Scrutatio

Giovedi, 16 maggio 2024 - San Simone Stock ( Letture di oggi)

ΡΟΥΘ - Ruth 1


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Και εν ταις ημεραις καθ' ας οι κριται εκρινον, εγεινε πεινα εν τη γη. Και υπηγεν ανθρωπος τις απο Βηθλεεμ Ιουδα να παροικηση εν γη Μωαβ, αυτος και η γυνη αυτου και οι δυο υιοι αυτου.1 Az egyik bíró napjaiban, amikor a bírák kormányoztak, éhínség támadt az országban. Ekkor egy ember, aki Júda Betleheméből származott, elindult, hogy egy időre Moáb földjén telepedjen le feleségével és két fiával együtt.
2 Το δε ονομα του ανθρωπου ητο Ελιμελεχ, και το ονομα της γυναικος αυτου Ναομι, και το ονομα των δυο υιων αυτου Μααλων και Χελαιων, Εφραθαιοι εκ Βηθλεεμ Ιουδα. Και ηλθον εις γην Μωαβ και ησαν εκει.2 Elimeleknek hívták, a feleségét Noéminak, két fia közül pedig az egyiket Mahálonnak, a másikat meg Kelionnak. Efrataiak voltak, Júda Betleheméből valók. El is jutottak Moáb földjére, és ott éltek.
3 Και απεθανεν Ελιμελεχ ο ανηρ της Ναομι? και εμεινεν αυτη και οι δυο υιοι αυτης.3 Közben meghalt Elimelek, Noémi férje, és az asszony magára maradt fiaival.
4 Και ουτοι ελαβον εις εαυτους γυναικας Μωαβιτιδας? το ονομα της μιας Ορφα και το ονομα της αλλης Ρουθ? και κατωκησαν εκει εως δεκα ετη.4 A fiúk moábi feleséget vettek: az egyiket Orfának hívták, a másikat pedig Rútnak. Miután tíz esztendeig ott laktak,
5 Απεθανον δε αμφοτεροι, ο Μααλων και ο Χελαιων? και εστερηθη η γυνη των δυο υιων αυτης και του ανδρος αυτης.5 meghalt mindkettő, vagyis Mahálon és Kelion, így az asszony, megfosztva két fiától és férjétől, magára maradt.
6 Τοτε εσηκωθη αυτη και αι νυμφαι αυτης και επεστρεψαν εκ της γης Μωαβ? διοτι ηκουσεν εν γη Μωαβ, οτι επεσκεφθη ο Κυριος τον λαον αυτου διδων εις αυτους αρτον.6 Ekkor felkelt két menyével együtt, hogy visszatérjen Moáb földjéről hazájába; hallotta ugyanis, hogy az Úr rátekintett népére, és eleséget adott nekik.
7 Και εξηλθεν εκ του τοπου οπου ητο, και αι δυο νυμφαι αυτης μετ' αυτης και επορευοντο την οδον δια να επιστρεψωσιν εις γην Ιουδα.7 Elindult tehát arról a helyről, ahol jövevényként tartózkodott, mindkét menyével együtt. Útközben azonban, amikor már visszatérőben volt Júda földjére,
8 Ειπε δε η Ναομι προς τας δυο νυμφας αυτης, Υπαγετε, επιστρεψατε εκαστη εις τον οικον της μητρος αυτης. Ο Κυριος να καμη ελεος εις εσας, καθως σεις εκαμετε εις τους αποθανοντας και εις εμε?8 mégis azt mondta nekik: »Menjetek vissza anyátok házába! Cselekedjen az Úr irgalmasságot veletek, amint ti is azt cselekedtetek a megholtakkal és velem!
9 ο Κυριος να σας δωση να ευρητε αναπαυσιν, εκαστη εν τω οικω του ανδρος αυτης. Και εφιλησεν αυτας? και αυται υψωσαν την φωνην αυτων και εκλαυσαν.9 Adja, hogy nyugalmat találjatok jövendő férjetek házában!« S azzal megcsókolta őket. Erre azok hangos sírásra fakadtak,
10 Και ειπον προς αυτην, Ουχι? αλλα μετα σου θελομεν επιστρεψει εις τον λαον σου.10 és így szóltak: »Veled megyünk népedhez!«
11 Και ειπεν η Ναομι, Επιστρεψατε, θυγατερες μου? δια τι να ελθητε μετ' εμου; μηπως εχω ετι υιους εν τη κοιλια μου, δια να γεινωσιν ανδρες σας;11 Ő azonban ezt felelte nekik: »Térjetek vissza, lányaim, miért jönnétek velem? Ugyan vannak-e még gyermekek a méhemben, hogy férjeket remélhetnétek tőlem?
