Scrutatio

Giovedi, 16 maggio 2024 - San Simone Stock ( Letture di oggi)

ΙΩΒ - Giobbe - Job 31


font
GREEK BIBLEJERUSALEM
1 Εκαμον συνθηκην μετα των οφθαλμων μου? και πως να εχω τον στοχασμον μου επι παρθενον;1 J'avais fait un pacte avec mes yeux, au point de ne fixer aucune vierge.
2 και τι το μεριδιον παρα Θεου ανωθεν; και η κληρονομια του Παντοδυναμου εκ των υψηλων;2 Or, quel partage Dieu fait-il donc de là-haut, quel lot Shaddaï assigne-t-il de son ciel?
3 Ουχι αφανισμος δια τον ασεβη; και ταλαιπωρια δια τους εργατας της ανομιας;3 N'est-ce pas le malheur qu'il réserve à l'injuste et l'adversité aux hommes malfaisants?
4 δεν βλεπει αυτος τας οδους μου και απαριθμει παντα τα βηματα μου;4 Ne voit-il pas ma conduite, ne compte-t-il point tous mes pas?
5 Εαν περιεπατησα με ψευδος, η ο πους μου εσπευσεν εις δολον,5 Ai-je fait route avec le mensonge, pressé le pas vers la fausseté?
6 ας με ζυγιση δια της σταθμης της δικαιοσυνης και ας γνωριση ο Θεος την ακεραιοτητα μου?6 Qu'il me pèse sur une balance exacte: lui, Dieu, reconnaîtra mon intégrité!
7 αν το βημα μου εξετραπη απο της οδου και η καρδια μου επηκολουθησε τους οφθαλμους μου, και αν κηλις προσεκολληθη εις τας χειρας μου?7 Si mes pas ont dévié du droit chemin, si mon coeur fut entraîné par mes yeux et si une souillure adhèreà mes mains,
8 να σπειρω, και αλλος να φαγη? και να εκριζωθωσιν οι εκγονοι μου.8 qu'un autre mange ce que j'ai semé et que soient arrachées mes jeunes pousses!
9 Αν η καρδια μου ηπατηθη υπο γυναικος, η παρεμονευσα εις την θυραν του πλησιον μου,9 Si mon coeur fut séduit par une femme, si j'ai épié à la porte de mon prochain,
10 η γυνη μου να αλεση δι' αλλον, και αλλοι να πεσωσιν επ' αυτην.10 que ma femme se mette à moudre pour autrui, que d'autres aient commerce avec elle!
11 Διοτι μιαρον ανομημα τουτο και αμαρτημα καταδικον?11 J'aurais commis là une impudicité, un crime passible de justice,
12 διοτι ειναι πυρ κατατρωγον μεχρις αφανισμου, και ηθελεν εκριζωσει παντα τα γεννηματα μου.12 ce serait un feu qui dévore jusqu'à la Perdition et consumerait tout mon revenu.
13 Αν κατεφρονησα την κρισιν του δουλου μου η της δουλης μου, οτε διεφεροντο προς εμε,13 Si j'ai méconnu les droits de mon serviteur, de ma servante, dans leurs litiges avec moi,
14 τι θελω καμει τοτε, οταν εγερθη ο Θεος; και οταν επισκεφθη, τι θελω αποκριθη προς αυτον;14 que ferai-je quand Dieu surgira? Lorsqu'il fera l'enquête, que répondrai-je?
15 Ο ποιησας εμε εν τη κοιλια, δεν εποιησε και εκεινον; και δεν εμορφωσεν ημας ο αυτος εν τη μητρα;15 Ne les a-t-il pas créés comme moi dans le ventre? Un même Dieu nous forma dans le sein.
16 Αν ηρνηθην την επιθυμιαν των πτωχων, η εμαρανα τους οφθαλμους της χηρας,16 Ai-je été insensible aux besoins des faibles, laissé languir les yeux de la veuve?
17 η εφαγον μονος τον αρτον μου, και ο ορφανος δεν εφαγεν εξ αυτου?17 Ai-je mangé seul mon morceau de pain, sans le partager avec l'orphelin?
18 διοτι ο μεν εκ νεοτητος μου ετρεφετο μετ' εμου, ως μετα πατρος, την δε εκ κοιλιας της μητρος μου ωδηγησα?18 Alors que Dieu, dès mon enfance, m'a élevé comme un père, guidé depuis le sein maternel!
19 αν ειδον τινα απολλυμενον δι' ελλειψιν ενδυματος η πτωχον χωρις σκεπασματος,19 Ai-je vu un miséreux sans vêtements, un pauvre sans couverture,
20 αν οι νεφροι αυτου δεν με ευλογησαν και δεν εθερμανθη με το μαλλιον των προβατων μου,20 sans que leurs reins m'aient béni, que la toison de mes agneaux les ait réchauffés?
21 αν εσηκωσα την χειρα μου κατα του ορφανου, βλεπων οτι υπερισχυον εν τη πυλη,21 Ai-je agité la main contre un orphelin, me sachant soutenu à la Porte?
