Scrutatio

Mercoledi, 29 maggio 2024 - Sant'Alessandro ( Letture di oggi)

ΗΣΑΙΑΣ - Isaia - Isaiah 51


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Ακουσατε μου, σεις οι ακολουθουντες την δικαιοσυνην, οι ζητουντες τον Κυριον? εμβλεψατε εις τον βραχον, εκ του οποιου ελατομηθητε, και εις το στομιον του λακκου, εκ του οποιου ανωρυχθητε.1 Écoutez-moi, vous qui poursuivez la justice, vous qui cherchez Yahvé, revenez à votre origine, voyez le rocher la carrière d’où vous avez été tirés,
2 Εμβλεψατε εις τον Αβρααμ τον πατερα σας και εις την Σαρραν, ητις σας εγεννησε? διοτι εκαλεσα αυτον οντα ενα και ευλογησα αυτον και επληθυνα αυτον.2 regardez Abraham, votre père, et Sara qui vous a enfantés. Je l’ai appelé alors qu’il était seul, je l’ai béni et je l’ai multiplié.
3 Ο Κυριος λοιπον θελει παρηγορησει την Σιων? αυτος θελει παρηγορησει παντας τους ηρημωμενους τοπους αυτης? και θελει καμει την ερημον αυτης ως την Εδεμ και την ερημιαν αυτης ως παραδεισον του Κυριου? ευφροσυνη και αγαλλιασις θελει ευρισκεσθαι εν αυτη, δοξολογια και φωνη αινεσεως.3 Or voici que Yahvé réconforte Sion, il rend la vie à ses ruines; de son désert il fait un paradis, et de la steppe, un jardin de Yahvé. Ce ne seront que joie et fête, actions de grâce et chansons.
4 Ακουσον μου, λαε μου? και δος ακροασιν εις εμε, εθνος μου? διοτι νομος θελει εξελθει παρ' εμου και θελω στησει την κρισιν μου δια φως των λαων.4 Peuples, soyez attentifs, et vous, nations, écoutez-moi, car de moi sortira la loi, et mes sentences seront la lumière des nations!
5 Η δικαιοσυνη μου πλησιαζει? η σωτηρια μου εξηλθε και οι βραχιονες μου θελουσι κρινει τους λαους? αι νησοι θελουσι προσμενει εμε και θελουσιν ελπιζει επι τον βραχιονα μου.5 Je vais révéler, d’un seul coup, ma justice, et mon salut apparaîtra: c’est moi qui gouvernerai les peuples. Les îles aussi espèrent en moi, elles attendent mon intervention.
6 Υψωσατε τους οφθαλμους σας εις τους ουρανους και βλεψατε εις την γην κατω? διοτι οι ουρανοι θελουσι διαλυθη ως καπνος και η γη θελει παλαιωθη ως ιματιον και οι κατοικουντες εν αυτη θελουσιν αποθανει εξισου? αλλ' η σωτηρια μου θελει εισθαι εις τον αιωνα και η δικαιοσυνη μου δεν θελει εκλειψει.6 Levez vos yeux vers le ciel, et puis abaissez vos regards vers la terre: voyez les cieux qui se dissipent, s’en vont en fumée, la terre qui se défait comme un vêtement: ses habitants meurent comme des mouches! Mais mon salut restera pour toujours, ma justice ne passera pas.
7 Ακουσατε μου, σεις οι γνωριζοντες δικαιοσυνην? λαε, εν τη καρδια του οποιου ειναι ο νομος μου? μη φοβεισθε τον ονειδισμον των ανθρωπων μηδε ταραττεσθε εις τας υβρεις αυτων.7 Écoutez-moi, vous qui connaissez le droit - toi mon peuple qui portes ma loi dans ton cœur. N’aie pas peur des injures des hommes, ne crains pas devant leurs insultes.
8 Διοτι ως ιματιον θελει καταφαγει αυτους ο σκωληξ και ως μαλλιον θελει καταφαγει αυτους ο σκωρος? αλλ' η δικαιοσυνη μου θελει μενει εις τον αιωνα και η σωτηρια μου εις γενεας γενεων.8 Car la mite les dévorera comme un vêtement, la vermine les rongera comme la laine, mais ma justice restera pour toujours, mon salut sera là tout au long des siècles.
9 Εξεγερθητι, εξεγερθητι, ενδυθητι δυναμιν, βραχιων Κυριου? εξεγερθητι ως εν ταις αρχαιαις ημεραις, εν ταις παλαιαις γενεαις. Δεν εισαι συ, ο παταξας την Ρααβ και τραυματισας τον δρακοντα;9 Réveille-toi, réveille-toi, arme-toi de force, bras de Yahvé! Réveille-toi comme aux jours d’autrefois, dans les générations passées! N’est-ce pas toi qui as fracassé Rahab, transpercé le dragon?
10 Δεν εισαι συ, ο ξηρανας την θαλασσαν, τα υδατα της μεγαλης αβυσσου; ο ποιησας τα βαθη της θαλασσης οδον διαβασεως των λελυτρωμενων;10 N’as-tu pas mis à sec la mer, les eaux du grand abîme, tracé un chemin sur le sol profond des eaux, pour y faire passer ceux que tu rachetais?
