Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Luca - Luke 1


font
GREEK BIBLEVULGATA
1 Επειδη πολλοι επεχειρησαν να συνταξωσι διηγησιν περι των μετα πληροφοριας βεβαιωμενων εις ημας πραγματων,1 Quoniam quidem multi conati sunt ordinare narrationem, quæ in nobis completæ sunt, rerum :
2 καθως παρεδοσαν εις ημας οι απ' αρχης γενομενοι αυτοπται και υπηρεται του λογου,2 sicut tradiderunt nobis, qui ab initio ipsi viderunt, et ministri fuerunt sermonis :
3 εφανη και εις εμε ευλογον, οστις διηρευνησα παντα εξ αρχης ακριβως, να σοι γραψω κατα σειραν περι τουτων, κρατιστε Θεοφιλε,3 visum est et mihi, assecuto omnia a principio diligenter, ex ordine tibi scribere, optime Theophile,
4 δια να γνωρισης την βεβαιοτητα των πραγματων, περι των οποιων κατηχηθης.4 ut cognoscas eorum verborum, de quibus eruditus es, veritatem.
5 Υπηρξεν επι των ημερων Ηρωδου, του βασιλεως της Ιουδαιας, ιερευς τις το ονομα Ζαχαριας εκ της εφημεριας Αβια, και η γυνη αυτου ητο εκ των θυγατερων του Ααρων, και το ονομα αυτης Ελισαβετ.5 Fuit in diebus Herodis, regis Judææ, sacerdos quidam nomine Zacharias de vice Abia, et uxor illius de filiabus Aaron, et nomen ejus Elisabeth.
6 Ησαν δε αμφοτεροι δικαιοι ενωπιον του Θεου, περιπατουντες εν πασαις ταις εντολαις και τοις δικαιωμασι του Κυριου αμεμπτοι.6 Erant autem justi ambo ante Deum, incedentes in omnibus mandatis et justificationibus Domini sine querela.
7 Και δεν ειχον τεκνον, καθοτι η Ελισαβετ ητο στειρα, και αμφοτεροι ησαν προβεβηκοτες εις την ηλικιαν αυτων.7 Et non erat illis filius, eo quod esset Elisabeth sterilis, et ambo processissent in diebus suis.
8 Ενω δε ιερατευεν αυτος εν τη ταξει της εφημεριας αυτου ενωπιον του Θεου,8 Factum est autem, cum sacerdotio fungeretur in ordine vicis suæ ante Deum,
9 κατα το εθος της ιερατειας επεσεν εις αυτον ο κληρος να θυμιαση εισελθων εις τον ναον του Κυριου?9 secundum consuetudinem sacerdotii, sorte exiit ut incensum poneret, ingressus in templum Domini :
10 και παν το πληθος του λαου προσηυχετο εξω εν τη ωρα του θυμιαματος.10 et omnis multitudo populi erat orans foris hora incensi.
11 Εφανη δε εις αυτον αγγελος Κυριου, ισταμενος εκ δεξιων του θυσιαστηριου του θυμιαματος?11 Apparuit autem illi angelus Domini, stans a dextris altaris incensi.
12 και ο Ζαχαριας ιδων εταραχθη, και φοβος επεπεσεν επ' αυτον.12 Et Zacharias turbatus est videns, et timor irruit super eum.
13 Ειπε δε προς αυτον ο αγγελος? Μη φοβου, Ζαχαρια? διοτι εισηκουσθη η δεησις σου, και η γυνη σου Ελισαβετ θελει γεννησει υιον εις σε, και θελεις καλεσει το ονομα αυτου Ιωαννην.13 Ait autem ad illum angelus : Ne timeas, Zacharia, quoniam exaudita est deprecatio tua : et uxor tua Elisabeth pariet tibi filium, et vocabis nomen ejus Joannem :
14 και θελει εισθαι εις σε χαρα και αγαλλιασις, και πολλοι θελουσι χαρη δια την γεννησιν αυτου.14 et erit gaudium tibi, et exsultatio, et multi in nativitate ejus gaudebunt :
15 Διοτι θελει εισθαι μεγας ενωπιον του Κυριου, και οινον και σικερα δεν θελει πιει, και θελει πληρωθη Πνευματος Αγιου ετι εκ κοιλιας της μητρος αυτου,15 erit enim magnus coram Domino : et vinum et siceram non bibet, et Spiritu Sancto replebitur adhuc ex utero matris suæ :
16 και πολλους των υιων Ισραηλ θελει επιστρεψει εις Κυριον τον Θεον αυτων.16 et multos filiorum Israël convertet ad Dominum Deum ipsorum :
17 Και αυτος θελει ελθει προ προσωπου αυτου εν πνευματι και δυναμει Ηλιου, δια να επιστρεψη τας καρδιας των πατερων εις τα τεκνα και τους απειθεις εις την φρονησιν των δικαιων, δια να ετοιμαση εις τον Κυριον λαον προδιατεθειμενον.17 et ipse præcedet ante illum in spiritu et virtute Eliæ : ut convertat corda patrum in filios, et incredulos ad prudentiam justorum, parare Domino plebem perfectam.
