Scrutatio

Mercoledi, 29 maggio 2024 - Sant'Alessandro ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α´ - 1 Samuele - Kings I 9


font
GREEK BIBLEBIBBIA VOLGARE
1 Ητο δε ανηρ τις εκ του Βενιαμιν, ονομαζομενος Κεις, υιος του Αβιηλ, υιου του Σερωρ, υιου του Βεχωραθ, υιου του Αφια, ανδρος Βενιαμιτου, δυνατος εν ισχυι.1 Ed era uno uomo (della tribù) di Beniamin, il quale avea nome Cis, figliuolo di Abiel, figliuolo di Seror, figliuolo di Becorat (figliuolo di Saret), figliuolo di Afia, figliuolo d'uno uomo di Gemini, forte di fortezza.
2 Ειχε δε ουτος υιον, ονομαζομενον Σαουλ, εκλεκτον και ωραιον? και δεν υπηρχε μεταξυ των υιων Ισραηλ ανθρωπος ωραιοτερος αυτου? απο των ωμων αυτου και επανω εξειχεν υπερ παντος του λαου.2 E avea uno figliuolo, il quale avea nome Saul, eletto e buono; e non era uomo, de' figliuoli d' Israel, migliore di lui; dall' omero in suso avanzava sopra tutto il popolo.
3 Και αι ονοι του Κεις πατρος του Σαουλ εχαθησαν? και ειπεν ο Κεις προς τον Σαουλ τον υιον αυτου, Λαβε τωρα μετα σου ενα των υπηρετων, και σηκωθεις υπαγε να ζητησης τας ονους.3 E l'asine di Cis, padre di Saul, erano perdute; e disse a Saul suo figliuolo: togli teco uno de' servi, e vanne e cerca per l'asine. Li quali passando per lo monte di Efraim,
4 Και επερασε δια του ορους Εφραιμ και επερασε δια της γης Σαλισα, αλλα δεν ευρηκαν αυτας? και επερασαν δια της γης Σααλειμ, πλην δεν ησαν εκει? και επερασε δια της γης Ιεμινι, αλλα δεν ευρηκαν αυτας.4 e per la terra di Salisa, e non le ritrovassero, passarono anco per la terra di Salim, e non v'erano; e per la terra di Gemini, e non le ritrovarono.
5 Οτε δε ηλθον εις την γην Σουφ, ειπεν ο Σαουλ προς τον υπηρετην αυτου τον μετ' αυτου, Ελθε, και ας επιστρεψωμεν, μηποτε ο πατηρ μου, αφησας την φροντιδα των ονων, συλλογιζηται περι ημων.5 E venuti nella terra di Suf (e non trovandole), disse Saul al servo (suo) il quale era con lui: vieni, andiamcene; forse che il mio padre, lasciando andare l'asine, è sollecito di noi.
6 Ο δε ειπε προς αυτον, Ιδου τωρα, εν τη πολει ταυτη ειναι ανθρωπος του Θεου, και ο ανθρωπος ειναι ενδοξος? παν ο, τι ειπη γινεται εξαπαντος? ας υπαγωμεν λοιπον εκει? ισως φανερωση εις ημας την οδον ημων, την οποιαν πρεπει να υπαγωμεν.6 Il quale rispuose: ecco, in questa città sì è uno uomo di Dio, nobile; e ciò che dice senza dubbio interviene; ora andiamo a lui; forse addimostrerà della nostra via, per la quale noi siamo venuti.
7 Και ειπεν ο Σαουλ προς τον υπηρετην αυτου, Αλλ' ιδου, θελομεν υπαγει, πλην τι θελομεν φερει προς τον ανθρωπον; διοτι ο αρτος εξελιπεν εκ των αγγειων ημων? και δωρον δεν υπαρχει να προσφερωμεν εις τον ανθρωπον του Θεου? τι εχομεν;7 E Saul disse al servo suo: ecco che noi anderemo; che porteremo all' uomo di Dio? il pane è venuto meno nelle sporte, e isportella non abbiamo per darli, nè veruna altra cosa.
8 Και αποκριθεις παλιν ο υπηρετης προς τον Σαουλ, ειπεν, Ιδου, ευρισκεται εν τη χειρι μου εν τεταρτον σικλου αργυριου, το οποιον θελω δωσει εις τον ανθρωπον του Θεου, και θελει φανερωσει εις ημας την οδον ημων.8 E ancora il servo, rispondendo a Saul, disse: ecco che si trova nella mano [mia] la quarta parte d'uno statere d'ariento; daremlo all' uomo di Dio, e diracci della nostra via.