11 Και οι λελυτρωμενοι του Κυριου θελουσιν επιστρεψει και ελθει εν αλαλαγμω εις Σιων? και ευφροσυνη αιωνιος θελει εισθαι επι της κεφαλης αυτων? αγαλλιασιν και ευφροσυνην θελουσιν απολαυσει? η λυπη και ο στεναγμος θελουσι φυγει.11 De même reviendront les rachetés de Yahvé. Ils entreront dans Sion poussant des cris de joie, avec sur leur visage la joie qui ne passe pas; joie et fête seront au rendez-vous, la tristesse et les plaintes auront fui.
12 Εγω, εγω ειμαι ο παρηγορων υμας. Συ τις εισαι και φοβεισαι απο ανθρωπου θνητου και απο υιου ανθρωπου, οστις θελει γεινει ως χορτος?12 C’est moi, oui, c’est moi qui vous réconforte. Comment peux-tu craindre un homme mortel, l’homme qui passe tout comme l’herbe?
13 και ελησμονησας Κυριον τον Ποιητην σου, τον εκτειναντα τους ουρανους και θεμελιωσαντα την γην? και εφοβεισο παντοτε καθ' ημεραν την οργην του καταθλιβοντος σε, ως εαν ητο ετοιμος να καταστρεψη; και που ειναι τωρα η οργη του καταθλιβοντος;13 As-tu oublié Yahvé, ton Créateur, qui a tendu les cieux et fondé la terre? Pourquoi donc en es-tu toujours à craindre la fureur de l’oppresseur, comme s’il allait tout détruire? Où donc est la fureur de l’oppresseur?
14 Ο ηχμαλωτισμενος σπευδει να λυθη και να μη αποθανη εν τω λακκω μηδε να στερηθη τον αρτον αυτου?14 Bientôt le prisonnier sera relâché, il ne mourra pas dans son cachot et le pain ne lui manquera plus.
15 διοτι εγω ειμαι Κυριος ο Θεος σου, ο ταραττων την θαλασσαν και ηχουσι τα κυματα αυτης? Κυριος των δυναμεων το ονομα αυτου.15 Je suis Yahvé, ton Dieu, qui soulève la mer et mets en fureur ses vagues, mon nom est Yahvé Sabaot!
16 Και εθεσα τους λογους μου εις το στομα σου και σε εσκεπασα με την σκιαν της χειρος μου, δια να στερεωσω τους ουρανους και να θεμελιωσω την γην? και δια να ειπω προς την Σιων, Λαος μου εισαι.16 Dès le temps où j’étendais les cieux et fondais la terre, j’ai mis mes paroles dans ta bouche. Je t’ai caché dans l’ombre de ma main et j’ai dit à Sion: “Tu es mon peuple.”
17 Εξεγερθητι, εξεγερθητι, αναστηθι, Ιερουσαλημ, ητις επιες εκ της χειρος του Κυριου το ποτηριον του θυμου αυτου? επιες, εξεκενωσας και αυτην την τρυγιαν του ποτηριου της ζαλης.17 Réveille-toi, réveille-toi, Jérusalem! Si tu as bu de la main de Yahvé la coupe de sa colère, la coupe qui fait perdre le sens, si tu l’as bue jusqu’à la vider, lève-toi maintenant!
18 Εκ παντων των υιων, τους οποιους εγεννησε, δεν υπαρχει ο οδηγων αυτην? ουδε ειναι εκ παντων των υιων, τους οποιους εξεθρεψεν, ο πιανων αυτην εκ της χειρος.18 De tant de fils qu’elle avait mis au monde, lus un pour la guider; de tous les fils qu’elle a élevés, pas un qui la prenne par la main.
19 Τα δυο ταυτα ηλθον επι σε? τις θελει σε συλλυπηθη; ερημωσις και καταστροφη και πεινα και μαχαιρα? δια τινος να σε παρηγορησω;19 Un double malheur t’a frappée: le pillage et la ruine, la famine et l’épée; pourtant nul ne te plaint ou te console.
20 Οι υιοι σου απενεκρωθησαν? κοιτονται απ' ακρου πασων των οδων, ως αγριος ταυρος εν δικτυοις? ειναι πληρεις του θυμου του Κυριου, της επιτιμησεως του Θεου σου.20 Tu as vu tes fils étendus sans force au coin des rues, comme l’antilope prise au filet; la colère de Yahvé, la menace de ton Dieu, les avait enivrés.
21 Οθεν, ακουε τωρα τουτο, τεθλιμμενη και μεθυουσα, πλην ουχι εξ οινου?21 C’est pourquoi écoute ceci, malheureuse, victime de cette ivresse qui n’est pas de vin.
22 ουτω λεγει ο Κυριος σου, ο Κυριος και ο Θεος σου, ο δικολογων υπερ του λαου αυτου? Ιδου, ελαβον εκ των χειρων σου το ποτηριον της ζαλης, την τρυγιαν του ποτηριου του θυμου μου? δεν θελεις πλεον πιει αυτο του λοιπου?22 Voici ce que dit le Seigneur Yahvé, ton Dieu qui combat pour son peuple: Regarde, je reprends de ta main la coupe qui fait perdre le sens, la coupe de ma colère; jamais plus tu ne la boiras.
23 και θελω βαλει αυτο εις την χειρα των καταθλιβοντων σε, οιτινες ειπον προς την ψυχην σου, Κυψον, δια να περασωμεν? και συ εβαλες το σωμα σου ως γην και ως οδον εις τους διαβαινοντας.23 Je vais la passer à tes ennemis, à ceux qui te disaient: “Couche-toi, que nous passions!” Alors tu t’écrasais sur le sol et l’on passait sur ton dos.