SCRUTATIO

Lunes, 13 Octubre 2025 - Beata Alessandrina Maria da Costa ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Luca - Luke 7


font
GREEK BIBLEБіблія
1 Αφου δε ετελειωσε παντας τους λογους αυτου εις τας ακοας του λαου, εισηλθεν εις Καπερναουμ.1 Коли Ісус скінчив усі слова свої до народу, який слухав його, ввійшов у Капернаум.
2 Εκατονταρχου δε τινος δουλος, οστις ητο πολυτιμος εις αυτον, κακως εχων εμελλε να αποθανη.2 А був там в одного сотника слуга хворий, що мав умирати; він був дорогий для нього.
3 Και ακουσας περι του Ιησου, απεστειλε προς αυτον πρεσβυτερους των Ιουδαιων, παρακαλων αυτον να ελθη να διασωση τον δουλον αυτου.3 Почувши про Ісуса, він послав до нього старших юдейських, благаючи його, щоб прийшов і вирятував слугу його.
4 Οι δε ελθοντες προς τον Ιησουν, παρεκαλουν αυτον επιμονως, λεγοντες οτι ειναι αξιος εκεινος, εις τον οποιον θελεις καμει τουτο?4 Прийшли ті до Ісуса й почали наполегливо його просити, кажучи «Він достойний, щоб ти йому зробив це
5 διοτι αγαπα το εθνος υμων, και την συναγωγην αυτος ωκοδομησεν εις ημας.5 любить бо народ наш і збудував нам синагогу.»
6 Ο δε Ιησους επορευετο μετ' αυτων. Ενω δε απειχεν ηδη ου μακραν απο της οικιας, επεμψε προς αυτον ο εκατονταρχος φιλους, λεγων προς αυτον? Κυριε, μη ενοχλεισαι? διοτι δεν ειμαι αξιος να εισελθης υπο την στεγην μου?6 І пішов Ісус з ними. Та як він уже недалеко був від дому, сотник вислав друзів, щоб йому сказати «Господи, не трудися, бо я недостойний, щоб ти зайшов під мою крівлю.
7 οθεν ουδε εμαυτον εκρινα αξιον να ελθω προς σε? αλλα ειπε λογον, και θελει ιατρευθη ο δουλος μου.7 Тому я й не насмілився іти до тебе; але скажи лиш слово, й одужає слуга мій.
8 Διοτι και εγω ειμαι ανθρωπος υποκειμενος εις εξουσιαν, εχων υπ' εμαυτον στρατιωτας, και λεγω προς τουτον, Υπαγε, και υπαγει; και προς αλλον, Ερχου, και ερχεται, και προς τον δουλον μου, Καμε τουτο, και καμνει.8 Бо й я чоловік, що стою під владою, маю вояків під собою і кажу одному Іди, і той іде; а іншому Ходи сюди, і той приходить; і слузі моєму Зроби це, і той робить.»
9 Ακουσας δε ταυτα ο Ιησους εθαυμασεν αυτον, και στραφεις προς τον οχλον τον ακολουθουντα αυτον, ειπε? Σας λεγω, Ουδε εν τω Ισραηλ ευρον τοσαυτην πιστιν.9 Почувши це Ісус, здивувався ним, і, обернувшись, сказав до народу, що йшов за ним «Кажу вам, що навіть в Ізраїлі я не знайшов такої віри.»
10 Και υποστρεψαντες οι απεσταλμενοι εις τον οικον, ευρον τον ασθενη δουλον υγιαινοντα.10 І коли послані повернулися додому, знайшли слугу здоровим.
11 Την δε ακολουθον ημεραν επορευετο ο Ιησους εις πολιν ονομαζομενην Ναιν? και συνεπορευοντο μετ' αυτου ικανοι εκ των μαθητων αυτου και οχλος πολυς.11 Потім пішов у місто, що зветься Наїн, а з ним ішли його учні й сила народу.
12 Ως δε επλησιασεν εις την πυλην της πολεως, ιδου, εφερετο εξω νεκρος υιος μονογενης της μητρος αυτου, και αυτη ητο χηρα, και οχλος πολυς της πολεως ητο μετ' αυτης.12 Коли ж вони наблизились до міської брами, якраз виносили мертвого сина, єдиного в матері своєї, що була вдовою; і було з нею досить людей з міста.
