Vangelo secondo Marco - Mark 4
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
GREEK BIBLE | BIBBIA CEI 2008 |
---|---|
1 Και παλιν ηρχισε να διδασκη πλησιον της θαλασσης? και συνηχθη προς αυτον οχλος πολυς, ωστε εισελθων εις το πλοιον εκαθητο εις την θαλασσαν? και πας ο οχλος ητο επι της γης πλησιον της θαλασσης. | 1 Cominciò di nuovo a insegnare lungo il mare. Si riunì attorno a lui una folla enorme, tanto che egli, salito su una barca, si mise a sedere stando in mare, mentre tutta la folla era a terra lungo la riva. |
2 Και εδιδασκεν αυτους δια παραβολων πολλα, και ελεγε προς αυτους εν τη διδαχη αυτου? | 2 Insegnava loro molte cose con parabole e diceva loro nel suo insegnamento: |
3 Ακουετε? ιδου, εξηλθεν ο σπειρων δια να σπειρη. | 3 «Ascoltate. Ecco, il seminatore uscì a seminare. |
4 Και ενω εσπειρεν, αλλο μεν επεσε παρα την οδον, και ηλθον τα πετεινα του ουρανου και κατεφαγον αυτο. | 4 Mentre seminava, una parte cadde lungo la strada; vennero gli uccelli e la mangiarono. |
5 Αλλο δε επεσεν επι το πετρωδες, οπου δεν ειχε γην πολλην, και ευθυς ανεφυη, διοτι δεν ειχε βαθος γης, | 5 Un’altra parte cadde sul terreno sassoso, dove non c’era molta terra; e subito germogliò perché il terreno non era profondo, |
6 και οτε ανετειλεν ο ηλιος εκαυματισθη, και επειδη δεν ειχε ριζαν εξηρανθη. | 6 ma quando spuntò il sole, fu bruciata e, non avendo radici, seccò. |
7 Και αλλο επεσεν εις τας ακανθας, και ανεβησαν αι ακανθαι και συνεπνιξαν αυτο, και καρπον δεν εδωκε? | 7 Un’altra parte cadde tra i rovi, e i rovi crebbero, la soffocarono e non diede frutto. |
8 και αλλο επεσεν εις την γην την καλην και εδιδε καρπον αναβαινοντα και αυξανοντα, και εδωκεν εν τριακοντα και εν εξηκοντα και εν εκατον. | 8 Altre parti caddero sul terreno buono e diedero frutto: spuntarono, crebbero e resero il trenta, il sessanta, il cento per uno». |
9 Και ελεγε προς αυτους? Ο εχων ωτα δια να ακουη, ας ακουη. | 9 E diceva: «Chi ha orecchi per ascoltare, ascolti!». |
10 Οτε δε εμεινε καταμονας, ηρωτησαν αυτον οι περι αυτον μετα των δωδεκα περι της παραβολης. | 10 Quando poi furono da soli, quelli che erano intorno a lui insieme ai Dodici lo interrogavano sulle parabole. |
11 Και ελεγε προς αυτους? Εις εσας εδοθη να γνωρισητε το μυστηριον της βασιλειας του Θεου? εις εκεινους δε τους εξω δια παραβολων τα παντα γινονται, | 11 Ed egli diceva loro: «A voi è stato dato il mistero del regno di Dio; per quelli che sono fuori invece tutto avviene in parabole, |
12 δια να βλεπωσι βλεποντες και να μη ιδωσι, και να ακουωσιν ακουοντες και να μη νοησωσι, μηποτε επιστρεψωσι και συγχωρηθωσιν εις αυτους τα αμαρτηματα. | 12 affinché guardino, sì, ma non vedano, ascoltino, sì, ma non comprendano, perché non si convertano e venga loro perdonato». |
13 Και λεγει προς αυτους? Δεν εξευρετε την παραβολην ταυτην, και πως θελετε γνωρισει πασας τας παραβολας; | 13 E disse loro: «Non capite questa parabola, e come potrete comprendere tutte le parabole? |
14 Ο σπειρων τον λογον σπειρει. | 14 Il seminatore semina la Parola. |
