Scrutatio

Mercoledi, 29 maggio 2024 - Sant'Alessandro ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α´ - 1 Samuele - Kings I 7


font
GREEK BIBLEBIBBIA VOLGARE
1 Και ηλθον οι ανδρες της Κιριαθ-ιαρειμ, και ανεβιβασαν την κιβωτον του Κυριου και εφεραν αυτην εις τον οικον του Αβιναδαβ επι τον λοφον, και Ελεαζαρ τον υιον αυτου καθιερωσαν, δια να φυλαττη την κιβωτον του Κυριου.1 E vennero quelli di Cariatiarim, e rimenarono l'arca di Dio, e portaronla in casa di Aminadab in Gabaa; e santificarono Eleazaro suo figliuolo, acciò che guardasse l'arca di Dio.
2 Και αφ' ης ημερας ετεθη η κιβωτος εν Κιριαθ-ιαρειμ, παρηλθε καιρος πολυς? και εγειναν εικοσι ετη? και πας ο οικος Ισραηλ εστεναζεν, αναζητων τον Κυριον.2 E fu fatto, dal dì che l'arca istette in Cariatiarim, che i dì moltiplicarono; onde era l'anno vigesimo; e tutta la casa d' Israel riposò dopo il Signore.
3 Και ειπε Σαμουηλ προς παντα τον οικον Ισραηλ, λεγων, Εαν σεις επιστρεφητε εξ ολης υμων της καρδιας προς τον Κυριον, αποβαλετε εκ μεσου υμων τους Θεους τους αλλοτριους και τας Ασταρωθ, και ετοιμασατε τας καρδιας υμων προς τον Κυριον και αυτον μονον λατρευετε? και θελει ελευθερωσει υμας εκ χειρος των Φιλισταιων.3 E Samuel disse a tutta la casa d'Israel: se voi tornate al vostro Signore Iddio con tutto il vostro cuore, tollete via del mezzo di voi gli dii d'altrui, Baalim e Astarot; e apparecchiate i vostri cuori a Dio, e servite a lui solo, ed egli vi libererà dalle mani de' Filistei.
4 Τοτε απεβαλον οι υιοι Ισραηλ τους Βααλειμ και τας Ασταρωθ και ελατρευσαν τον Κυριον μονον.4 E i figliuoli d' Israel tolsero via Baalim e Astarot, e servirono solo al Signore.
5 Και ειπε Σαμουηλ, Συναξατε παντα τον Ισραηλ εις Μισπα, και θελω προσευχηθη υπερ υμων προς τον Κυριον.5 E Samuel disse; raunate tutto Israel in Masfat, acciò ch' io ori per voi il Signore.
6 Και συνηχθησαν ομου εις Μισπα, και ηντλησαν υδωρ και εξεχεαν ενωπιον του Κυριου, και ενηστευσαν την ημεραν εκεινην και ειπον εκει, Ημαρτησαμεν εις τον Κυριον. Και εκρινεν ο Σαμουηλ τους υιους Ισραηλ εν Μισπα.6 E raunaronsi in Masfat; e trassero l'acqua, e sparserla in cospetto di Dio, e digiunarono in quel dì, e dissero: Signore, noi abbiamo peccato a te. E giudicò Samuel i figliuoli d' Israel in Masfat.
7 Οτε δε ηκουσαν οι Φιλισταιοι οτι συνηθροισθησαν οι υιοι Ισραηλ εις Μισπα ανεβησαν οι σατραπαι των Φιλισταιων κατα του Ισραηλ. Και ακουσαντες οι υιοι Ισραηλ, εφοβηθησαν απο προσωπου των Φιλισταιων.7 E i Filistei udirono che i figliuoli d' Israel erano congregati in Masfat, e i savii de' Filistei ascenderono ad Israel. La quale cosa udendo i figliuoli d' Israel, temerono la presenza de' Filistei.
8 Και ειπον οι υιοι Ισραηλ προς τον Σαμουηλ, Μη παυσης βοων υπερ ημων προς Κυριον τον Θεον ημων, δια να σωση ημας εκ χειρος των Φιλισταιων.8 E dissono a Samuel: non cessare di chiamare per noi al nostro Signore Iddio, che ci salvi delle mani de' Filistei.