12 επιστρεψατε, θυγατερες μου, υπαγετε? διοτι εγηρασα και δεν ειμαι δια ανδρα? εαν ελεγον, Εχω ελπιδα, εαν μαλιστα υπανδρευομην ταυτην την νυκτα και εγεννων ετι υιους,12 Térjetek vissza, lányaim, menjetek; én már vén vagyok, nem vagyok alkalmas a házasságra. Még ha ezen az éjszakán foganhatnék és fiakat szülhetnék is,
13 σεις ηθελετε προσμενει αυτους εωσου μεγαλωσωσιν; ηθελετε δι' αυτους αναβαλει το να υπανδρευθητε; μη, θυγατερες μου? επειδη επικρανθην πολυ πλεον παρα σεις, οτι η χειρ του Κυριου εξηλθε κατ' εμου.13 megvárhatnátok-e, amíg felnőnek, és az ifjúság esztendeit elérik? Ne tegyétek ezt, kérlek, lányaim, hiszen a ti nyomorúságtok engem még inkább bántana, és az Úr keze is ellenem fordult!«
14 Εκειναι δε υψωσαν την φωνην αυτων και εκλαυσαν παλιν? και κατεφιλησεν η Ορφα την πενθεραν αυτης? η δε Ρουθ επροσκολληθη εις αυτην.14 Erre azok ismét hangos sírásra fakadtak. Orfa ezután megcsókolta anyósát és visszatért, Rút azonban ragaszkodott anyósához.
15 Και ειπεν η Ναομι, Ιδου, η συννυμφος σου επεστρεψε προς τον λαον αυτης και προς τους θεους αυτης? επιστρεψον και συ κατοπιν της συννυμφου σου.15 Noémi ekkor így szólt hozzá: »Íme, sógornőd visszatért népéhez és isteneihez, menj vele!«
16 Αλλ' η Ρουθ ειπε, Μη με αναγκαζε να σε αφησω, δια να αναχωρησω απ' οπισθεν σου? διοτι οπου αν συ υπαγης, και εγω θελω υπαγει? και οπου αν συ παραμεινης, και εγω θελω παραμεινει? ο λαος σου, λαος μου, και ο Θεος σου, Θεος μου?16 Ő azonban ezt felelte: »Ne légy ellenemre azzal, hogy hagyjalak el és távozzam, mert ahova te mégy, oda megyek én is, s ahol te laksz, ott lakom én is. Néped az én népem, Istened az én Istenem.
17 οπου αν αποθανης, θελω αποθανει και εκει θελω ταφη? ουτω να καμη ο Κυριος εις εμε και ουτω να προσθεση, εαν αλλο τι παρα τον θανατον χωριση εμε απο σου.17 Azon a földön, amelyen te meghalsz, s amely téged befogad, ott haljak meg, s ott nyerjem el én is temetésem helyét. Úgy segítsen az Úr engem most és mindenkor, hogy egyedül csak a halál választ el engem és téged!«
18 Ιδουσα δε η Ναομι οτι αυτη διισχυριζετο να υπαγη μετ' αυτης, επαυσε να λαλη προς αυτην.18 Amikor Noémi látta, hogy Rút eltökélt lélekkel feltette magában, hogy vele megy, nem akart ellenkezni, és nem akarta őt tovább rábeszélni, hogy térjen vissza övéihez.
19 Περιεπατησαν δε αμφοτεραι, εωσου εφθασαν εις Βηθλεεμ. Και οτε εφθασαν εις Βηθλεεμ, πασα η πολις συνεκινηθη δι' αυτας, και αι γυναικες ελεγον, Αυτη ειναι η Ναομι;19 Tovább mentek tehát együtt, és eljutottak Betlehembe. Amikor bementek a városba, hírük csakhamar eljutott mindenkihez, s az asszonyok azt mondogatták: »Ez az a Noémi!«
20 Και αυτη ειπε προς αυτας, Μη με ονομαζετε Ναομι? ονομαζετε με Μαρα? διοτι ο Παντοδυναμος με επικρανε σφοδρα?20 Ám ő azt kérte tőlük: »Ne hívjatok engem Noéminek (azaz Szépnek), hívjatok inkább Márának (vagyis Keserűnek), mert egészen eltöltött engem keserűséggel a Mindenható.
21 εγω πληρης ανεχωρησα, και κενην επανηγαγε με ο Κυριος? δια τι με ονομαζετε Ναομι, αφου ο Κυριος εμαρτυρησε κατ' εμου και ο Παντοδυναμος με κατεθλιψεν;21 Ép családdal mentem el, és elárvultan hozott vissza az Úr. Hogy hívhatnátok tehát Noéminek engem, akit az Úr megalázott, és a Mindenható megsanyargatott?«
22 Επεστρεψε λοιπον η Ναομι, και μετ' αυτης Ρουθ η Μωαβιτις η νυμφη αυτης ελθουσα εκ γης Μωαβ? και αυται εφθασαν εις Βηθλεεμ εν τη αρχη του θερισμου των κριθων.22 Eljött tehát Noémi, a moábi Rúttal, a menyével együtt, arról a földről, ahol jövevényként tartózkodott, és visszatért Betlehembe, éppen akkor, amikor aratni kezdték az árpát.