18 Και ειπεν ο Ζαχαριας προς τον αγγελον? Πως θελω γνωρισει τουτο; διοτι εγω ειμαι γερων, και η γυνη μου προβεβηκυια εις την ηλικιαν αυτης.18 Et dixit Zacharias ad angelum : Unde hoc sciam ? ego enim sum senex, et uxor mea processit in diebus suis.
19 Και αποκριθεις ο αγγελος, ειπε προς αυτον? Εγω ειμαι Γαβριηλ ο παρισταμενος ενωπιον του Θεου, και απεσταλην δια να λαλησω προς σε και να σε ευαγγελισω ταυτα.19 Et respondens angelus dixit ei : Ego sum Gabriel, qui asto ante Deum : et missus sum loqui ad te, et hæc tibi evangelizare.
20 Και ιδου, θελεις εισθαι σιωπων και μη δυναμενος να λαλησης εως της ημερας, καθ' ην θελουσι γεινει ταυτα, διοτι δεν επιστευσας εις τους λογους μου, οιτινες θελουσιν εκπληρωθη εις τον καιρον αυτων.20 Et ecce eris tacens, et non poteris loqui usque in diem quo hæc fiant, pro eo quod non credidisti verbis meis, quæ implebuntur in tempore suo.
21 Και ο λαος περιεμενε τον Ζαχαριαν, και εθαυμαζον οτι εβραδυνεν εν τω ναω.21 Et erat plebs exspectans Zachariam : et mirabantur quod tardaret ipse in templo.
22 Οτε δε εξηλθε, δεν ηδυνατο να λαληση προς αυτους? και ενοησαν οτι οπτασιαν ειδεν εν τω ναω? και αυτος εκαμνεν εις αυτους νευματα και διεμενε κωφος.22 Egressus autem non poterat loqui ad illos, et cognoverunt quod visionem vidisset in templo. Et ipse erat innuens illis, et permansit mutus.
23 Και αφου ετελειωσαν αι ημεραι της λειτουργιας αυτου, απηλθεν εις τον οικον αυτου.23 Et factum est, ut impleti sunt dies officii ejus, abiit in domum suam :
24 Μετα δε ταυτας τας ημερας συνελαβεν Ελισαβετ η γυνη αυτου, και εκρυπτεν εαυτην πεντε μηνας, λεγουσα24 post hos autem dies concepit Elisabeth uxor ejus, et occultabat se mensibus quinque, dicens :
25 οτι ουτως εκαμεν εις εμε ο Κυριος εν ταις ημεραις, καθ' ας επεβλεψε να αφαιρεση το ονειδος μου μεταξυ των ανθρωπων.25 Quia sic fecit mihi Dominus in diebus, quibus respexit auferre opprobrium meum inter homines.
26 Εν δε τω μηνι τω εκτω απεσταλη ο αγγελος Γαβριηλ υπο του Θεου εις πολιν της Γαλιλαιας ονομαζομενην Ναζαρετ,26 In mense autem sexto, missus est angelus Gabriel a Deo in civitatem Galilææ, cui nomen Nazareth,
27 προς παρθενον ηρραβωνισμενην με ανδρα ονομαζομενον Ιωσηφ, εξ οικου Δαβιδ, και το ονομα της παρθενου Μαριαμ.27 ad virginem desponsatam viro, cui nomen erat Joseph, de domo David : et nomen virginis Maria.
28 Και εισελθων ο αγγελος προς αυτην, ειπε? Χαιρε, κεχαριτωμενη? ο Κυριος μετα σου? ευλογημενη συ εν γυναιξιν.28 Et ingressus angelus ad eam dixit : Ave gratia plena : Dominus tecum : benedicta tu in mulieribus.