22 να πεση ο βραχιων μου εκ του ωμου, και η χειρ μου να συντριφθη εκ του αγκωνος.22 Qu'alors mon épaule se détache de ma nuque et que mon bras se rompe au coude!
23 Διοτι ο παρα του Θεου ολεθρος ητο εις εμε φρικη και δια την μεγαλειοτητα αυτου δεν ηθελον δυνηθη να ανθεξω.23 Car la terreur de Dieu fondrait sur moi, je ne tiendrais pas devant sa majesté.
24 Αν εθεσα εις το χρυσιον την ελπιδα μου, η ειπα προς το καθαρον χρυσιον, Συ εισαι το θαρρος μου,24 Ai-je placé dans l'or ma confiance et dit à l'or fin: "O ma sécurité?"
25 αν ευφρανθην διοτι ο πλουτος μου ητο μεγας και διοτι η χειρ μου ευρηκεν αφθονιαν,25 Me suis-je réjoui de mes biens nombreux, des richesses acquises par mes mains?
26 αν εθεωρουν τον ηλιον αναλαμποντα η την σεληνην περιπατουσαν εν τη λαμπροτητι αυτης,26 A la vue du soleil dans son éclat, de la lune radieuse dans sa course,
27 και η καρδια μου εθελχθη κρυφιως, η με το στομα μου εφιλησα την χειρα μου,27 mon coeur, en secret, s'est-il laissé séduire, pour leur envoyer de la main un baiser?
28 και τουτο ηθελεν εισθαι ανομημα καταδικον? διοτι ηθελον αρνηθη τον Θεον τον Υψιστον.28 Ce serait encore une faute criminelle, car j'aurais renié le Dieu suprême.
29 Αν εχαρην εις τον αφανισμον του μισουντος με, η επεχαρην οτε ευρηκεν αυτον κακον?29 Me suis-je réjoui de l'infortune de mon ennemi, ai-je exulté quand le malheur l'atteignait,
30 διοτι ουδε αφηκα το στομα μου να αμαρτηση, ευχομενος καταραν εις την ψυχην αυτου?30 moi, qui ne permettais pas à ma langue de pécher, de réclamer sa vie dans une malédiction?
31 αν οι ανθρωποι της σκηνης μου δεν ειπον, τις θελει δειξει ανθρωπον μη χορτασθεντα απο των κρεατων αυτου;31 Et ne disaient-ils pas, les gens de ma tente: "Trouve-t-on quelqu'un qu'il n'ait pas rassasié de viande?"
32 Ο ξενος δεν διενυκτερευεν εξω? ηνοιγον την θυραν μου εις τον οδοιπορον?32 Jamais étranger ne coucha dehors, au voyageur ma porte restait ouverte.
33 αν εσκεπασα την παραβασιν μου ως ο Αδαμ, κρυπτων την ανομιαν μου εν τω κολπω μου?33 Ai-je dissimulé aux hommes mes transgressions, caché ma faute dans mon sein?
34 διοτι μηπως εφοβουμην μεγα πληθος, η με ετρομαζεν η καταφρονησις των οικογενειων, ωστε να σιωπησω και να μη εκβω εκ της θυρας;34 Ai-je eu peur de la rumeur publique, ai-je redouté le mépris des familles, et me suis-je tenu coi,n'osant franchir ma porte?
35 Ω να ητο τις να με ηκουεν. Ιδου, η επιθυμια μου ειναι να απεκρινετο ο Παντοδυναμος εις εμε, και ο αντιδικος μου να εγραφε βιβλιον.35 Ah! qui fera donc que l'on m'écoute? J'ai dit mon dernier mot: à Shaddaï de me répondre! Le libellequ'aura rédigé mon adversaire,
36 Βεβαιως ηθελον βαστασει αυτο επι του ωμου μου, ηθελον περιδεσει αυτο στεφανον επ' εμε?36 je veux le porter sur mon épaule, le ceindre comme un diadème.
37 ηθελον φανερωσει προς αυτον τον αριθμον των βηματων μου? ως αρχων ηθελον πλησιασει εις αυτον.37 Je lui rendrai compte de tous mes pas et je m'avancerai vers lui comme un prince.
38 Αν ο αγρος μου καταβοα εναντιον μου και κλαιωσιν ομου οι αυλακες αυτου,38 Si ma terre crie vengeance contre moi et que ses sillons pleurent avec elle,
39 αν εφαγον τον καρπον αυτον χωρις μισθον, η εκαμον να εκβη η ψυχη των γεωργων αυτου,39 si j'ai mangé de ses produits sans payer, fait expirer ses propriétaires,
40 Ας φυτρωσωσι τριβολοι αντι σιτου και ζιζανια αντι κριθης. Ετελειωσαν οι λογοι του Ιωβ.40 qu'au lieu de froment y poussent les ronces, à la place de l'orge, l'herbe fétide. Fin des paroles de Job.