Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Atti degli Apostoli - Acts 21


font
GREEK BIBLEDOUAI-RHEIMS
1 Καθως δε αποσπασθεντες απ' αυτων απεπλευσαμεν, ηλθομεν κατ' ευθειαν εις την Κων, την δε ακολουθον ημεραν εις την Ροδον, και εκειθεν εις Παταρα.1 And when it came to pass that, being parted from them, we set sail, we came with a straight course to Coos, and the day following to Rhodes, and from thence to Patara.
2 Και ευροντες πλοιον μελλον να περαση εις Φοινικην, επεβημεν εις αυτο και απεπλευσαμεν.2 And when we had found a ship sailing over to Phenice, we went aboard, and set forth.
3 Και αφου διεκριναμεν μακροθεν την Κυπρον και αφηκαμεν αυτην αριστερα, επλεομεν εις Συριαν, και κατεβημεν εις Τυρον? διοτι εκει εμελλε το πλοιον να εκβαλη το φορτιον αυτου.3 And when we had discovered Cyprus, leaving it on the left hand, we sailed into Syria, and came to Tyre: for there the ship was to unlade her burden.
4 Και ευροντες τους μαθητας, εμειναμεν αυτου επτα ημερας? οιτινες ελεγον προς τον Παυλον δια του Πνευματος να μη αναβη εις Ιερουσαλημ.4 And finding disciples, we tarried there seven days: who said to Paul through the Spirit, that he should not go up to Jerusalem.
5 Αφου δε ετελειωσαμεν τας ημερας εκεινας, εξελθοντες επορευομεθα και προεπεμπον ημας παντες συν γυναιξι και τεκνοις εως εξω της πολεως, και γονατισαντες επι τον αιγιαλον προσηυχηθημεν,5 And the days being expired, departing we went forward, they all bringing us on our way, with their wives and children, till we were out of the city: and we kneeled down on the shore, and we prayed.
6 και ασπασθεντες αλληλους επεβημεν εις το πλοιον, εκεινοι δε υπεστρεψαν εις τα ιδια.6 And when we had bid one another farewell, we took ship; and they returned home.
7 Και ημεις τελειωσαντες τον πλουν απο Τυρου κατηντησαμεν εις Πτολεμαιδα, και ασπασθεντες τους αδελφους εμειναμεν παρ' αυτοις μιαν ημεραν.7 But we having finished the voyage by sea, from Tyre came down to Ptolemais: and saluting the brethren, we abode one day with them.
8 Τη δε επαυριον, ο Παυλος και οι περι αυτον αναχωρησαντες, ηλθομεν εις Καισαρειαν? και εισελθοντες εις τον οικον Φιλιππου του Ευαγγελιστου, του οντος εκ των επτα, εμειναμεν παρ' αυτω.8 And the next day departing, we came to Caesarea. And entering into the house of Philip the evangelist, who was one of the seven, we abode with him.
9 Ειχε δε ουτος τεσσαρας θυγατερας παρθενους, αιτινες προεφητευον.9 And he had four daughters, virgins, who did prophesy.
10 Και ενω διετριβομεν εκει ημερας πολλας, κατεβη απο της Ιουδαιας προφητης τις ονοματι Αγαβος,10 And as we tarried there for some days, there came from Judea a certain prophet, named Agabus.
11 και ελθων προς ημας, ελαβε την ζωνην του Παυλου και δεσας τας χειρας εαυτου και τους ποδας ειπε? Ταυτα λεγει το Πνευμα το Αγιον? Τον ανδρα, του οποιου ειναι η ζωνη αυτη, ουτω θελουσι δεσει εν Ιερουσαλημ οι Ιουδαιοι και θελουσι παραδωσει εις τας χειρας των εθνων.11 Who, when he was come to us, took Paul's girdle: and binding his own feet and hands, he said: Thus saith the Holy Ghost: The man whose girdle this is, the Jews shall bind in this manner in Jerusalem, and shall deliver him into the hands of the Gentiles.
12 Και ως ηκουσαμεν ταυτα, παρεκαλουμεν αυτον και ημεις και οι εντοπιοι να μη αναβη εις Ιερουσαλημ.12 Which when we had heard, both we and they that were of that place, desired him that he would not go up to Jerusalem.
13 Ο Παυλος ομως απεκριθη? Τι καμνετε, κλαιοντες και καταθλιβοντες την καρδιαν μου; επειδη εγω ουχι μονον να δεθω, αλλα και να αποθανω εις Ιερουσαλημ ειμαι ετοιμος υπερ του ονοματος του Κυριου Ιησου.13 Then Paul answered, and said: What do you mean weeping and afflicting my heart? For I am ready not only to be bound, but to die also in Jerusalem, for the name of the Lord Jesus.