29 Εκεινη δε ιδουσα διεταραχθη δια τον λογον αυτου, και διελογιζετο οποιος ταχα ητο ο ασπασμος ουτος.29 Quæ cum audisset, turbata est in sermone ejus, et cogitabat qualis esset ista salutatio.
30 Και ειπεν ο αγγελος προς αυτην? Μη φοβου, Μαριαμ? διοτι ευρες χαριν παρα τω Θεω.30 Et ait angelus ei : Ne timeas, Maria : invenisti enim gratiam apud Deum.
31 Και ιδου, θελεις συλλαβει εν γαστρι και θελεις γεννησει υιον και θελεις καλεσει το ονομα αυτου Ιησουν.31 Ecce concipies in utero, et paries filium, et vocabis nomen ejus Jesum :
32 Ουτος θελει εισθαι μεγας και Υιος Υψιστου θελει ονομασθη, και θελει δωσει εις αυτον Κυριος ο Θεος τον θρονον Δαβιδ του πατρος αυτου,32 hic erit magnus, et Filius Altissimi vocabitur, et dabit illi Dominus Deus sedem David patris ejus : et regnabit in domo Jacob in æternum,
33 και θελει βασιλευσει επι τον οικον του Ιακωβ εις τους αιωνας, και της βασιλειας αυτου δεν θελει εισθαι τελος.33 et regni ejus non erit finis.
34 Ειπε δε η Μαριαμ προς τον αγγελον. Πως θελει εισθαι τουτο, επειδη ανδρα δεν γνωριζω;34 Dixit autem Maria ad angelum : Quomodo fiet istud, quoniam virum non cognosco ?
35 Και αποκριθεις ο αγγελος ειπε προς αυτην? Πνευμα Αγιον θελει επελθει επι σε, και δυναμις του Υψιστου θελει σε επισκιασει? δια τουτο και το γεννωμενον εκ σου αγιον θελει ονομασθη Υιος Θεου.35 Et respondens angelus dixit ei : Spiritus Sanctus superveniet in te, et virtus Altissimi obumbrabit tibi. Ideoque et quod nascetur ex te sanctum, vocabitur Filius Dei.
36 και ιδου, Ελισαβετ η συγγενης σου και αυτη συνελαβεν υιον εις το γηρας αυτης, και ουτος ειναι μην εκτος εις αυτην την καλουμενην στειραν?36 Et ecce Elisabeth cognata tua, et ipsa concepit filium in senectute sua : et hic mensis sextus est illi, quæ vocatur sterilis :
37 διοτι ουδεν πραγμα θελει εισθαι αδυνατον παρα τω Θεω.37 quia non erit impossibile apud Deum omne verbum.
38 Ειπε δε η Μαριαμ? Ιδου, η δουλη του Κυριου? γενοιτο εις εμε κατα τον λογον σου. Και ανεχωρησεν απ' αυτης ο αγγελος.38 Dixit autem Maria : Ecce ancilla Domini : fiat mihi secundum verbum tuum. Et discessit ab illa angelus.
39 Σηκωθεισα δε η Μαριαμ εν ταις ημεραις ταυταις, υπηγε μετα σπουδης εις την ορεινην εις πολιν Ιουδα,39 Exsurgens autem Maria in diebus illis, abiit in montana cum festinatione, in civitatem Juda :
40 και εισηλθεν εις τον οικον Ζαχαριου και ησπασθη την Ελισαβετ.40 et intravit in domum Zachariæ, et salutavit Elisabeth.
41 Και ως ηκουσεν η Ελισαβετ τον ασπασμον της Μαριας, εσκιρτησε το βρεφος εν τη κοιλια αυτης? και επλησθη Πνευματος Αγιου η Ελισαβετ41 Et factum est, ut audivit salutationem Mariæ Elisabeth, exsultavit infans in utero ejus : et repleta est Spiritu Sancto Elisabeth :
42 και ανεφωνησε μετα φωνης μεγαλης και ειπεν? Ευλογημενη συ εν γυναιξι και ευλογημενος ο καρπος της κοιλιας σου.42 et exclamavit voce magna, et dixit : Benedicta tu inter mulieres, et benedictus fructus ventris tui.
43 Και ποθεν μοι τουτο, να ελθη η μητηρ του Κυριου μου προς με;43 Et unde hoc mihi, ut veniat mater Domini mei ad me ?
