ΨΑΛΜΟΙ - Salmi - Psalms 109
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
GREEK BIBLE | KING JAMES BIBLE |
---|---|
1 Εις τον πρωτον μουσικον. Ψαλμος του Δαβιδ.>> Θεε της αινεσεως μου, μη σιωπησης? | 1 Hold not thy peace, O God of my praise; |
2 διοτι στομα ασεβους και στομα δολιου ηνοιχθησαν επ' εμε? ελαλησαν κατ' εμου με γλωσσαν ψευδη? | 2 For the mouth of the wicked and the mouth of the deceitful are opened against me: they have spoken against me with a lying tongue. |
3 και με λογους μισους με περιεκυκλωσαν και με επολεμησαν αναιτιως. | 3 They compassed me about also with words of hatred; and fought against me without a cause. |
4 Αντι της αγαπης μου ειναι αντιδικοι εις εμε? εγω δε προσευχομαι. | 4 For my love they are my adversaries: but I give myself unto prayer. |
5 Και ανταπεδωκαν εις εμε κακον αντι καλου, και μισος αντι της αγαπης μου. | 5 And they have rewarded me evil for good, and hatred for my love. |
6 Καταστησον ασεβη επ' αυτον? και διαβολος ας στεκη εκ δεξιων αυτου. | 6 Set thou a wicked man over him: and let Satan stand at his right hand. |
7 Οταν κρινηται, ας εξελθη καταδεδικασμενος? και η προσευχη αυτου ας γεινη εις αμαρτιαν. | 7 When he shall be judged, let him be condemned: and let his prayer become sin. |
8 Ας γεινωσιν αι ημεραι αυτου ολιγαι? αλλος ας λαβη την επισκοπην αυτου. | 8 Let his days be few; and let another take his office. |
9 Ας γεινωσιν οι υιοι αυτου ορφανοι και η γυνη αυτου χηρα. | 9 Let his children be fatherless, and his wife a widow. |
10 Και ας περιπλανωνται παντοτε οι υιοι αυτου και ας γεινωσιν επαιται, και ας ζητωσιν εκ των ερειπιων αυτων. | 10 Let his children be continually vagabonds, and beg: let them seek their bread also out of their desolate places. |
11 Ας παγιδευση ο δανειστης παντα τα υπαρχοντα αυτου? και ας διαρπασωσιν οι ξενοι τους κοπους αυτου. | 11 Let the extortioner catch all that he hath; and let the strangers spoil his labour. |
12 Ας μη υπαρχη ο ελεων αυτον, και ας μη ηναι ο οικτειρων τα ορφανα αυτου. | 12 Let there be none to extend mercy unto him: neither let there be any to favour his fatherless children. |
13 Ας εξολοθρευθωσιν οι εκγονοι αυτου? εν τη επερχομενη γενεα ας εξαλειφθη το ονομα αυτων. | 13 Let his posterity be cut off; and in the generation following let their name be blotted out. |
14 Ας ελθη εις ενθυμησιν ενωπιον του Κυριου η ανομια των πατερων αυτου? και η αμαρτια της μητρος αυτου ας μη εξαλειφθη? | 14 Let the iniquity of his fathers be remembered with the LORD; and let not the sin of his mother be blotted out. |
15 Ας ηναι παντοτε ενωπιον του Κυριου, δια να εκκοψη απο της γης το μνημοσυνον αυτων. | 15 Let them be before the LORD continually, that he may cut off the memory of them from the earth. |
16 Διοτι δεν ενεθυμηθη να καμη ελεος? αλλα κατετρεξεν ανθρωπον πενητα και πτωχον, δια να θανατωση τον συντετριμμενον την καρδιαν. | 16 Because that he remembered not to shew mercy, but persecuted the poor and needy man, that he might even slay the broken in heart. |
17 Επειδη ηγαπησε καταραν, ας ελθη επ' αυτον? επειδη δεν ηθελησεν ευλογιαν, ας απομακρυνθη απ' αυτου. | 17 As he loved cursing, so let it come unto him: as he delighted not in blessing, so let it be far from him. |
18 Επειδη ενεδυθη καταραν ως ιματιον αυτου, ας εισελθη ως υδωρ εις τα εντοσθια αυτου και ως ελαιον εις τα οστα αυτου? | 18 As he clothed himself with cursing like as with his garment, so let it come into his bowels like water, and like oil into his bones. |
19 Ας γεινη εις αυτον ως το ιματιον, το οποιον ενδυεται και ως η ζωνη, την οποιαν παντοτε περιζωννυται. | 19 Let it be unto him as the garment which covereth him, and for a girdle wherewith he is girded continually. |
20 Αυτη ας ηναι των αντιδικων μου η αμοιβη παρα του Κυριου, και των λαλουντων κακα κατα της ψυχης μου. | 20 Let this be the reward of mine adversaries from the LORD, and of them that speak evil against my soul. |
21 Αλλα συ, Κυριε Θεε, ενεργησον μετ' εμου δια το ονομα σου? επειδη ειναι αγαθον το ελεος σου, λυτρωσον με. | 21 But do thou for me, O GOD the Lord, for thy name's sake: because thy mercy is good, deliver thou me. |
22 Διοτι πτωχος και πενης ειμαι, και η καρδια μου ειναι πεπληγωμενη εντος μου. | 22 For I am poor and needy, and my heart is wounded within me. |
23 Παρηλθον ως σκια, οταν εκκλινη? εκτιναζομαι ως η ακρις. | 23 I am gone like the shadow when it declineth: I am tossed up and down as the locust. |
24 Τα γονατα μου ητονησαν απο της νηστειας και η σαρξ μου εξεπεσεν απο του παχους αυτης. | 24 My knees are weak through fasting; and my flesh faileth of fatness. |
25 Και εγω εγεινα ονειδος εις αυτους? οτε με ειδον, εκινησαν τας κεφαλας αυτων. | 25 I became also a reproach unto them: when they looked upon me they shaked their heads. |
26 Βοηθησον μοι, Κυριε ο Θεος μου? σωσον με κατα το ελεος σου? | 26 Help me, O LORD my God: O save me according to thy mercy: |
27 και ας γνωρισωσιν οτι η χειρ σου ειναι τουτο? οτι συ, Κυριε, εκαμες αυτο. | 27 That they may know that this is thy hand; that thou, LORD, hast done it. |
28 Αυτοι θελουσι καταρασθαι, συ δε θελεις ευλογει? θελουσι σηκωθη, πλην θελουσι καταισχυνθη? ο δε δουλος σου θελει ευφραινεσθαι. | 28 Let them curse, but bless thou: when they arise, let them be ashamed; but let thy servant rejoice. |
29 Ας ενδυθωσιν εντροπην οι αντιδικοι μου? και ας φορεσωσιν ως επενδυμα την αισχυνην αυτων. | 29 Let mine adversaries be clothed with shame, and let them cover themselves with their own confusion, as with a mantle. |
30 Θελω δοξολογει σφοδρα τον Κυριον δια του στοματος μου, και εν μεσω πολλων θελω υμνολογει αυτον? | 30 I will greatly praise the LORD with my mouth; yea, I will praise him among the multitude. |
31 Διοτι ισταται εν τη δεξια του πτωχου, δια να λυτρονη αυτον εκ των καταδικαζοντων την ψυχην αυτου. | 31 For he shall stand at the right hand of the poor, to save him from those that condemn his soul. |