Scrutatio

Domenica, 12 maggio 2024 - Santi Nereo e Achilleo ( Letture di oggi)

Teremtés könyve 20


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Ábrahám ezután elment onnan Negeb földjére, és letelepedett Kádes és Súr között. Egy darabig Gerárban tartózkodott.1 Και εκινησεν εκειθεν ο Αβρααμ εις την γην την προς μεσημβριαν, και κατωκησε μεταξυ Καδης και Σουρ? και παρωκησεν εν Γεραροις.
2 Sáráról, a feleségéről pedig azt mondta: »A húgom ő.« Érte küldött tehát Abimelek, Gerár királya, és elvitette.2 Και ειπεν ο Αβρααμ περι Σαρρας της γυναικος αυτου, Αδελφη μου ειναι. Εστειλε δε Αβιμελεχ ο βασιλευς των Γεραρων, και ελαβε την Σαρραν.
3 Isten azonban éjjel álmában eljött Abimelekhez, és azt mondta neki: »Íme, meghalsz az asszony miatt, akit elhozattál, mert az férjnél van.«3 Και ηλθεν ο Θεος προς τον Αβιμελεχ κατ' οναρ την νυκτα, και ειπε προς αυτον, Ιδου, συ αποθνησκεις εξ αιτιας της γυναικος, την οποιαν ελαβες? διοτι ειναι νενυμφευμενη με ανδρα.
4 De Abimelek nem érintette még őt. Azt mondta tehát: »Uram, hát gyanútlan és igaz népet ölsz meg?4 Ο δε Αβιμελεχ δεν ειχε πλησιασει εις αυτην? και ειπε, Κυριε, ηθελες φονευσει εθνος ετι και δικαιον;
5 Hát nem ő maga mondta nekem: ‘Ő az én húgom?’ És az is azt mondta: ‘Ő az én bátyám!’ Szívem gyanútlanságában, s kezem tisztaságában cselekedtem ezt!«5 δεν μοι ειπεν αυτος, Αδελφη μου ειναι; και αυτη παλιν, αυτη ειπεν, Αδελφος μου ειναι. Εν ευθυτητι της καρδιας μου και εν καθαροτητι των χειρων μου επραξα τουτο.
6 Isten erre azt mondta neki: »Magam is jól tudom, hogy ártatlan szívvel cselekedted, azért óvtalak meg attól, hogy vétkezz ellenem, azért nem engedtem, hogy hozzáérj.6 Ειπε δε προς αυτον ο Θεος κατ' οναρ, Και εγω εγνωρισα οτι εν ευθυτητι της καρδιας σου επραξας τουτο? οθεν και εγω σε εμποδισα απο του να αμαρτησης εις εμε? δια τουτο δεν σε αφηκα να εγγισης αυτην?
7 Most tehát add vissza az asszonyt a férjének, mert ő próféta. Ő majd imádkozik érted, hogy életben maradj. Ha azonban nem adod vissza, tudd meg, hogy halállal lakolsz, te és minden hozzátartozód!«7 τωρα λοιπον αποδος την γυναικα προς τον ανθρωπον, διοτι ειναι προφητης? και θελει προσευχηθη υπερ σου και θελεις ζησει? αλλ' εαν δεν αποδωσης αυτην, εξευρε οτι εξαπαντος θελεις αποθανει, συ και παντα οσα εχεις.
8 Mihelyt felkelt Abimelek reggel, összehívatta minden szolgáját, s fülük hallatára elbeszélte mindezeket a dolgokat. Erre az emberei mindannyian igen megrémültek.8 Σηκωθεις δε ο Αβιμελεχ ενωρις το πρωι, εκαλεσε παντας τους δουλους αυτου, και ελαλησε παντας τους λογους τουτους εις επηκοον αυτων? και εφοβηθησαν οι ανθρωποι σφοδρα.