15 Οι δε παρα την οδον ειναι ουτοι, εις τους οποιους σπειρεται ο λογος, και οταν ακουσωσιν, ευθυς ερχεται ο Σατανας, και αφαιρει τον λογον τον εσπαρμενον εν ταις καρδιαις αυτων. | 15 Quelli lungo la strada sono coloro nei quali viene seminata la Parola, ma, quando l’ascoltano, subito viene Satana e porta via la Parola seminata in loro. |
16 Και ομοιως οι επι τα πετρωδη σπειρομενοι ειναι ουτοι, οιτινες οταν ακουσωσι τον λογον, ευθυς μετα χαρας δεχονται αυτον, | 16 Quelli seminati sul terreno sassoso sono coloro che, quando ascoltano la Parola, subito l’accolgono con gioia, |
17 δεν εχουσιν ομως ριζαν εν εαυτοις, αλλ' ειναι προσκαιροι? επειτα οταν γεινη θλιψις η διωγμος δια τον λογον, ευθυς σκανδαλιζονται. | 17 ma non hanno radice in se stessi, sono incostanti e quindi, al sopraggiungere di qualche tribolazione o persecuzione a causa della Parola, subito vengono meno. |
18 Και οι εις τας ακανθας σπειρομενοι ειναι ουτοι, οιτινες ακουουσι τον λογον, | 18 Altri sono quelli seminati tra i rovi: questi sono coloro che hanno ascoltato la Parola, |
19 και αι μεριμναι του αιωνος τουτου και η απατη του πλουτου και αι επιθυμιαι των αλλων πραγματων εισερχομεναι συμπνιγουσι τον λογον, και γινεται ακαρπος. | 19 ma sopraggiungono le preoccupazioni del mondo e la seduzione della ricchezza e tutte le altre passioni, soffocano la Parola e questa rimane senza frutto. |
20 Και οι εις την γην την καλην σπαρεντες ειναι ουτοι, οιτινες ακουουσι τον λογον και παραδεχονται και καρποφορουσιν εν τριακοντα και εν εξηκοντα και εν εκατον. | 20 Altri ancora sono quelli seminati sul terreno buono: sono coloro che ascoltano la Parola, l’accolgono e portano frutto: il trenta, il sessanta, il cento per uno». |
21 Και ελεγε προς αυτους? Μηπως ο λυχνος ερχεται δια να τεθη υπο τον μοδιον η υπο την κλινην; ουχι δια να τεθη επι τον λυχνοστατην; | 21 Diceva loro: «Viene forse la lampada per essere messa sotto il moggio o sotto il letto? O non invece per essere messa sul candelabro? |
22 διοτι δεν ειναι τι κρυπτον, το οποιον δεν θελει φανερωθη, ουδ' εγεινε τι αποκρυφον, το οποιον δεν θελει ελθει εις το φανερον. | 22 Non vi è infatti nulla di segreto che non debba essere manifestato e nulla di nascosto che non debba essere messo in luce. |
23 Οστις εχει ωτα δια να ακουη, ας ακουη. | 23 Se uno ha orecchi per ascoltare, ascolti!». |
24 Και ελεγε προς αυτους? Προσεχετε τι ακουετε. Με οποιον μετρον μετρειτε, θελει μετρηθη εις εσας, και θελει γεινει προσθηκη εις εσας τους ακουοντας. | 24 Diceva loro: «Fate attenzione a quello che ascoltate. Con la misura con la quale misurate sarà misurato a voi; anzi, vi sarà dato di più. |
25 Διοτι οστις εχει, θελει δοθη εις αυτον? και οστις δεν εχει, και εκεινο το οποιον εχει θελει αφαιρεθη απ' αυτου. | 25 Perché a chi ha, sarà dato; ma a chi non ha, sarà tolto anche quello che ha». |
26 Και ελεγεν? Ουτως ειναι η βασιλεια του Θεου, ως εαν ανθρωπος ριψη τον σπορον επι της γης, | 26 Diceva: «Così è il regno di Dio: come un uomo che getta il seme sul terreno; |
27 και κοιμαται και σηκονηται νυκτα και ημεραν, και ο σπορος βλαστανη και αυξανη καθως αυτος δεν εξευρει. | 27 dorma o vegli, di notte o di giorno, il seme germoglia e cresce. Come, egli stesso non lo sa. |
