Scrutatio

Mercoledi, 29 maggio 2024 - Sant'Alessandro ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α´ - 1 Samuele - Kings I 25


font
GREEK BIBLESAGRADA BIBLIA
1 Απεθανε δε ο Σαμουηλ? και συνηχθησαν πας ο Ισραηλ και εκλαυσαν αυτον, και ενεταφιασαν αυτον εν τω οικω αυτου εν Ραμα. Και εσηκωθη ο Δαβιδ και κατεβη εις την ερημον Φαραν.1 Samuel morreu. Todo o Israel se juntou para chorá-lo. Sepultaram-no na sua propriedade em Ramá. E Davi retirou-se para o deserto de Farã.
2 Ητο δε ανθρωπος τις εν Μαων, του οποιου τα κτηματα ησαν εν τω Καρμηλω, και ο ανθρωπος ητο μεγας σφοδρα και ειχε τρισχιλια προβατα και χιλιας αιγας? και εκουρευε τα προβατα αυτου εν τω Καρμηλω.2 Havia um homem em Maon cujas propriedades estavam em Carmelo. Era um homem muito rico: possuía três mil ovelhas e mil cabras. Ele encontrava-se então em Carmelo para a tosquia de suas ovelhas.
3 Το δε ονομα του ανθρωπου ητο Ναβαλ? και το ονομα της γυναικος αυτου Αβιγαια? και η μεν γυνη ητο καλη εις την συνεσιν και ωραια την οψιν? ο ανθρωπος ομως σκληρος, και κακος εις τας πραξεις αυτου? ητο δε εκ της γενεας του Χαλεβ.3 Chamava-se Nabal, e sua esposa Abigail, mulher de grande inteligência e formosura. Ele, porém, era grosseiro e mau; descendia de Caleb.
4 Και ηκουσεν ο Δαβιδ εν τη ερημω, οτι ο Ναβαλ εκουρευε τα προβατα αυτου.4 Davi, no deserto, sabendo que Nabal tosquiava o seu rebanho,
5 Και απεστειλεν ο Δαβιδ δεκα νεους, και ειπεν ο Δαβιδ προς τους νεους, Αναβητε εις τον Καρμηλον και υπαγετε προς τον Ναβαλ και χαιρετησατε αυτον εξ ονοματος μου.5 mandou-lhe dez homens com esta ordem: Subi a Carmelo e dirigi-vos a Nabal,
6 και θελετε ειπει, Να ησαι πολυχρονιος? ειρηνη και εις σε, ειρηνη και εις τον οικον σου, ειρηνη και εις παντα οσα εχεις?6 saudando-o em meu nome e dizendo-lhe: Pela vida! A paz seja contigo! Paz à tua casa e paz a todos os teus bens!
7 και τωρα ηκουσα οτι εχεις κουρευτας? ιδου, τους ποιμενας σου, οιτινες ησαν μεθ' ημων, δεν εβλαψαμεν αυτους, ουδε εχαθη τι εις αυτους, καθ' ολον τον καιρον καθ' ον ησαν εν τω Καρμηλω?7 Soube que há tosquia em tua casa. Ora, os teus pastores estiveram perto de nós e nunca lhes fizemos mal algum. Nada lhes faltou durante todo o tempo que ficaram em Carmelo.
8 ερωτησον τους νεους σου, και θελουσι σοι ειπει? ας ευρωσι λοιπον οι νεοι ουτοι χαριν εις τους οφθαλμους σου? διοτι εις ημεραν καλην ηλθομεν? δος, παρακαλουμεν, ο, τι ελθη εις την χειρα σου προς τους δουλους σου και προς τον υιον σου τον Δαβιδ.8 Pergunta-o aos teus servos e eles to dirão. Que os meus encontrem agora graça aos teus olhos, porque chegamos em um dia de festa. Rogo-te que dês aos teus servos e ao teu filho Davi o que tiveres à mão.
9 Και ελθοντες οι νεοι του Δαβιδ ελαλησαν προς τον Ναβαλ κατα παντας τους λογους τουτους εν ονοματι του Δαβιδ, και επαυσαν.9 Os homens de Davi foram e repetiram a Nabal todas estas palavras em nome de Davi, e ficaram esperando.
