Teremtés könyve 35
1234567891011121314151617181920212223242526272829303132333435363738394041424344454647484950
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | LXX |
---|---|
1 Isten ekkor így szólt Jákobhoz: »Kelj fel, és menj fel Bételbe. Telepedj le ott, és építs oltárt Istennek, aki megjelent neked, amikor a bátyád, Ézsau elől menekültél!« | 1 ειπεν δε ο θεος προς ιακωβ αναστας αναβηθι εις τον τοπον βαιθηλ και οικει εκει και ποιησον εκει θυσιαστηριον τω θεω τω οφθεντι σοι εν τω αποδιδρασκειν σε απο προσωπου ησαυ του αδελφου σου |
2 Erre Jákob összehívta egész háza népét, és így szólt: »Dobjátok el a nálatok levő idegen isteneket, tisztítsátok meg magatokat, és váltsatok ruhát. | 2 ειπεν δε ιακωβ τω οικω αυτου και πασιν τοις μετ' αυτου αρατε τους θεους τους αλλοτριους τους μεθ' υμων εκ μεσου υμων και καθαρισασθε και αλλαξατε τας στολας υμων |
3 Keljetek fel, és menjünk fel Bételbe, hogy ott oltárt építsünk Istennek, aki meghallgatott engem szorongatásom napján, és kísérőm volt utamon!« | 3 και ανασταντες αναβωμεν εις βαιθηλ και ποιησωμεν εκει θυσιαστηριον τω θεω τω επακουσαντι μοι εν ημερα θλιψεως ος ην μετ' εμου και διεσωσεν με εν τη οδω η επορευθην |
4 Odaadták tehát neki az összes idegen istent, amelyet őrizgettek, s a függőket is, amelyek a füleikben voltak. Ő pedig elásta azokat az alatt a tölgyfa alatt, amely Szíchem városa mögött van. | 4 και εδωκαν τω ιακωβ τους θεους τους αλλοτριους οι ησαν εν ταις χερσιν αυτων και τα ενωτια τα εν τοις ωσιν αυτων και κατεκρυψεν αυτα ιακωβ υπο την τερεμινθον την εν σικιμοις και απωλεσεν αυτα εως της σημερον ημερας |
5 Amikor aztán elindultak, Isten rémületet támasztott a körülöttük fekvő városokban, úgyhogy azok nem merték űzőbe venni Jákob fiait. | 5 και εξηρεν ισραηλ εκ σικιμων και εγενετο φοβος θεου επι τας πολεις τας κυκλω αυτων και ου κατεδιωξαν οπισω των υιων ισραηλ |
6 Jákob eljutott tehát Lúzába – amely Kánaán földjén van –, más néven Bételbe az egész vele levő néppel együtt. | 6 ηλθεν δε ιακωβ εις λουζα η εστιν εν γη χανααν η εστιν βαιθηλ αυτος και πας ο λαος ος ην μετ' αυτου |
7 Ott oltárt épített, és elnevezte azt a helyet Bétel Istenének, mivel ott jelent meg neki Isten, amikor a bátyja elől menekült. | 7 και ωκοδομησεν εκει θυσιαστηριον και εκαλεσεν το ονομα του τοπου βαιθηλ εκει γαρ επεφανη αυτω ο θεος εν τω αποδιδρασκειν αυτον απο προσωπου ησαυ του αδελφου αυτου |
8 Ugyanebben az időben meghalt Debóra, Rebekka dajkája. Bétel mellett, a tölgyfa alatt temették el, és azt a helyet elnevezték Siratás tölgyének. | 8 απεθανεν δε δεββωρα η τροφος ρεβεκκας κατωτερον βαιθηλ υπο την βαλανον και εκαλεσεν ιακωβ το ονομα αυτης βαλανος πενθους |
9 Isten ekkor ismét megjelent Jákobnak, miután visszatért Paddan-Arámból. Megáldotta őt | 9 ωφθη δε ο θεος ιακωβ ετι εν λουζα οτε παρεγενετο εκ μεσοποταμιας της συριας και ηυλογησεν αυτον ο θεος |
10 ezekkel a szavakkal: »Ne Jákobnak hívjanak ezentúl, hanem Izrael legyen a neved!« Elnevezte tehát Izraelnek, | 10 και ειπεν αυτω ο θεος το ονομα σου ιακωβ ου κληθησεται ετι ιακωβ αλλ' ισραηλ εσται το ονομα σου |
11 és azt mondta neki: »Én vagyok a Mindenható Isten: szaporodj tehát és sokasodj. Egy nemzet, sőt, a nemzetek sokasága lesz belőled, királyok erednek ágyékodból. | 11 ειπεν δε αυτω ο θεος εγω ο θεος σου αυξανου και πληθυνου εθνη και συναγωγαι εθνων εσονται εκ σου και βασιλεις εκ της οσφυος σου εξελευσονται |
