο ερχομενος εως του τοπου ου επεσεν εκει ασαηλ και απεθανεν και υφιστατο
24 Joáb és Abisáj azonban tovább űzték a menekülő Ábnert. Közben leszállt a nap, s ők eljutottak a Vízvezeték halmához, amely a Völggyel szemben, a gibeoni puszta felé vivő úton van.24 και κατεδιωξεν ιωαβ και αβεσσα οπισω αβεννηρ και ο ηλιος εδυνεν και αυτοι εισηλθον εως του βουνου αμμαν ο εστιν επι προσωπου γαι οδον ερημον γαβαων
25 Ekkor Benjamin fiai összegyűltek Ábner körül és zárt csoportba verődve kiálltak az egyik halom tetejére.25 και συναθροιζονται υιοι βενιαμιν οι οπισω αβεννηρ και εγενηθησαν εις συναντησιν μιαν και εστησαν επι κεφαλην βουνου ενος
26 Ábner azonban kiáltott Joábnak és azt mondta: »Hát végpusztulásig fog dühöngeni kardod? Nem tudod-e, hogy veszedelmes a kétségbeesés? Meddig nem szólsz még a népnek, hogy hagyjon fel testvérei üldözésével?«26 και εκαλεσεν αβεννηρ ιωαβ και ειπεν μη εις νικος καταφαγεται η ρομφαια η ουκ οιδας οτι πικρα εσται εις τα εσχατα και εως ποτε ου μη ειπης τω λαω αναστρεφειν απο οπισθεν των αδελφων ημων
27 Azt mondta erre Joáb: »Az Úr életére mondom, hogy ha szóltál volna, már reggel visszatért volna a nép, amely most testvéreit kergeti.«27 και ειπεν ιωαβ ζη κυριος οτι ει μη ελαλησας διοτι τοτε εκ πρωιθεν ανεβη ο λαος εκαστος κατοπισθεν του αδελφου αυτου
28 Aztán Joáb megfúvatta a harsonát, s megállt az egész sereg, s nem üldözték tovább Izraelt, s nem bocsátkoztak vele harcba.28 και εσαλπισεν ιωαβ τη σαλπιγγι και απεστησαν πας ο λαος και ου κατεδιωξαν οπισω του ισραηλ και ου προσεθεντο ετι του πολεμειν
29 Erre Ábner és emberei elvonultak, egész éjszaka meneteltek az Arabán. Átkeltek a Jordánon, megjárták egész Béthoront, s eljutottak a Mahanaimba.29 και αβεννηρ και οι ανδρες αυτου απηλθον εις δυσμας ολην την νυκτα εκεινην και διεβαιναν τον ιορδανην και επορευθησαν ολην την παρατεινουσαν και ερχονται εις την παρεμβολην
30 Joáb is visszavonult, hagyta Ábnert, és egybegyűjtötte az egész népet. Dávid legényei közül. Aszaélen kívül tizenkilenc ember hiányzott,30 και ιωαβ ανεστρεψεν οπισθεν απο του αβεννηρ και συνηθροισεν παντα τον λαον και επεσκεπησαν των παιδων δαυιδ εννεακαιδεκα ανδρες και ασαηλ
31 Dávid szolgái pedig Benjaminból, s azon emberek közül, akik Ábnerrel voltak, háromszázhatvanat sújtottak halálra.31 και οι παιδες δαυιδ επαταξαν των υιων βενιαμιν των ανδρων αβεννηρ τριακοσιους εξηκοντα ανδρας παρ' αυτου
32 Majd felvették Aszaélt és eltemették apja sírboltjába Betlehemben. Aztán Joáb és azok az emberek, akik vele voltak, egész éjszaka meneteltek, s virradatkor meg is érkeztek Hebronba.32 και αιρουσιν τον ασαηλ και θαπτουσιν αυτον εν τω ταφω του πατρος αυτου εν βαιθλεεμ και επορευθη ιωαβ και οι ανδρες οι μετ' αυτου ολην την νυκτα και διεφαυσεν αυτοις εν χεβρων