10 Αλλ' ο Ναβαλ απεκριθη προς τους δουλους του Δαβιδ και ειπε, Τις ειναι ο Δαβιδ; και τις ο υιος του Ιεσσαι; πολλοι ειναι την σημερον οι δουλοι, οιτινες αποσκιρτωσιν εκαστος απο του κυριου αυτου?10 Nabal, porém, respondeu-lhes: Quem é Davi? E quem é o filho de Isaí? Há hoje muitos escravos que fogem da casa de seus senhores!
11 θελω λαβει λοιπον τον αρτον μου και το υδωρ μου και το σφακτον μου, το οποιον εσφαξα δια τους κουρευτας μου, και δωσει εις ανθρωπους τους οποιους δεν γνωριζω ποθεν ειναι;11 Irei eu tomar meu pão, minha água e a carne que preparei para os meus tosquiadores, e dá-los a homens que vêm não se sabe de onde?
12 Και εστραφησαν οι νεοι του Δαβιδ εις την οδον αυτων και ανεχωρησαν και ελθοντες απηγγειλαν προς αυτον παντας τους λογους τουτους.12 Os servos de Davi retomaram o caminho e voltaram. Ao chegarem, contaram tudo ao seu senhor.
13 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τους ανδρας αυτου, Ζωσθητε εκαστος την ρομφαιαν αυτου. Και εζωσθησαν εκαστος την ρομφαιαν αυτου? και ο Δαβιδ ομοιως εζωσθη την ρομφαιαν αυτου? και ανεβησαν κατοπιν του Δαβιδ εως τετρακοσιοι ανδρες? διακοσιοι δε εμειναν πλησιον της αποσκευης.13 Então disse Davi aos seus homens: Cinja cada um a sua espada! Todos o fizeram, inclusive Davi. Cerca de quatrocentos homens seguiram Davi, ficando duzentos com as bagagens.
14 Εις δε εκ των νεων απηγγειλε προς την Αβιγαιαν, την γυναικα του Ναβαλ, λεγων, Ιδου, ο Δαβιδ απεστειλε μηνυτας εκ της ερημου δια να χαιρετηση τον κυριον ημων, και εκεινος απεδιωξεν αυτους?14 Mas Abigail, mulher de Nabal, fora informada por um dos servos de seu marido: Davi mandou, do deserto, mensageiros para saudar o nosso amo, mas ele os recebeu mal.
15 οι ανδρες ομως εσταθησαν πολυ καλοι προς ημας και δεν εβλαφθημεν ουδε εχασαμεν ουδεν, οσον καιρον συνανεστραφημεν μετ' αυτων, οτε ημεθα εν τοις αγροις?15 No entanto, esses homens nos trataram sempre muito bem, e jamais nos fizeram mal algum, nem nos causaram prejuízo durante todo o tempo que estivemos com eles no campo.
16 ησαν ως τειχος περιξ ημων και νυκτα και ημεραν, καθ' ολον τον καιρον καθ' ον ημεθα μετ' αυτων βοσκοντες τα προβατα?16 Pelo contrário, serviram-nos de defesa, dia e noite, durante todo o tempo em que estivemos com eles apascentando os rebanhos.
17 τωρα λοιπον, γνωρισον και ιδε τι θελεις καμει συ? διοτι κακον απεφασισθη κατα του κυριου ημων, και κατα παντος του οικου αυτου? επειδη ειναι ανθρωπος δυστροπος, ωστε ουδεις δυναται να ομιληση προς αυτον.17 Vê, pois, o que tens a fazer, porque nosso amo e toda a sua casa está ameaçada de ruína, e ele é um malvado com quem não se pode falar.
18 Τοτε εσπευσεν η Αβιγαια, και ελαβε διακοσιους αρτους, και δυο αγγεια οινου, και πεντε προβατα ητοιμασμενα, και πεντε μετρα σιτου πεφρυγανισμενου, και εκατον δεσμας σταφιδος, και διακοσιας πηττας συκων, και εθεσεν αυτα επι ονων.18 Apressou-se então Abigail, e tomou duzentos pães, dois odres de vinho, cinco cordeiros preparados, cinco medidas de grão torrado, cem tortas de uvas secas, duzentas de figos secos, colocando tudo em cima de jumentos.