13 Και ιδων αυτην ο Κυριος, εσπλαγχνισθη δι' αυτην και ειπε προς αυτην? Μη κλαιε?13 Побачивши її, Господь зглянувся над нею і сказав до неї «Не плач.»
14 και πλησιασας ηγγισε το νεκροκραββατον, οι δε βασταζοντες εσταθησαν, και ειπε? Νεανισκε, προς σε λεγω, σηκωθητι.14 І приступивши, доторкнувсь до мар, і ті, що несли, зупинились. Тоді Ісус сказав «Юначе, кажу тобі, встань!»
15 Και ανεκαθησεν ο νεκρος και ηρχισε να λαλη, και εδωκεν αυτον εις την μητερα αυτου.15 І мертвий підвівся і почав говорити. І він віддав його матері.
16 Κατελαβε δε απαντας φοβος και εδοξαζον τον Θεον, λεγοντες οτι προφητης μεγας ηγερθη εν ημιν, και οτι επεσκεφθη ο Θεος τον λαον αυτου.16 Страх огорнув усіх, і вони прославляли Бога та й говорили «Великий пророк устав між нами», і «Бог навідався до народу свого.»
17 Και εξηλθεν ο λογος ουτος περι αυτου εν ολη τη Ιουδαια και εν πασι τοις περιχωροις.17 Чутка про Ісуса розійшлася по всій Юдеї і по всій країні.
18 Και απηγγειλαν προς τον Ιωαννην οι μαθηται αυτου περι παντων τουτων.18 Учні Йоана сповістили його про це все. Тоді Йоан покликав двох із своїх учнів
19 Και προσκαλεσας ο Ιωαννης δυο τινας των μαθητων αυτου, επεμψε προς τον Ιησουν, λεγων? Συ εισαι ο ερχομενος, η αλλον προσδοκωμεν;19 і послав їх до Господа сказати «Ти той, що має прийти, чи іншого нам ждати»
20 Και ελθοντες προς αυτον οι ανθρωποι, ειπον? Ιωαννης ο Βαπτιστης απεστειλεν ημας προς σε, λεγων? Συ εισαι ο ερχομενος, η αλλον προσδοκωμεν;20 Прийшовши ті мужі до нього, кажуть «Йоан Христитель послав нас до тебе спитати Ти той, що має прийти, чи іншого нам ждати»
21 Εν αυτη δε τη ωρα εθεραπευσε πολλους απο νοσων και μαστιγων και πνευματων πονηρων, και εις τυφλους πολλους εχαρισε το βλεπειν.21 Саме того часу Ісус оздоровив багатьох від недуг, немочей та від злих духів і багатьом сліпим дарував прозріння.
22 Και αποκριθεις ο Ιησους, ειπε προς αυτους? Υπαγετε και απαγγειλατε προς τον Ιωαννην οσα ειδετε και ηκουσατε? οτι τυφλοι αναβλεπουσι, χωλοι περιπατουσι, λεπροι καθαριζονται, κωφοι ακουουσι, νεκροι εγειρονται, πτωχοι ευαγγελιζονται?22 У відповідь Ісус сказав їм «Ідіть, повідомте Йоана, що ви бачили й що чули сліпі прозрівають, криві ходять, прокажені очищуються, глухі чують, мертві воскресають, бідним звіщається Добра Новина;
23 και μακαριος ειναι οστις δεν σκανδαλισθη εν εμοι.23 і блаженний той, хто не спотикнеться через мене.»
24 Αφου δε ανεχωρησαν οι απεσταλμενοι του Ιωαννου, ηρχισε να λεγη προς τους οχλους περι του Ιωαννου? Τι εξηλθετε εις την ερημον να ιδητε; καλαμον υπο ανεμου σαλευομενον;24 А коли Йоанові посланці відійшли, Ісус почав говорити до народу про Йоана: «На що ви вийшли дивитися в пустиню? На тростину, що її колише вітер?
25 Αλλα τι εξηλθετε να ιδητε; ανθρωπον ενδεδυμενον μαλακα ιματια; ιδου, οι λαμπρως ενδεδυμενοι και τρυφωντες ευρισκονται εν τοις βασιλικοις παλατιοις.25 На що ж вийшли ви глядіти? На чоловіка, одягненого в м’які шати? Таж ті, що в пишних шатах і в розкошах, сидять у царських палацах.