9 Το παλαι εν τω Ισραηλ, οποτε τις υπηγαινε να ερωτηση τον Θεον, ελεγεν ουτως? Ελθετε, και ας υπαγωμεν εως εις τον βλεποντα? διοτι ο σημερον προφητης εκαλειτο το παλαι ο βλεπων.9 Però che nel tempo passato così soleva dire in Israel ogni uomo che andava a dimandare consiglio a Dio (dicevano): venite, andiamo al Vedente (cioè al profeta). Però che quello, che ora è chiamato profeta, sì solea esser chiamato il Vedente.
10 Τοτε ειπεν ο Σαουλ προς τον υπηρετην αυτου, Καλος ο λογος σου? ελθε, ας υπαγωμεν. Υπηγαν λοιπον εις την πολιν, οπου ητο ο ανθρωπος του Θεου.10 E Saul disse al servo suo: la tua parola sì è ottima, vieni e andiamo. E andarono nella città nella quale era l' uomo di Dio.
11 Και ενω ανεβαινον το ανηφορον της πολεως, ευρηκαν κορασια εξερχομενα δια να αντλησωσιν υδωρ? και ειπον προς αυτα, Ειναι ενταυθα ο βλεπων;11 E andando suso il monte verso la città, trovarono fanciulle, le quali uscivano (della città) per attignere acqua, e dissero loro: è quiritta il Vedente?
12 Και εκεινα απεκριθησαν προς αυτους και ειπον, Ειναι ιδου, εμπροσθεν σου? ταχυνον λοιπον? διοτι σημερον ηλθεν εις την πολιν, επειδη ειναι σημερον θυσια του λαου επι του υψηλου τοπου?12 Le quali rispondendo dissero loro: qui è innanzi a te, va e affretta; perchè oggi viene alla città, perchè è dì di sacrificio al popolo nel monte.
13 ευθυς οταν εισελθητε εις την πολιν, θελετε ευρει αυτον, πριν αναβη εις τον υψηλον τοπον δια να φαγη? διοτι ο λαος δεν τρωγει εωσου ελθη αυτος, επειδη ουτος ευλογει την θυσιαν? μετα ταυτα τρωγουσιν οι κεκλημενοι τωρα λοιπον αναβητε? διοτι περι την ωραν ταυτην θελετε ευρει αυτον.13 Ed entrando nella città, incontanente il troverete, prima che ascenda nel monte a mangiare; e il popolo non mangerà insino a tanto ch' egli non sarà venuto; però ch' egli benedirà l'ostia, e poi mangeranno quegli i quali saranno invitati. E però ascendete, chè oggi voi il troverete.
14 Και ανεβησαν εις την πολιν? και ενω εισηρχοντο εις την πολιν, ιδου, ο Σαμουηλ εξηρχετο ενωπιον αυτων, δια να αναβη εις τον υψηλον τοπον.14 E ascenderono alla città: e andando per mezzo alla città, ecco che Samuel andava incontro loro per andare nel monte.
15 Ειχε δε αποκαλυψει ο Κυριος προς τον Σαμουηλ, μιαν ημεραν πριν ελθη ο Σαουλ, λεγων;15 E Iddio avea rivelato nelle orecchie di Samuel, uno dì innanzi che Saul venisse, e avea detto:
16 Αυριον περι την ωραν ταυτην θελω αποστειλει προς σε ανθρωπον εκ γης Βενιαμιν, και θελεις χρισει αυτον αρχοντα επι τον λαον μου Ισραηλ, και θελει σωσει τον λαον μου εκ χειρος των Φιλισταιων? διοτι επεβλεψα επι τον λαον μου, επειδη η βοη αυτων ηλθεν εις εμε.16 Domani, a quest' ora che è testè, io manderò uno uomo della terra di Beniamin a te; il quale tu ugnerai duca sopra il popolo mio d'Israel; e salverà il popolo mio (d' Israel) delle mani de' Filistei; però che io ho guardato il popolo mio, però che il loro clamore sì è venuto a me.
17 Και οτε ο Σαμουηλ ειδε τον Σαουλ, ο Κυριος ειπε προς αυτον, Ιδου, ο ανθρωπος, περι του οποιου σοι ειπα? ουτος θελει αρχει επι τον λαον μου.17 E Samuel riguardando Saul, Iddio gli disse: ecco l'uomo del quale io t' avea detto; questo sì signoreggerà il popolo mio.
18 Τοτε επλησιασεν ο Σαουλ προς τον Σαμουηλ εις την πυλην και ειπε, Δειξον μοι, παρακαλω, που ειναι η οικια του βλεποντος.18 E andò Saul a Samuel nel mezzo della porta, e disse: io ti prego che tu a me dichi, dove è la casa del Vedente.