14 Και επειδη δεν επειθετο, ησυχασαμεν ειποντες? Ας γεινη το θελημα του Κυριου.14 And when we could not persuade him, we ceased, saying: The will of the Lord be done.
15 Μετα δε τας ημερας ταυτας ετοιμασαντες την αποσκευην ημων, ανεβαινομεν εις Ιερουσαλημ?15 And after those days, being prepared, we went up to Jerusalem.
16 ηλθον δε μεθ' ημων και τινες των μαθητων εκ της Καισαρειας, φεροντες Μνασωνα τινα Κυπριον, παλαιον μαθητην, παρα τω οποιω εμελλομεν να ξενισθωμεν.16 And there went also with us some of the disciples from Caesarea, bringing with them one Mnason a Cyprian, an old disciple, with whom we should lodge.
17 Και αφου ηλθομεν εις Ιεροσολυμα, μετα χαρας εδεχθησαν ημας οι αδελφοι.17 And when we were come to Jerusalem, the brethren received us gladly.
18 Την δε ακολουθον ημεραν υπηγεν ο Παυλος μεθ' ημων προς τον Ιακωβον, και ηλθον παντες οι πρεσβυτεροι.18 And the day following, Paul went in with us unto James; and all the ancients were assembled.
19 Και ασπασθεις αυτους, διηγειτο καθ' εν εκαστον οσα εκαμεν ο Θεος μεταξυ των εθνων δια της διακονιας αυτου.19 Whom when he had saluted, he related particularly what things God had wrought among the Gentiles by his ministry.
20 Εκεινοι δε ακουσαντες εδοξαζον τον Κυριον, και ειπον προς αυτον? Βλεπεις, αδελφε, ποσαι μυριαδες ειναι εκ των Ιουδαιων οιτινες επιστευσαν, και παντες ειναι ζηλωται του νομου.20 But they hearing it, glorified God, and said to him: Thou seest, brother, how many thousands there are among the Jews that have believed: and they are all zealous for the law.
21 Εμαθον δε περι σου οτι διδασκεις παντας τους μεταξυ των εθνων Ιουδαιους να αποστατησωσιν απο του Μωυσεως, λεγων να μη περιτεμνωσι τα τεκνα αυτων μηδε να περιπατωσι κατα τα εθιμα.21 Now they have heard of thee that thou teachest those Jews, who are among the Gentiles, to depart from Moses: saying, that they ought not to circumcise their children, nor walk according to the custom.
22 Τι ειναι λοιπον; μελλει βεβαιως να συναχθη πληθος? διοτι θελουσιν ακουσει οτι ηλθες.22 What is it therefore? the multitude must needs come together: for they will hear that thou art come.
23 Καμε λοιπον τουτο, το οποιον σοι λεγομεν? Ευρισκονται παρ' ημιν τεσσαρες ανδρες, οιτινες εχουσιν ευχην εφ' εαυτων?23 Do therefore this that we say to thee. We have four men, who have a vow on them.
24 παραλαβε τουτους και καθαρισθητι μετ' αυτων και δαπανησον δι' αυτους δια να ξυρισθωσι την κεφαλην, και να γνωρισωσι παντες οτι δεν υπαρχει ουδεν εκ των οσα εμαθον περι σου, αλλ' ακολουθεις και συ φυλαττων τον νομον.24 Take these, and sanctify thyself with them: and bestow on them, that they may shave their heads: and all will know that the things which they have heard of thee, are false; but that thou thyself also walkest keeping the law.
25 Περι δε των εθνων, τα οποια επιστευσαν, ημεις εγραψαμεν, αποφασισαντες να μη φυλαττωσι μηδεν τοιουτον, παρα μονον να απεχωσιν απο του ειδωλοθυτου και του αιματος και πνικτου και πορνειας.25 But as touching the Gentiles that believe, we have written, decreeing that they should only refrain themselves from that which has been offered to idols, and from blood, and from things strangles, and from fornication.
26 Τοτε ο Παυλος παραλαβων τους ανδρας, την ακολουθον ημεραν καθαρισθεις μετ' αυτων εισηλθεν εις το ιερον, διαγγελλων ποτε εκπληρουνται αι ημεραι του καθαρισμου, οτε θελει γεινει προσφορα υπερ ενος εκαστου αυτων.26 Then Paul took the men, and the next day being purified with them, entered into the temple, giving notice of the accomplishment of the days of purification, until an oblation should be offered for every one of them.