26 Αλλα τι εξηλθετε να ιδητε; προφητην; Ναι, σας λεγω, και περισσοτερον προφητου.26 На що ж тоді ви вийшли подивитись? На пророка? Так, кажу вам, і навіть більше, ніж пророка.
27 Ουτος ειναι, περι του οποιου ειναι γεγραμμενον, Ιδου, εγω αποστελλω τον αγγελον μου προ προσωπου σου, Οστις θελει κατασκευασει την οδον σου εμπροσθεν σου.27 Це той, про кого написано: Ось я посилаю посланця мого перед твоїм обличчям, що приготує путь твою перед тобою.
28 Διοτι σας λεγω, μεταξυ των γεννηθεντων εκ γυναικων ουδεις προφητης ειναι μεγαλητερος Ιωαννου του βαπτιστου? πλην ο μικροτερος εν τη βασιλεια του Θεου ειναι μεγαλητερος αυτου.28 Кажу вам: Між народженими з жінок нема нікого більшого понад Йоана; а найменший у Царстві Божім — більший від нього.»
29 Και πας ο λαος ακουσας και οι τελωναι εδικαιωσαν τον Θεον, βαπτισθεντες το βαπτισμα του Ιωαννου.29 І ввесь народ, що його слухав, навіть і митарі, визнали справедливість Божу й христилися хрищенням Йоана.
30 Οι δε Φαρισαιοι και οι νομικοι ηθετησαν εις εαυτους την βουλην του Θεου, μη βαπτισθεντες υπ' αυτου.30 А фарисеї та законники відкинули Божий про них намір і не христились від нього.
31 Και ειπεν ο Κυριος? Με τι λοιπον να ομοιωσω τους ανθρωπους της γενεας ταυτης; και με τι ειναι ομοιοι;31 «До кого, отже, мені порівняти людей оцього роду? До кого ж вони подібні?
32 Ειναι ομοιοι με παιδια καθημενα εν τη αγορα και φωναζοντα προς αλληλα και λεγοντα? Αυλον σας επαιξαμεν, και δεν εχορευσατε? σας εθρηνωδησαμεν, και δεν εκλαυσατε.32 Вони подібні до дітваків, що на майдані сидять і одні до одних кличуть та промовляють: Ми грали вам на сопілці, та ви не танцювали! Ми вам співали жалобної, та ви не плакали!
33 Διοτι ηλθεν Ιωαννης ο Βαπτιστης μητε αρτον τρωγων μητε οινον πινων, και λεγετε? Δαιμονιον εχει.33 Прийшов бо Йоан Христитель, що не їсть хліба і не п’є вина, а ви кажете Він біса має!
34 Ηλθεν ο Υιος του ανθρωπου τρωγων και πινων, και λεγετε? Ιδου ανθρωπος φαγος και οινοποτης, φιλος τελωνων και αμαρτωλων.34 Прийшов Син Чоловічий, що їсть і п’є, а ви кажете Це ненажера і п’яниця, приятель митарів та грішників.
35 Και εδικαιωθη η σοφια απο παντων των τεκνων αυτης.35 І всі діти мудрости виправдали її.»
36 Παρεκαλει δε αυτον εις εκ των Φαρισαιων να φαγη μετ' αυτου? και εισελθων εις την οικιαν του Φαρισαιου, εκαθησεν εις την τραπεζαν.36 Просив його хтось із фарисеїв, щоб їв з ним. І ввійшов Ісус до фарисея в хату й сів за столом.
37 Και ιδου, γυνη τις εν τη πολει, ητις ητο αμαρτωλη, μαθουσα οτι καθηται εις την τραπεζαν εν τη οικια του Φαρισαιου, εφερεν αλαβαστρον μυρου37 Аж тут жінка, що була грішниця у місті, довідавшись, що він був за столом у хаті фарисея, принесла алябастрову, повну пахощів, плящинку
38 και σταθεισα πλησιον των ποδων αυτου οπισω κλαιουσα, ηρχισε να βρεχη τους ποδας αυτου με τα δακρυα και εσπογγιζε με τας τριχας της κεφαλης αυτης και κατεφιλει τους ποδας αυτου και ηλειφε με το μυρον.38 і ставши, вся у сльозах, коло ніг Ісуса ззаду, почала обмивати слізьми йому ноги, потім волоссям своєї голови обтирати, та й цілувати ноги й мастити пахощами.