19 Και ειπε προς τους νεους αυτης, Προπορευεσθε εμπροσθεν μου? ιδου, εγω ερχομαι κατοπιν σας? προς τον Ναβαλ ομως τον ανδρα αυτης δεν εφανερωσε τουτο.19 E disse aos seus servos: Ide adiante de mim; eu vos seguirei. Mas não disse nada a Nabal, seu marido.
20 Και καθως αυτη, καθημενη επι του ονου, κατεβαινεν υπο την σκεπην του ορους, ιδου, ο Δαβιδ και οι ανδρες αυτου κατεβαινον προς αυτην? και συνηντησεν αυτους.20 Quando descia por um caminho secreto da montanha, montada num jumento, encontrou Davi com os seus homens que vinham em sentido inverso.
21 ειχε δε ειπει ο Δαβιδ, Ματαιως τωοντι εφυλαξα παντα οσα ειχεν ουτος εν τη ερημω, και δεν εχαθη ουδεν εκ παντων των κτηματων αυτου? και ανταπεδωκεν εις εμε κακον αντι καλου?21 Ora, Davi dissera: Em vão, pois, guardei tudo o que esse homem possuía no deserto, sem que lhe fosse tirada coisa alguma! E ele paga-me o bem com o mal.
22 ουτω να καμη ο Θεος εις τους εχθρους του Δαβιδ και ουτω να προσθεση, εαν εως το πρωι αφησω εκ παντων των πραγματων αυτου ουρουντα εις τοιχον.22 Deus trate com todo o seu rigor os inimigos de Davi! E que ele não me poupe, se de hoje até amanhã eu deixar vivo um só homem de tudo o que pertence a Nabal!
23 Και καθως ειδεν η Αβιγαια τον Δαβιδ, εσπευσε και κατεβη απο του ονου και επεσεν ενωπιον του Δαβιδ κατα προσωπον και προσεκυνησεν εως εδαφους.23 Quando Abigail avistou Davi, desceu prontamente do jumento e prostrou-se com o rosto por terra diante dele.
24 Και προσεπεσεν εις τους ποδας αυτου και ειπεν, Επ' εμε, επ' εμε, κυριε μου, ας ηναι αυτη η αδικια? και ας λαληση, παρακαλω, η δουλη σου εις τα ωτα σου, και ακουσον τους λογους της δουλης σου.24 Assim prostrada aos seus pés, disse-lhe: Sobre mim, meu senhor, caia a culpa! Deixa falar a tua serva e ouve suas palavras.
25 Ας μη δωση ο κυριος μου, παρακαλω, ουδεμιαν προσοχην εις τουτον τον δυστροπον ανθρωπον, τον Ναβαλ? διοτι κατα το ονομα αυτου, τοιουτος ειναι? Ναβαλ το ονομα αυτου, και αφροσυνη μετ' αυτου? εγω δε η δουλη σου δεν ειδον τους νεους του κυριου μου, τους οποιους απεστειλας.25 Que o meu senhor não faça caso desse malvado Nabal, pois ele é bem o que o seu nome indica: Nabal, louco; e ele o é. Mas eu, tua escrava, não vi os homens que o meu senhor mandou.
26 Τωρα λοιπον, κυριε μου, ζη Κυριος και ζη η ψυχη σου, ο Κυριος βεβαιως σε εκρατησεν απο του να εμβης εις αιμα και να εκδικηθης δια της χειρος σου? τωρα δε οι εχθροι σου και οι ζητουντες κακον εις τον κυριον μου, ας ηναι ως ο Ναβαλ.26 Agora, por Deus e por tua vida: foi o Senhor quem te impediu de derramar sangue e de te vingar por tua mão. Sejam como Nabal os teus inimigos e os que procuram fazer mal ao meu senhor.