27 Ως δε εμελλον αι επτα ημεραι να συντελεσθωσιν, οι απο της Ασιας Ιουδαιοι ιδοντες αυτον εν τω ιερω, εταραξαν παντα τον οχλον και εβαλον τας χειρας επ' αυτον,27 But when the seven days were drawing to an end, those Jews that were of Asia, when they saw him in the temple, stirred up all the people, and laid hands upon him, crying out:
28 κραζοντες? Ανδρες Ισραηλιται, βοηθειτε? ουτος ειναι ο ανθρωπος, οστις διδασκει παντας πανταχου εναντιον του λαου και του νομου και του τοπου τουτου? προς τουτοις δε εισηγαγε και Ελληνας εις το ιερον και εβεβηλωσε τον αγιον τουτον τοπον?28 Men of Israel, help: This is the man that teacheth all men every where against the people, and the law, and this place; and moreover hath brought in Gentiles into the temple, and hath violated this holy place.
29 διοτι ειχον ιδει προλαβοντως Τροφιμον τον Εφεσιον μετ' αυτου εν τη πολει, τον οποιον ενομιζον οτι ο Παυλος εισηγαγεν εις το ιερον.29 (For they had seen Trophimus the Ephesian in the city with him, whom they supposed that Paul had brought into the temple.)
30 Και εκινηθη η πολις ολη και εγεινε συρροη του λαου, και πιασαντες τον Παυλον εσυρον αυτον εξω του ιερου, και ευθυς εκλεισθησαν αι θυραι.30 And the whole city was in an uproar: and the people ran together. And taking Paul, they drew him out of the temple, and immediately the doors were shut.
31 Ενω δε εζητουν να θανατωσωσιν αυτον, ανεβη η φημη εις τον χιλιαρχον του ταγματος, οτι ολη η Ιερουσαλημ ειναι τεταραγμενη?31 And as they went about to kill him, it was told the tribune of the band, That all Jerusalem was in confusion.
32 οστις παραλαβων ευθυς στρατιωτας και εκατονταρχους, εδραμε κατω προς αυτους. Οι δε ιδοντες τον χιλιαρχον και τους στρατιωτας, επαυσαν να τυπτωσι τον Παυλον.32 Who, forthwith taking with him soldiers and centurions, ran down to them. And when they saw the tribune and the soldiers they left off beating Paul.
33 Τοτε πλησιασας ο χιλιαρχος, επιασεν αυτον και προσεταξε να δεθη με δυο αλυσεις, και ηρωτα τις ητο και τι ειχε πραξει.33 Then the tribune coming near, took him, and commanded him to be bound with two chains: and demanded who he was, and what he had done.
34 Και εφωναζον μεταξυ του οχλου αλλοι αλλο τι και αλλοι αλλο? μη δυναμενος δε δια τον θορυβον να μαθη το βεβαιον, προσεταξε να φερθη εις το φρουριον.34 And some cried one thing, some another, among the multitude. And when he could not know the certainty for the tumult, he commanded him to be carried into the castle.
35 Οτε δε εφθασεν εις τας βαθμιδας, συνεβη να βασταζηται υπο των στρατιωτων δια την βιαν του οχλου?35 And when he was come to the stairs, it fell out that he was carried by the soldiers, because of the violence of the people.
36 επειδη το πληθος του λαου ηκολουθει, κραζον? Σηκωσον αυτον.36 For the multitude of the people followed after, crying: Away with him.
37 Ενω δε εμελλεν ο Παυλος να εισαχθη εις το φρουριον, λεγει προς τον χιλιαρχον? Μοι ειναι συγκεχωρημενον να σοι ειπω τι; Ο δε ειπεν? Εξευρεις Ελληνικα;37 And as Paul was about to be brought into the castle, he saith to the tribune: May speak something to thee? Who said: Canst thou speak Greek?
38 δεν εισαι συ ταχα ο Αιγυπτιος, ο προ των ημερων τουτων διεγειρας εις αποστασιαν και εκβαλων εις την ερημον τους τετρακισχιλιους ανδρας φονεις;38 Art not thou that Egyptian who before these days didst raise a tumult, and didst lead forth into the desert four thousand men that were murderers?
39 Και ο Παυλος ειπεν? Εγω ειμαι ανθρωπος Ιουδαιος εκ της Ταρσου, πολιτης επισημου πολεως της Κιλικιας και σε παρακαλω, δος μοι την αδειαν να λαλησω προς τον λαον.39 But Paul said to him: I am a Jew of Tarsus in Cilicia, a citizen of no mean city. And I beseech thee, suffer me to speak to the people.
40 Και αφου εδωκεν εις αυτον την αδειαν, ο Παυλος, σταθεις επι των βαθμιδων, εσεισε την χειρα εις τον λαον? και γενομενης σιωπης μεγαλης, ελαλησεν εις την Εβραικην διαλεκτον, λεγων?40 And when he had given him leave, Paul standing on the stairs, beckoned with his hand to the people. And a great silence being made, he spoke unto them in the Hebrew tongue, saying: