Scrutatio

Giovedi, 16 maggio 2024 - San Simone Stock ( Letture di oggi)

Premier livre de Samuel 21


font
JERUSALEMGREEK BIBLE
1 David" se leva et partit, et Jonathan rentra en ville.1 Και ηλθεν ο Δαβιδ εις Νωβ, προς Αχιμελεχ τον ιερεα? εξεπλαγη δε ο Αχιμελεχ εις την συναντησιν του Δαβιδ και ειπε προς αυτον, Δια τι συ μονος, και δεν ειναι ουδεις μετα σου;
2 David arriva à Nob chez le prêtre Ahimélek. Celui-ci vint en tremblant au-devant de David et luidemanda: "Pourquoi es-tu seul et n'y a-t-il personne avec toi?"2 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Αχιμελεχ τον ιερεα, Ο βασιλευς προσεταξεν εις εμε υποθεσιν τινα και μοι ειπεν, Ας μη εξευρη μηδεις μηδεν περι της υποθεσεως, δια την οποιαν εγω σε αποστελλω, μηδε τι προσεταξα εις εσε? και διωρισα εις τους δουλους τον δεινα και δεινα τοπον.
3 David répondit au prêtre Ahimélek: "Le roi m'a donné un ordre et m'a dit: Que personne ne sachela mission dont je te charge et l'ordre que je te donne! Quant à mes hommes, je leur ai donné rendez-vous à telendroit.3 Τωρα λοιπον τι σοι ειναι προχειρον; δος πεντε αρτους εις την χειρα μου, η ο, τι ευρισκεται.
4 Maintenant, si tu as sous la main cinq pains, donne-les-moi, ou ce qui se trouvera."4 Και απεκριθη ο ιερευς προς τον Δαβιδ, και ειπε, Δεν εχω προχειρον ουδενα κοινον αρτον, αλλ' ειναι αρτοι ηγιασμενοι? οι νεοι εφυλαχθησαν καθαροι τουλαχιστον απο γυναικων;
5 Le prêtre répondit: "Je n'ai pas de pain ordinaire sous la main, il n'y a que du pain consacré --pourvu que tes hommes se soient gardés de rapports avec les femmes."5 Και απεκριθη ο Δαβιδ προς τον ιερεα και ειπε προς αυτον, Μαλιστα αι γυναικες ειναι μακραν αφ' ημων εις τας τρεις ταυτας ημερας, αφου εξηλθον, και τα σκευη των νεων ειναι καθαρα? και ουτος ο αρτος ειναι τροπον τινα κοινος, μαλιστα επειδη σημερον ειναι αλλος ηγιασμενος εις τα σκευη.
6 David répondit au prêtre: "Bien sûr, les femmes nous ont été interdites, comme toujours quand jepars en campagne, et les choses des hommes sont en état de pureté. C'est un voyage profane, mais vraimentaujourd'hui ils sont en état de pureté quant à la chose."6 Εδωκε λοιπον ο ιερευς εις αυτον τους αρτους τους αγιους? διοτι δεν ητο εκει αρτος παρα τους αρτους της προθεσεως, οιτινες ειχον σηκωθη απ' εμπροσθεν του Κυριου, δια να θεσωσιν αρτους ζεστους καθ' ην ημεραν εσηκωθησαν εκεινοι.
7 Alors le prêtre lui donna ce qui avait été consacré, car il n'y avait pas d'autre pain que le paind'oblation, celui qu'on retire de devant Yahvé pour le remplacer par du pain chaud, quand on le prend.7 Ητο δε εκει ανθρωπος τις εκ των δουλων του Σαουλ, την ημεραν εκεινην, κρατουμενος ενωπιον του Κυριου? και το ονομα αυτου Δωηκ, ο Ιδουμαιος, ο πρωτιστος των ποιμενων του Σαουλ.
