Scrutatio

Venerdi, 17 maggio 2024 - San Pasquale Baylon ( Letture di oggi)

ΨΑΛΜΟΙ - Salmi - Psalms 40


font
GREEK BIBLEEINHEITSUBERSETZUNG BIBEL
1 Εις τον πρωτον μουσικον. Ψαλμος του Δαβιδ.>> Περιεμεινα εν υπομονη τον Κυριον, και εκλινε προς εμε και ηκουσε της κραυγης μου?1 [Für den Chormeister. Ein Psalm Davids.]
2 και με ανεβιβασεν εκ λακκου ταλαιπωριας, εκ βορβορωδους πηλου, και εστησεν επι πετραν τους ποδας μου, εστερεωσε τα βηματα μου?2 Ich hoffte, ja ich hoffte auf den Herrn.
Da neigte er sich mir zu und hörte mein Schreien.
3 και εβαλεν εν τω στοματι μου ασμα νεον, υμνον εις τον Θεον ημων? θελουσιν ιδει πολλοι και θελουσι φοβηθη και θελουσιν ελπισει επι Κυριον.3 Er zog mich herauf aus der Grube des Grauens,
aus Schlamm und Morast. Er stellte meine Füße auf den Fels,
machte fest meine Schritte.
4 Μακαριος ο ανθρωπος, οστις εθεσε τον Κυριον ελπιδα αυτου και δεν αποβλεπει εις τους υπερηφανους και εις τους κλινοντας επι ψευδη.4 Er legte mir ein neues Lied in den Mund,
einen Lobgesang auf ihn, unsern Gott. Viele werden es sehen, sich in Ehrfurcht neigen
und auf den Herrn vertrauen.
5 Πολλα εκαμες συ, Κυριε ο Θεος μου, τα θαυμασια σου? και τους περι ημων διαλογισμους σου δεν ειναι δυνατον να εκθεση τις εις σε? εαν ηθελον να απαγγελλω και να ομιλω περι αυτων, υπερβαινουσι παντα αριθμον.5 Wohl dem Mann, der auf den Herrn sein Vertrauen setzt,
sich nicht zu den Stolzen hält
noch zu treulosen Lügnern.
6 Θυσιαν και προσφοραν δεν ηθελησας? διηνοιξας εν εμοι ωτα? ολοκαυτωμα και προσφοραν περι αμαρτιας δεν εζητησας.6 Zahlreich sind die Wunder, die du getan hast,
und deine Pläne mit uns;
Herr, mein Gott, nichts kommt dir gleich. Wollte ich von ihnen künden und reden,
es wären mehr, als man zählen kann.
7 Τοτε ειπα, Ιδου, ερχομαι? εν τω τομω του βιβλιου ειναι γεγραμμενον περι εμου?7 An Schlacht- und Speiseopfern hast du kein Gefallen,
Brand- und Sündopfer forderst du nicht. Doch das Gehör hast du mir eingepflanzt;
8 χαιρω, Θεε μου, να εκτελω το θελημα σου? και ο νομος σου ειναι εν τω μεσω της καρδιας μου.8 darum sage ich: Ja, ich komme.
In dieser Schriftrolle steht, was an mir geschehen ist.
9 Εκηρυξα δικαιοσυνην εν συναξει μεγαλη? ιδου, δεν εμποδισα τα χειλη μου, Κυριε, συ εξευρεις.9 Deinen Willen zu tun, mein Gott, macht mir Freude,
deine Weisung trag ich im Herzen.
10 Την δικαιοσυνην σου δεν εκρυψα εντος της καρδιας μου? την αληθειαν σου και την σωτηριαν σου ανηγγειλα? δεν εκρυψα το ελεος σου και την αληθειαν σου απο συναξεως μεγαλης.10 Gerechtigkeit verkünde ich in großer Gemeinde,
meine Lippen verschließe ich nicht; Herr, du weißt es.
11 Συ, Κυριε, μη απομακρυνης τους οικτιρμους σου απ' εμου? το ελεος σου και η αληθεια σου ας με περιφρουρωσι διαπαντος.11 Deine Gerechtigkeit verberge ich nicht im Herzen,
ich spreche von deiner Treue und Hilfe, ich schweige nicht über deine Huld und Wahrheit
vor der großen Gemeinde.
12 Διοτι με περιεκυκλωσαν αναριθμητα κακα? με κατεφθασαν αι ανομιαι μου, και δεν δυναμαι να θεωρω αυτας? επληθυνθησαν υπερ τας τριχας της κεφαλης μου? και η καρδια μου με εγκαταλειπει.12 Du, Herr, verschließ mir nicht dein Erbarmen,
deine Huld und Wahrheit mögen mich immer behüten!
13 Ευδοκησον, Κυριε, να με ελευθερωσης Κυριε, ταχυνον εις βοηθειαν μου.13 Denn Leiden ohne Zahl umfangen mich,
meine Sünden holen mich ein,
ich vermag nicht mehr aufzusehn. Zahlreicher sind sie als die Haare auf meinem Kopf,
der Mut hat mich ganz verlassen.
14 Ας αισχυνθωσι και ας εκτραπωσιν ομου οι ζητουντες την ψυχην μου, δια να απολεσωσιν αυτην? ας στραφωσιν εις τα οπισω και ας εντραπωσιν οι θελοντες το κακον μου.14 Gewähre mir die Gunst, Herr, und reiß mich heraus;
Herr, eile mir zu Hilfe!
15 Ας εξολοθρευθωσι δια μισθον της αισχυνης αυτων οι λεγοντες προς εμε, ευγε, ευγε.15 In Schmach und Schande sollen alle fallen,
die mir nach dem Leben trachten. Zurückweichen sollen sie und vor Scham erröten,
die sich über mein Unglück freuen.
16 Ας αγαλλωνται και ας ευφραινωνται εις σε παντες οι ζητουντες σε? οι αγαπωντες την σωτηριαν σου ας λεγωσι διαπαντος, Μεγαλυνθητω ο Κυριος.16 Vor Schande sollen alle schaudern,
die zu mir sagen: «Dir geschieht recht.»
17 Εγω δε ειμαι πτωχος και πενης? αλλ' ο Κυριος φροντιζει περι εμου? η βοηθεια μου και ο ελευθερωτης μου συ εισαι? Θεε μου, μη βραδυνης.17 Alle, die dich suchen, frohlocken;
sie mögen sich freuen in dir. Die dein Heil lieben, sollen immer sagen:
Groß ist Gott, der Herr.
18 Ich bin arm und gebeugt;
der Herr aber sorgt für mich. Meine Hilfe und mein Retter bist du.
Mein Gott, säume doch nicht!