9 Και ελαβεν ο Σαμουηλ εν αρνιον γαλαθηνον, και προσεφερεν ολοκληρον ολοκαυτωμα εις τον Κυριον? και εβοησεν ο Σαμουηλ προς τον Κυριον υπερ του Ισραηλ? και επηκουσεν αυτου ο Κυριος.9 E tolse Samuel uno agnello lattante, e offerillo integro in olocausto a Dio; e chiamò Samuel a Dio per Israel, ed esaudillo il Signore.
10 Και ενω προσεφερεν ο Σαμουηλ το ολοκαυτωμα, επλησιασαν οι Φιλισταιοι δια να πολεμησωσι κατα του Ισραηλ? και εβροντησεν ο Κυριος εν φωνη μεγαλη την ημεραν εκεινην επι τους Φιλισταιους και κατετροπωσεν αυτους? και εκτυπηθησαν εμπροσθεν του Ισραηλ.10 E offerendo Samuel olocausto, intervenne che i Filistei cominciarono la battaglia contro ad Israel; e Dominedio tonò in quel di sopra gli Filistei con grande rumore, e spaventogli, e furon tagliati dai figliuoli d' Israel.
11 Και εξηλθον οι ανδρες Ισραηλ εκ Μισπα, και κατεδιωξαν τους Φιλισταιους και επαταξαν αυτους, εως υποκατω της Βαιθ-χαρ.11 E usciti i figliuoli d' Israel di Masfat, perseguitorono i Filistei insino al luogo ch' era sotto Betcar.
12 Τοτε ελαβεν ο Σαμουηλ ενα λιθον και εστησε μεταξυ Μισπα και Σεν και εκαλεσε το ονομα αυτου Εβεν-εζερ, λεγων, Μεχρι τουδε εβοηθησεν ημας ο Κυριος.12 E Samuel tolse una pietra, e puosela tra Masfat e Sen; e chiamò il nome di quello luogo PIETRA D'ADIUTORIO, e disse: insino a quiritta Iddio Signore n'ha aiutati.
13 Και εταπεινωθησαν οι Φιλισταιοι και δεν ηλθον πλεον εις τα ορια του Ισραηλ? και ητο η χειρ του Κυριου κατα των Φιλισταιων πασας τας ημερας του Σαμουηλ.13 E furono umiliati gli Filistei, e non presumerono più entrare nelli confini d' Israel. E fu fatta la mano di Dio sopra gli Filistei tutto il tempo di Samuel.
14 Και αι πολεις, τας οποιας οι Φιλισταιοι ειχον λαβει απο του Ισραηλ, απεδοθησαν εις τον Ισραηλ, απο Ακκαρων εως Γαθ? και ηλευθερωσεν ο Ισραηλ τα ορια αυτων εκ χειρος των Φιλισταιων. Και ητο ειρηνη μεταξυ Ισραηλ και Αμορραιων.14 E furono rendute tutte le città che i Filistei aveano tolte ai figliuoli d' Israel, da Accaron insino a Get e a' suoi confini; e liberò Israel dalle mani de' Filistei, ed era pace tra Israel e lo Amorreo.
15 Και εκρινεν ο Σαμουηλ τον Ισραηλ πασας τας ημερας της ζωης αυτου?15 E Samuel giudicava Israel per tutti i dì della sua vita.
16 και επορευετο κατ' ετος περιερχομενος εις Βαιθηλ και Γαλγαλα και Μισπα και εκρινε τον Ισραηλ εν πασι τοις τοποις τουτοις?16 E andava ogni anno cercando Betel e Galgala e Masfat; e in quelli luoghi giudicava Israel.
17 η δε επιστροφη αυτου ητο εις Ραμα? διοτι εκει ητο ο οικος αυτου και εκει εκρινε τον Ισραηλ? εκει προσετι ωκοδομησε θυσιαστηριον εις τον Κυριον.17 E ritornavasi in Ramata, però che ivi era la sua casa; e ivi giudicava Israel; e ivi edificò l'altare al Signore.