28 Διοτι αφ' εαυτης η γη καρποφορει, πρωτον χορτον, επειτα ασταχυον, επειτα πληρη σιτον εν τω ασταχυω. | 28 Il terreno produce spontaneamente prima lo stelo, poi la spiga, poi il chicco pieno nella spiga; |
29 Οταν δε ωριμαση ο καρπος, ευθυς αποστελλει το δρεπανον, διοτι ηλθεν ο θερισμος. | 29 e quando il frutto è maturo, subito egli manda la falce, perché è arrivata la mietitura». |
30 Ετι ελεγε? Με τι να ομοιωσωμεν την βασιλειαν του Θεου; η με ποιαν παραβολην να παραβαλωμεν αυτην; | 30 Diceva: «A che cosa possiamo paragonare il regno di Dio o con quale parabola possiamo descriverlo? |
31 Ειναι ομοια με κοκκον σιναπεως, οστις, οταν σπαρη επι της γης, ειναι μικροτερος παντων των σπερματων των επι της γης? | 31 È come un granello di senape che, quando viene seminato sul terreno, è il più piccolo di tutti i semi che sono sul terreno; |
32 αφου δε σπαρη, αναβαινει και γινεται μεγαλητερος παντων των λαχανων και καμνει κλαδους μεγαλους, ωστε υπο την σκιαν αυτου δυνανται τα πετεινα του ουρανου να κατασκηνωσι. | 32 ma, quando viene seminato, cresce e diventa più grande di tutte le piante dell’orto e fa rami così grandi che gli uccelli del cielo possono fare il nido alla sua ombra». |
33 Και δια τοιουτων πολλων παραβολων ελαλει προς αυτους τον λογον, καθως ηδυναντο να ακουωσι, | 33 Con molte parabole dello stesso genere annunciava loro la Parola, come potevano intendere. |
34 χωρις δε παραβολης δεν ελαλει προς αυτους? κατ ιδιαν ομως εξηγει παντα εις τους μαθητας αυτου. | 34 Senza parabole non parlava loro ma, in privato, ai suoi discepoli spiegava ogni cosa. |
35 Και λεγει προς αυτους εν εκεινη τη ημερα, οτε εγεινεν εσπερα? Ας διελθωμεν εις το περαν. | 35 In quel medesimo giorno, venuta la sera, disse loro: «Passiamo all’altra riva». |
36 Και αφησαντες τον οχλον, παραλαμβανουσιν αυτον ως ητο εν τω πλοιω και αλλα δε πλοιαρια ησαν μετ' αυτου. | 36 E, congedata la folla, lo presero con sé, così com’era, nella barca. C’erano anche altre barche con lui. |
37 Και γινεται μεγας ανεμοστροβιλος και τα κυματα εισεβαλλον εις το πλοιον, ωστε αυτο ηδη εγεμιζετο. | 37 Ci fu una grande tempesta di vento e le onde si rovesciavano nella barca, tanto che ormai era piena. |
38 Και αυτος ητο επι της πρυμνης κοιμωμενος επι το προσκεφαλαιον? και εξυπνουσιν αυτον και λεγουσι προς αυτον? Διδασκαλε, δεν σε μελει οτι χανομεθα; | 38 Egli se ne stava a poppa, sul cuscino, e dormiva. Allora lo svegliarono e gli dissero: «Maestro, non t’importa che siamo perduti?». |
39 Και σηκωθεις επετιμησε τον ανεμον και ειπε προς την θαλασσαν? Σιωπα, ησυχασον. Και επαυσεν ο ανεμος, και εγεινε γαληνη μεγαλη. | 39 Si destò, minacciò il vento e disse al mare: «Taci, calmati!». Il vento cessò e ci fu grande bonaccia. |
40 Και ειπε προς αυτους? Δια τι εισθε ουτω δειλοι; πως δεν εχετε πιστιν; | 40 Poi disse loro: «Perché avete paura? Non avete ancora fede?». |
41 Και εφοβηθησαν φοβον μεγαν και ελεγον προς αλληλους? Τις λοιπον ειναι ουτος, οτι και ο ανεμος και η θαλασσα υπακουουσιν εις αυτον; | 41 E furono presi da grande timore e si dicevano l’un l’altro: «Chi è dunque costui, che anche il vento e il mare gli obbediscono?». |