27 Και τωρα αυτη η προσφορα, την οποιαν η δουλη σου εφερε προς τον κυριον μου, ας δοθη εις τους νεους τους ακολουθουντας τον κυριον μου.27 Aceita, pois, este presente que tua serva trouxe ao meu senhor, e reparte-o entre os homens que te seguem.
28 Συγχωρησον, παρακαλω, το αμαρτημα της δουλης σου? διοτι ο Κυριος θελει βεβαιως καμει εις τον κυριον μου οικον ασφαλη, επειδη μαχεται ο κυριος μου τας μαχας του Κυριου, και κακια δεν ευρεθη εν σοι πωποτε.28 Rogo-te que perdoes a culpa de tua serva. Certamente o Senhor dará à casa de meu senhor uma existência durável, porque o meu senhor combate nas guerras de Deus, e nenhum mal te atingirá em todos os dias de tua vida.
29 Αν και εσηκωθη ανθρωπος καταδιωκων σε και ζητων την ψυχην σου, η ψυχη ομως του κυριου μου θελει εισθαι δεδεμενη εις τον δεσμον της ζωης πλησιον Κυριου του Θεου σου? τας δε ψυχας των εχθρων σου, ταυτας θελει εκσφενδονισει εκ μεσου της σφενδονης.29 Se alguém te perseguir ou conspirar contra a tua vida, a alma de meu senhor será guardada no escrínio dos vivos junto do Senhor, teu Deus, enquanto a vida de teus inimigos será lançada pelo Senhor ao longe, como a pedra de uma funda.
30 Και οταν καμη ο Κυριος εις τον κυριον μου κατα παντα τα αγαθα τα οποια ελαλησε περι σου, και σε καταστηση κυβερνητην επι τον Ισραηλ,30 Quando o Senhor tiver feito ao meu senhor todo o bem que lhe prometeu, e te tiver estabelecido chefe sobre Israel,
31 δεν θελει εισθαι τουτο σκανδαλον εις σε ουδε προσκομμα καρδιας εις τον κυριον μου, η οτι εχυσας αιμα αναιτιον, η οτι ο κυριος μου εξεδικησεν αυτος εαυτον? πλην οταν ο Κυριος αγαθοποιηση τον κυριον μου, τοτε ενθυμηθητι την δουλην σου.31 não terás no coração este pesar, nem este remorso de ter derramado sangue sem motivo e de se ter vingado por si mesmo! Quando o Senhor te tiver feito bem, ó meu Senhor, lembra-te de tua serva.
32 Και ειπεν ο Δαβιδ προς την Αβιγαιαν, Ευλογητος Κυριος ο Θεος του Ισραηλ, οστις σε απεστειλε την ημεραν ταυτην εις συναντησιν μου?32 Davi respondeu a Abigail: Bendito seja o Senhor, Deus de Israel, que te mandou hoje ao meu encontro!
33 και ευλογημενη η βουλη σου και ευλογημενη συ, ητις με εφυλαξας την ημεραν ταυτην απο του να εμβω εις αιματα και να εκδικηθω δια της χειρος μου?33 Bendita seja a tua prudência! E bendita sejas tu mesma, que me impediste hoje de derramar sangue e vingar-me pela minha mão!
34 διοτι αληθως, ζη Κυριος ο Θεος του Ισραηλ, οστις με εμποδισεν απο του να σε κακοποιησω, εαν δεν ηθελες σπευσει να ελθης εις συναντησιν μου, δεν ηθελε μεινει εις τον Ναβαλ εως της αυγης ουρων εις τοιχον.34 Mas, pelo Senhor, Deus de Israel, que me impediu de te fazer mal, se não tivesses vindo tão depressa ao meu encontro, nada teria ficado de Nabal até amanhã cedo, nem mesmo o último homem!
35 Και ελαβεν ο Δαβιδ εκ της χειρος αυτης τα οσα εφερε προς αυτον? και ειπε προς αυτην, Αναβα προς τον οικον σου εν ειρηνη? βλεπε, εισηκουσα της φωνης σου και ετιμησα το προσωπον σου.35 Davi aceitou o que lhe trazia Abigail e ajuntou: Volta em paz para a tua casa. Vê que te ouvi e te fiz boa acolhida.