39 Ιδων δε ο Φαρισαιος ο καλεσας αυτον, ειπε καθ' εαυτον λεγων? Ουτος, εαν ητο προφητης, ηθελε γνωριζει τις και οποια ειναι η γυνη, ητις εγγιζει αυτον, οτι ειναι αμαρτωλη.39 Побачивши те фарисей, що покликав його, міркував собі, кажучи Якби це був пророк, він знав би, хто й яка це жінка, що доторкається його це ж грішниця!
40 Και αποκριθεις ο Ιησους, ειπε προς αυτον? Σιμων, εχω να σοι ειπω τι. Ο δε λεγει? Διδασκαλε, ειπε.40 Тоді Ісус заговорив до нього «Симоне, маю тобі щось сказати.» Той відповів «Кажи, Учителю».
41 Ειχε τις δανειστας δυο χρεωφειλετας? ο εις εχρεωστει δηναρια πεντακοσια, ο δε αλλος πεντηκοντα.41 «Два довжники були в одного позикодавця; один був винен п’ятсот динаріїв, а другий п’ятдесят.
42 Και επειδη δεν ειχον να αποδωσωσιν, εχαρισεν αυτα εις αμφοτερους. Τις λοιπον εξ αυτων, ειπε, θελει αγαπησει αυτον περισσοτερον;42 А що вони не мали звідки віддати, обидвом він простив. Котрий, отже, з них більше буде його любити»
43 Αποκριθεις δε ο Σιμων, ειπε? Νομιζω οτι εκεινος, εις τον οποιον εχαρισε το περισσοτερον. Ο δε ειπε προς αυτον? Ορθως εκρινας.43 Озвався Симон і каже «Гадаю, той, якому подарував більше.» Ісус сказав до нього «Ти судив добре.»
44 Και στραφεις προς την γυναικα, ειπε προς τον Σιμωνα? Βλεπεις ταυτην την γυναικα; Εισηλθον εις την οικιαν σου, υδωρ δια τους ποδας μου δεν εδωκας? αυτη δε με τα δακρυα εβρεξε τους ποδας μου και με τας τριχας της κεφαλης αυτης εσπογγισε.44 І, обернувшися до жінки, промовив до Симона «Ти бачиш оцю жінку Прибув я у твій дім, і ти не дав води мені на ноги. Вона ж слізьми обмила мені ноги й витерла своїм волоссям.
45 Φιλημα δεν μοι εδωκας? αυτη δε, αφ' ης εισηλθον, δεν επαυσε καταφιλουσα τους ποδας μου.45 Поцілунку ти мені не дав; вона ж, відколи я ввійшов, не перестала цілувати мені ноги.
46 Με ελαιον την κεφαλην μου δεν ηλειψας? αυτη δε με μυρον ηλειψε τους ποδας μου.46 Оливою не намастив ти голови моєї; вона ж миром пахучим намастила мені ноги.
47 Δια τουτο σοι λεγω, συγκεχωρημεναι ειναι αι αμαρτιαι αυτης αι πολλαι, διοτι ηγαπησε πολυ? εις οντινα δε συγχωρειται ολιγον, ολιγον αγαπα.47 Тому кажу тобі, прощаються її гріхи численні, бо багато полюбила. Кому ж мало прощається, той мало любить.»
48 Και ειπε προς αυτην? Συγκεχωρημεναι ειναι αι αμαρτιαι σου.48 Потім сказав до жінки «Прощаються тобі гріхи.»
49 Και ηρχισαν οι συγκαθημενοι εις την τραπεζαν να λεγωσι καθ' εαυτους? Τις ειναι ουτος, οστις και αμαρτιας συγχωρει;49 І почали ті, що з ним за столом сиділи, говорити між собою «Хто це такий, що й гріхи відпускає
50 Ειπε δε προς την γυναικα? Η πιστις σου σε εσωσεν? υπαγε εις ειρηνην.50 До жінки ж він промовив «Віра твоя спасла тебе; іди в мирі.»