19 Και απεκριθη ο Σαμουηλ προς τον Σαουλ και ειπεν, Εγω ειμαι ο βλεπων? αναβα εμπροσθεν μου εις τον υψηλον τοπον? και θελετε φαγει σημερον μετ' εμου, και το πρωι θελω σε εξαποστειλει και παντα οσα ειναι εν τη καρδια σου θελω αναγγειλει προς σε?19 E Samuel respuose a Saul, e disse: io sono il Vedente; ascendi dinanzi a me nel monte oggi a mangiare meco, e domattina ti lascerò andare; e dirotti tutte le cose che sono nel tuo cuore.
20 περι δε των ονων, τας οποιας εχασας ηδη τρεις ημερας, μη φροντιζε περι αυτων, διοτι ευρεθησαν? και προς τινα ειναι πασα η επιθυμια του Ισραηλ; δεν ειναι προς σε, και προς παντα τον οικον του πατρος σου;20 E dell' asine che tu perdesti l'altrieri non essere sollecito, però che sono ritrovate. E di cui saranno tutte le cose ottime d' Israel? Or non saran le tue, e di tutta la casa del padre tuo?
21 Αποκριθεις δε ο Σαουλ ειπε, Δεν ειμαι εγω Βενιαμιτης, εκ της μικροτερας των φυλων Ισραηλ; και η οικογενεια μου η ελαχιστη πασων των οικογενειων της φυλης Βενιαμιν; δια τι λοιπον λαλεις ουτω προς εμε;21 E respondendo Saul, disse: or non sono io figliuolo di Gemini della minima tribù d' Israel? E la mia progenie si è la minore tra tutte le famiglie della tribù di Beniamin; dunque perchè mi dici tu così fatte parole?
22 Και ελαβεν ο Σαμουηλ τον Σαουλ και τον υπηρετην αυτου και εφερεν αυτους εις το οικημα, και εδωκεν εις αυτους την πρωτην θεσιν μεταξυ των κεκλημενων, οιτινες ησαν περιπου τριακοντα ανδρες.22 Or tollendo Samuel Saul e il suo servo, menogli nella casa con tre sale, e diedegli luogo in capo di coloro ch' erano invitati; ed erano quasi trenta uomini.
23 Και ειπεν ο Σαμουηλ προς τον μαγειρον, Φερε το μεριδιον το οποιον σοι εδωκα, περι του οποιον σοι ειπα, Φυλαττε τουτο πλησιον σου.23 E disse Samuel al cuoco: la parte ch' io ti diedi, che tu la riponessi disparte, dara?li.
24 Και υψωσεν ο μαγειρος την πλατην και το επ' αυτην και εθεσεν εμπροσθεν του Σαουλ. Και ειπεν ο Σαμουηλ, Ιδου, το εναπολειφθεν? θες αυτο εμπροσθεν σου, φαγε? διοτι δια την ωραν ταυτην εφυλαχθη δια σε, οτε ειπα, Προσεκαλεσα τον λαον. Και εφαγεν ο Σαουλ μετα του Σαμουηλ εν τη ημερα εκεινη.24 E il cuoco levò la spalla (dello arognone) e puosela dinanzi a Saul. E disse Samuel: ecco, quello che è rimaso, pontelo innanzi e manuca; però che per industria ti fu riservato, quando io chiamai il popolo. E in quello dì mangiò Saul con Samuel.
25 Και αφου κατεβησαν εκ του υψηλου τοπου εις την πολιν, συνωμιλησεν ο Σαμουηλ μετα του Σαουλ επι του δωματος.25 E discesono del monte (e vennero) nella città; e favellò con Saul nel palco; e preparò Saul il letto nel palco, e dormi.
26 Και εσηκωθησαν ενωρις? και περι τα χαραγματα της ημερας, εκαλεσεν ο Σαμουηλ τον Σαουλ οντα επι του δωματος, λεγων, Σηκωθητι, δια να σε εξαποστειλω. Και εσηκωθη ο Σαουλ, και εξηλθον αμφοτεροι, αυτος και ο Σαμουηλ, εως εξω.26 Ed essendo levati su, e cominciatosi a chiarire il dì, chiamò Samuel Saul nel palco, e disse: istà su, ch' io ti lascio andare. E Saul si levò; e amendue uscirono fuori, cioè egli e Samuel.
27 Καθως δε κατεβαινον εις το τελος της πολεως, ειπεν ο Σαμουηλ προς τον Σαουλ, Προσταξον τον υπηρετην να περαση εμπροσθεν ημων? και εκεινος επερασε? συ ομως σταθητι ολιγον, και θελω σοι αναγγειλει τον λογον του Θεου.27 E discendendo loro nella estrema parte della città, Samuel disse a Saul: di' al servo, che vada uno poco innanzi, e passi; e tu resta uno poco, acciò ch' io ti manifesti la parola di Dio.