9 Aztán Abimelek hívatta Ábrahámot, és így szólt hozzá: »Mit tettél velünk! Mit vétettem ellened, hogy ilyen nagy bűnt hoztál rám és országomra? Olyan dolgot tettél velem, amit nem lett volna szabad tenned!«9 Και εκαλεσεν ο Αβιμελεχ τον Αβρααμ και ειπε προς αυτον, Τι επραξας εις ημας; και τι αμαρτημα επραξα εις σε, ωστε επεφερες επ' εμε και επι το βασιλειον μου, αμαρτιαν μεγαλην; επραξας εις εμε πραγμα, το οποιον δεν επρεπε να πραχθη.
10 Aztán megint kifakadt, és azt mondta: »Mi jutott eszedbe, hogy ezt művelted?«10 Και ειπεν ο Αβιμελεχ προς τον Αβρααμ, Τι ειδες, ωστε να πραξης το πραγμα τουτο;
11 Ábrahám azt válaszolta: »Azt gondoltam magamban: Hátha nem félik Istent ezen a helyen, és megölnek engem a feleségem miatt.11 Και ειπεν ο Αβρααμ, Επειδη εγω ειπον, Βεβαια δεν ειναι φοβος Θεου εν τω τοπω τουτω και θελουσι με φονευσει δια την γυναικα μου?
12 Egyébként valóban a húgom ő: lánya az apámnak, csak az anyámnak nem lánya, és én feleségül vettem.12 και ομως αληθως αδελφη μου ειναι, θυγατηρ του πατρος μου, αλλ' ουχι θυγατηρ της μητρος μου? και εγεινε γυνη μου.
13 Amikor azonban Isten kihozott engem apám házából, azt mondtam neki: Azzal mutasd meg szeretetedet irántam, hogy minden helyen, ahová bemegyünk, azt mondod, hogy a bátyád vagyok!«13 και οτε με εκαμεν ο Θεος να εξελθω εκ του οικου του πατρος μου, ειπον προς αυτην, Ταυτην την χαριν θελεις καμει εις εμε? εις παντα τοπον οπου αν υπαγωμεν, λεγε περι εμου, Ουτος ειναι αδελφος μου.
14 Erre Abimelek juhokat és marhákat, rabszolgákat és szolgálókat vett, odaadta azokat Ábrahámnak, és visszaadta neki Sárát, a feleségét.14 Και ελαβεν ο Αβιμελεχ προβατα και βοας και δουλους και δουλας, και εδωκεν εις τον Αβρααμ, και απεδωκεν εις αυτον Σαρραν την γυναικα αυτου.
15 Azt mondta neki: »Előttetek van ez a föld: ahol tetszik, ott lakhatsz!«15 και ειπεν ο Αβιμελεχ, Ιδου, η γη μου εμπροσθεν σου. κατοικησον οπου σοι αρεσκει.
16 Sárának pedig azt mondta: »Íme, ezer ezüstöt adtam a ‘bátyádnak’: szolgáljon ez neked fátyolként mindazok előtt, akik veled vannak, és mindenki előtt igazoljon téged.«16 Και προς την Σαρραν ειπεν, Ιδου, εδωκα χιλια αργυρια εις τον αδελφον σου? ιδου, αυτος ειναι εις σε σκεπη των οφθαλμων προς παντας τους μετα σου και προς παντας τους αλλους. Ουτως αυτη επεπληχθη.
17 Isten azután Ábrahám könyörgésére meggyógyította Abimeleket, a feleségét és a szolgálóit, úgyhogy ismét szülhettek;17 Προσηυχηθη δε ο Αβρααμ προς τον Θεον? και εθεραπευσεν ο Θεος τον Αβιμελεχ και την γυναικα αυτου και τας θεραπαινας αυτου, και ετεκνοποιησαν.
18 az Úr ugyanis bezárta Abimelek egész háza népe méhét Sára, Ábrahám felesége miatt.18 διοτι ο Κυριος ειχε κλεισει διολου πασαν μητραν εν τη οικια του Αβιμελεχ, εξ αιτιας Σαρρας της γυναικος του Αβρααμ.