8 Or, ce jour même, se trouvait là un des serviteurs de Saül, retenu devant Yahvé; il se nommaitDoëg l'Edomite et était le plus robuste des bergers de Saül.8 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Αχιμελεχ, Και δεν εχεις εδω προχειρον κανεν δορυ η ρομφαιαν; διοτι ουτε την ρομφαιαν μου ουτε τα οπλα μου ελαβον εν τη χειρι μου, επειδη του βασιλεως η υποθεσις ητο κατεπειγουσα.
9 David dit à Ahimélek: "Et n'y a-t-il pas ici sous ta main une lance ou une épée? Je n'ai pris avecmoi ni mon épée ni mes armes, tant l'affaire du roi était urgente."9 Και ειπεν ο ιερευς, Η ρομφαια Γολιαθ του Φιλισταιου, τον οποιον επαταξας εν τη κοιλαδι Ηλα, ιδου ειναι περιτετυλιγμενη εις φορεμα οπισθεν του εφοδ? εαν θελης να λαβης αυτην, λαβε? διοτι ενταυθα δεν ειναι αλλη παρα εκεινην. Και ειπεν ο Δαβιδ, Δεν ειναι ουδεμια ως αυτη? δος μοι αυτην.
10 Le prêtre répondit: "L'épée de Goliath le Philistin, que tu as abattu dans la vallée du Térébinthe,est là, enveloppée dans un manteau derrière l'éphod. Si tu veux, prends-la, il n'y en a pas d'autre ici. Davidrépondit: "Elle n'a pas sa pareille, donne-la-moi."10 Και εσηκωθη ο Δαβιδ και εφυγε την ημεραν εκεινην απο προσωπου του Σαουλ, και υπηγε προς τον Αγχους, βασιλεα της Γαθ
11 David se leva et s'enfuit ce jour-là loin de Saül et il arriva chez Akish, roi de Gat.11 Και ειπον οι δουλοι του Αγχους προς αυτον, Δεν ειναι ουτος ο Δαβιδ ο βασιλευς του τοπου; δεν ειναι ουτος, εις τον οποιον αμοιβαιως εψαλλον εν τοις χοροις, λεγουσαι, Ο Σαουλ επαταξε τας χιλιαδας αυτου, και ο Δαβιδ τας μυριαδας αυτου;
12 Mais les serviteurs d'Akish dirent à celui-ci: "Est-ce que ce n'est pas David, le roi du pays?N'est-ce pas pour celui-là qu'on chantait dans les danses: "Saül a tué ses milliers, et David ses myriades."12 Και εβαλεν ο Δαβιδ τους λογους τουτους εν τη καρδια αυτου και εφοβηθη σφοδρα απο του Αγχους βασιλεως της Γαθ.
13 David réfléchit sur ces paroles et il eut très peur d'Akish, roi de Gat.13 Και ηλλαξε τον τροπον αυτου εμπροσθεν αυτων, και προσεποιηθη τον τρελλον μεταξυ των χειρων αυτων, και εξυεν επανω των θυρων της πυλης, και αφινε τον σιελον αυτου να καταπιπτη εις το γενειον αυτου.
14 Alors, il fit l'insensé sous leurs yeux et il simula la démence entre leurs mains: il tambourinaitsur les battants de la porte et laissait sa salive couler sur sa barbe.14 Τοτε ειπεν ο Αγχους προς τους δουλους αυτου, Ιδου, σεις βλεπετε τον ανθρωπον οτι ειναι τρελλος? δια τι εφερετε αυτον προς εμε;
15 Akish dit à ses serviteurs: "Vous voyez bien que c'est un fou! Pourquoi me l'amenez-vous?15 μηπως εγω στερουμαι τρελλων, ωστε να φερητε τουτον δια να καμνη τον τρελλον εμπροσθεν μου; ουτος ηθελεν εισελθει εις την οικιαν μου;
16 Est-ce que je manque de fous, que vous m'ameniez celui-ci pour m'ennuyer avec ses folies? Va-t-il entrer dans ma maison?"