44 Διοτι ιδου, καθως ηλθεν η φωνη του ασπασμου σου εις τα ωτα μου, εσκιρτησεν εν αγαλλιασει το βρεφος εν τη κοιλια μου.44 Ecce enim ut facta est vox salutationis tuæ in auribus meis, exsultavit in gaudio infans in utero meo.
45 Και μακαρια η πιστευσασα, διοτι θελει γεινει εκπληρωσις των λαληθεντων προς αυτην παρα Κυριου.45 Et beata, quæ credidisti, quoniam perficientur ea, quæ dicta sunt tibi a Domino.
46 Και ειπεν η Μαριαμ? Μεγαλυνει η ψυχη μου τον Κυριον46 Et ait Maria : Magnificat anima mea Dominum :
47 και ηγαλλιασε το πνευμα μου εις τον Θεον τον Σωτηρα μου,47 et exsultavit spiritus meus in Deo salutari meo.
48 διοτι επεβλεψεν επι την ταπεινωσιν της δουλης αυτου. Επειδη ιδου, απο του νυν θελουσι με μακαριζει πασαι αι γενεαι?48 Quia respexit humilitatem ancillæ suæ :
ecce enim ex hoc beatam me dicent omnes generationes,
49 διοτι εκαμεν εις εμε μεγαλεια ο δυνατος και αγιον το ονομα αυτου,49 quia fecit mihi magna qui potens est :
et sanctum nomen ejus,
50 και το ελεος αυτου εις γενεας γενεων επι τους φοβουμενους αυτον.50 et misericordia ejus a progenie in progenies
timentibus eum.
51 Ενηργησε κραταιως δια του βραχιονος αυτου? διεσκορπισε τους υπερηφανους κατα τα διανοηματα της καρδιας αυτων.51 Fecit potentiam in brachio suo :
dispersit superbos mente cordis sui.
52 Εκρημνισε δυναστας απο θρονων και υψωσε ταπεινους,52 Deposuit potentes de sede,
et exaltavit humiles.
53 πεινωντας ενεπλησεν απο αγαθα και πλουτουντας εξαπεστειλε κενους.53 Esurientes implevit bonis :
et divites dimisit inanes.
54 Εβοηθησεν Ισραηλ τον δουλον αυτου, ενθυμηθεις το ελεος αυτου,54 Suscepit Israël puerum suum,
recordatus misericordiæ suæ :
55 Καθως ελαλησε προς τους πατερας ημων, προς τον Αβρααμ και προς το σπερμα αυτου εις τον αιωνα.55 sicut locutus est ad patres nostros,
Abraham et semini ejus in sæcula.
56 Εμεινε δε η Μαριαμ μετ' αυτης ως τρεις μηνας και υπεστρεψεν εις τον οικον αυτης.56 Mansit autem Maria cum illa quasi mensibus tribus : et reversa est in domum suam.
57 Εις δε την Ελισαβετ συνεπληρωθη ο καιρος του να γεννηση, και εγεννησεν υιον.57 Elisabeth autem impletum est tempus pariendi, et peperit filium.
58 Και ηκουσαν οι γειτονες και οι συγγενεις αυτης οτι εμεγαλυνεν ο Κυριος το ελεος αυτου προς αυτην, και συνεχαιρον αυτην.58 Et audierunt vicini et cognati ejus quia magnificavit Dominus misericordiam suam cum illa, et congratulabantur ei.
59 Και εν τη ογδοη ημερα, ηλθον δια να περιτεμωσι το παιδιον, και ωνομαζον αυτο κατα το ονομα του πατρος αυτου Ζαχαριαν.59 Et factum est in die octavo, venerunt circumcidere puerum, et vocabant eum nomine patris sui Zachariam.
60 Και αποκριθεισα η μητηρ αυτου, ειπεν? Ουχι, αλλ ' Ιωαννης θελει ονομασθη.60 Et respondens mater ejus, dixit : Nequaquam, sed vocabitur Joannes.
61 Και ειπον προς αυτην οτι ουδεις υπαρχει εν τη συγγενεια σου, οστις καλειται με το ονομα τουτο.61 Et dixerunt ad illam : Quia nemo est in cognatione tua, qui vocetur hoc nomine.
62 Ηρωτων δε δια νευματων τον πατερα αυτου τι ονομα ηθελε να δοθη εις αυτο.62 Innuebant autem patri ejus, quem vellet vocari eum.
63 Και ζητησας πινακιδιον εγραψε, λεγων? Ιωαννης ειναι το ονομα αυτου? και εθαυμασαν παντες.63 Et postulans pugillarem scripsit, dicens : Joannes est nomen ejus. Et mirati sunt universi.