12 Azt a földet, amelyet Ábrahámnak és Izsáknak adtam, neked adom. Utánad pedig utódodnak fogom adni ezt a földet.« | 12 και την γην ην δεδωκα αβρααμ και ισαακ σοι δεδωκα αυτην σοι εσται και τω σπερματι σου μετα σε δωσω την γην ταυτην |
13 Azzal Isten eltávozott tőle. | 13 ανεβη δε ο θεος απ' αυτου εκ του τοπου ου ελαλησεν μετ' αυτου |
14 Erre ő emlékkövet állított arra a helyre, ahol Isten szólt hozzá. Italáldozatot mutatott be rajta, olajat öntött rá, | 14 και εστησεν ιακωβ στηλην εν τω τοπω ω ελαλησεν μετ' αυτου στηλην λιθινην και εσπεισεν επ' αυτην σπονδην και επεχεεν επ' αυτην ελαιον |
15 és elnevezte azt a helyet Bételnek. | 15 και εκαλεσεν ιακωβ το ονομα του τοπου εν ω ελαλησεν μετ' αυτου εκει ο θεος βαιθηλ |
16 Azután elindultak Bételből, és Ráchel még jóval Efrata előtt, útközben vajúdni kezdett, | 16 απαρας δε ιακωβ εκ βαιθηλ επηξεν την σκηνην αυτου επεκεινα του πυργου γαδερ εγενετο δε ηνικα ηγγισεν χαβραθα εις γην ελθειν εφραθα ετεκεν ραχηλ και εδυστοκησεν εν τω τοκετω |
17 és a szülés nehézsége miatt életveszélybe került. A bába ekkor azt mondta neki: »Ne félj, ez is fiú lesz!« | 17 εγενετο δε εν τω σκληρως αυτην τικτειν ειπεν αυτη η μαια θαρσει και γαρ ουτος σοι εστιν υιος |
18 Amikor aztán lelkét gyötrelmében már-már kiadta, és elközelgett a halála, elnevezte a fiát Ben-Óninak (azaz Gyötrelmem fiának). Apja azonban Benjaminnak (azaz Jobbom fiának) nevezte őt. | 18 εγενετο δε εν τω αφιεναι αυτην την ψυχην απεθνησκεν γαρ εκαλεσεν το ονομα αυτου υιος οδυνης μου ο δε πατηρ εκαλεσεν αυτον βενιαμιν |
19 Aztán meghalt Ráchel, és eltemették azon az úton, amely Efratába, vagyis Betlehembe visz. | 19 απεθανεν δε ραχηλ και εταφη εν τη οδω εφραθα αυτη εστιν βηθλεεμ |
20 Jákob emlékkövet állított a sírjára: ez Ráchel sírjának emlékköve mind a mai napig. | 20 και εστησεν ιακωβ στηλην επι του μνημειου αυτης αυτη εστιν στηλη μνημειου ραχηλ εως της σημερον ημερας |
21 Aztán elindult onnan, és a Migdaléderen (azaz Nyáj-tornyon) túl verte le a sátrát. | 21 - |
22 Amíg azon a földön lakott, Rúben elment, és Bilhával hált, apja mellékfeleségével. Ez azonban nem maradt titokban apja előtt. Jákob fiai tizenketten voltak: | 22 εγενετο δε ηνικα κατωκησεν ισραηλ εν τη γη εκεινη επορευθη ρουβην και εκοιμηθη μετα βαλλας της παλλακης του πατρος αυτου και ηκουσεν ισραηλ και πονηρον εφανη εναντιον αυτου ησαν δε οι υιοι ιακωβ δωδεκα |
23 Lea fiai: az elsőszülött, Rúben, azután Simeon, Lévi, Júda, Isszakár és Zebulon. | 23 υιοι λειας πρωτοτοκος ιακωβ ρουβην συμεων λευι ιουδας ισσαχαρ ζαβουλων |
24 Ráchel fiai: József és Benjamin. | 24 υιοι δε ραχηλ ιωσηφ και βενιαμιν |
25 Bilhának, Ráchel szolgálójának a fiai: Dán és Naftali. | 25 υιοι δε βαλλας παιδισκης ραχηλ δαν και νεφθαλι |
26 Zelfának, Lea szolgálójának a fiai: Gád és Áser. Ezek Jákob fiai, akik Paddan-Arámban születtek neki. | 26 υιοι δε ζελφας παιδισκης λειας γαδ και ασηρ ουτοι υιοι ιακωβ οι εγενοντο αυτω εν μεσοποταμια της συριας |
27 Jákob ezek után odaérkezett apjához, Izsákhoz Mamréba, Kirjat-Arbába, azaz Hebronba, ahol Ábrahám és Izsák jövevényként lakott. | 27 ηλθεν δε ιακωβ προς ισαακ τον πατερα αυτου εις μαμβρη εις πολιν του πεδιου αυτη εστιν χεβρων εν γη χανααν ου παρωκησεν αβρααμ και ισαακ |
28 Ekkor beteltek Izsák napjai – száznyolcvan esztendőt tettek ki – | 28 εγενοντο δε αι ημεραι ισαακ ας εζησεν ετη εκατον ογδοηκοντα |
29 aztán elhunyt. Öregkorában, napokkal telten megtért népéhez. Fiai pedig, Ézsau és Jákob eltemették. | 29 και εκλιπων απεθανεν και προσετεθη προς το γενος αυτου πρεσβυτερος και πληρης ημερων και εθαψαν αυτον ησαυ και ιακωβ οι υιοι αυτου |