36 Και ηλθεν η Αβιγαια προς τον Ναβαλ? και ιδου, ειχε συμποσιον εν τω οικω αυτου, ως συμποσιον βασιλεως? και η καρδια του Ναβαλ ητο ευθυμος εν αυτω, και ητο εις ακρον μεθυσμενος? οθεν δεν απηγγειλε προς αυτον ουδεν, μικρον μεγα, εως της αυγης.36 Quando Abigail chegou à casa de Nabal, havia em sua casa um grande banquete, um verdadeiro festim de rei. Nabal tinha o coração alegre e estava completamente ébrio. Por isso nada lhe disse, nem pouco nem muito, até ao amanhecer.
37 Το πρωι ομως, αφου ο Ναβαλ εξεμεθυσεν, εφανερωσε προς αυτον η γυνη αυτου τα πραγματα ταυτα? και ενεκρωθη η καρδια αυτου εντος αυτου και εγεινεν ως λιθος.37 Mas pela manhã, tendo Nabal curtido o seu vinho, sua mulher contou-lhe tudo. Seu coração gelou-se no peito e ele tornou-se como uma pedra.
38 Και μετα δεκα ημερας περιπου επαταξεν ο Κυριος τον Ναβαλ, και απεθανε.38 Dez dias depois Nabal, ferido pelo Senhor, morreu.
39 Και οτε ηκουσεν ο Δαβιδ οτι απεθανεν ο Ναβαλ, ειπεν, Ευλογητος Κυριος, οστις εκρινε την κρισιν μο περι του ονειδισμου μου του γενομενου παρα του Ναβαλ, και ημποδισε τον δουλον αυτου απο κακου? και την κακιαν του Ναβαλ εστρεψεν ο Κυριος κατα της κεφαλης αυτου. Και απεστειλεν ο Δαβιδ και ελαλησε προς την Αβιγαιαν, δια να λαβη αυτην γυναικα εις εαυτον.39 Tendo Davi notícia da morte de Nabal, exclamou: Bendito seja o Senhor que me fez justiça do ultraje recebido de sua mão, e impediu-me de fazer-lhe mal! O Senhor fez cair sobre sua cabeça a sua própria maldade! Depois disso Davi mandou propor a Abigail tornar-se sua mulher.
40 Και ελθοντες οι δουλοι του Δαβιδ προς την Αβιγαιαν εις τον Καρμηλον, ελαλησαν προς αυτην, λεγοντες, Ο Δαβιδ απεστειλεν ημας προς σε, δια να σε λαβη γυναικα εις εαυτον.40 Seus servos, chegando a Carmelo, disseram-lhe: Davi mandou-nos a ti, porque deseja tomar-te por mulher.
41 Και εσηκωθη και προσεκυνησε κατα προσωπον εως εδαφους και ειπεν, Ιδου, ας ηναι η δουλη σου θεραπαινα δια να πλυνη τους ποδας των δουλων του κυριου μου.41 Levantou-se então Abigail e prostrou-se com o rosto por terra, dizendo: Eis a tua serva, que será uma escrava para lavar os pés dos servos de meu Senhor.
42 Και εσπευσεν η Αβιγαια και εσηκωθη και ανεβη επι του ονου, μετα πεντε κορασιων αυτης ακολουθουντων οπισω αυτης? και υπηγε κατοπιν των απεσταλμενων του Δαβιδ και εγεινε γυνη αυτου.42 Levantou-se depressa, montou num jumento e, seguida de cinco moças, partiu com os enviados de Davi para tornar-se sua mulher.
43 Ελαβεν ο Δαβιδ και την Αχινοαμ απο Ιεζραελ? και ησαν αμφοτεραι γυναικες αυτου.43 Davi desposara também Aquinoã, de Jezrael, e ambas foram suas mulheres.
44 Ο δε Σαουλ ειχε δωσει Μιχαλ, την θυγατερα αυτου, την γυναικα του Δαβιδ, εις τον Φαλτι τον υιον του Λαεις, τον απο Γαλλειμ.44 Quanto à sua mulher Micol, filha de Saul, este a tinha dado por esposa a Falti, de Galim, filho de Lais.