64 Ηνοιχθη δε το στομα αυτου παραυτα και η γλωσσα αυτου, και ελαλει ευλογων τον Θεον.64 Apertum est autem illico os ejus, et lingua ejus, et loquebatur benedicens Deum.
65 Και επεσε φοβος επι παντας τους γειτονας αυτων, και καθ' ολην την ορεινην της Ιουδαιας διελαλουντο παντα τα πραγματα ταυτα,65 Et factus est timor super omnes vicinos eorum : et super omnia montana Judææ divulgabantur omnia verba hæc :
66 και παντες οι ακουσαντες εβαλον αυτα εν τη καρδια αυτων, λεγοντες? Τι αρα θελει εισθαι το παιδιον τουτο; και χειρ Κυριου ητο μετ' αυτου.66 et posuerunt omnes qui audierant in corde suo, dicentes : Quis, putas, puer iste erit ? etenim manus Domini erat cum illo.
67 Και Ζαχαριας ο πατηρ αυτου επλησθη Πνευματος Αγιου και προεφητευσε, λεγων?67 Et Zacharias pater ejus repletus est Spiritu Sancto : et prophetavit, dicens :
68 Ευλογητος Κυριος ο Θεος του Ισραηλ, διοτι επεσκεφθη και εκαμε λυτρωσιν εις τον λαον αυτου,68 Benedictus Dominus Deus Israël,
quia visitavit, et fecit redemptionem plebis suæ :
69 και ανηγειρεν εις ημας κερας σωτηριας εν τω οικω Δαβιδ του δουλου αυτου,69 et erexit cornu salutis nobis
in domo David pueri sui,
70 καθως ελαλησε δια στοματος των αγιων, των απ' αιωνος προφητων αυτου,70 sicut locutus est per os sanctorum,
qui a sæculo sunt, prophetarum ejus :
71 σωτηριαν εκ των εχθρων ημων και εκ της χειρος παντων των μισουντων ημας,71 salutem ex inimicis nostris,
et de manu omnium qui oderunt nos :
72 δια να εκπληρωση το ελεος αυτου προς τους πατερας ημων και να ενθυμηθη την αγιαν διαθηκην αυτου,72 ad faciendam misericordiam cum patribus nostris :
et memorari testamenti sui sancti :
73 τον ορκον, τον οποιον ωμοσε προς Αβρααμ τον πατερα ημων, οτι θελει δωσει εις ημας73 jusjurandum, quod juravit ad Abraham patrem nostrum,
daturum se nobis
74 να ελευθερωθωμεν εκ της χειρος των εχθρων ημων και να λατρευωμεν αυτον αφοβως74 ut sine timore, de manu inimicorum nostrorum liberati,
serviamus illi
75 εν οσιοτητι και δικαιοσυνη ενωπιον αυτου πασας τας ημερας της ζωης ημων.75 in sanctitate et justitia coram ipso,
omnibus diebus nostris.
76 Και συ, παιδιον, προφητης του Υψιστου θελεις ονομασθη. Διοτι θελεις προπορευθη προ προσωπου του Κυριου εις το να ετοιμασης τας οδους αυτου,76 Et tu puer, propheta Altissimi vocaberis :
præibis enim ante faciem Domini parare vias ejus,
77 εις το να δωσης γνωσιν σωτηριας εις τον λαον αυτου δια της αφεσεως των αμαρτιων αυτων77 ad dandam scientiam salutis plebi ejus
in remissionem peccatorum eorum
78 δια σπλαγχνα ελεους του Θεου ημων με τα οποια επεσκεφθη ημας ανατολη εξ υψους,78 per viscera misericordiæ Dei nostri,
in quibus visitavit nos, oriens ex alto :
79 δια να φωτιση τους καθημενους εν σκοτει και σκια θανατου, ωστε να κατευθυνη τους ποδας ημων εις οδον ειρηνης.79 illuminare his qui in tenebris et in umbra mortis sedent :
ad dirigendos pedes nostros in viam pacis.
80 Το δε παιδιον ηυξανε και εδυναμουτο κατα το πνευμα, και ητο εν ταις ερημοις εως της ημερας καθ' ην εμελλε να αναδειχθη προς τον Ισραηλ.80 Puer autem crescebat, et confortabatur spiritu : et erat in desertis usque in diem ostensionis suæ ad Israël.